Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Ευχαρίστησε τον Θεό!


Χαρούμενες στιγμές: Ευλόγησε τον Θεό!
Δύσκολες στιγμές: Ψάξε τον Θεό!
Ήσυχες στιγμές: Λάτρεψε τον Θεό!
Οδυνηρές στιγμές: Εμπιστέψου τον Θεό!
Απελπιστικές στιγμές: Έλπιζε στον Θεό!
Αντίξοες στιγμές: Ακούμπα στον Θεό!
Μοναχικές στιγμές: Μίλα στον Θεό!
Ταραγμένες στιγμές: Κοίταξε τον Θεό!
Κάθε στιγμή: Ευχαρίστησε τον Θεό!

Δεν πρέπει να βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα!


Η σκληρή καθημερινότητα, οι φόβοι μας για το μέλλον, η μεγάλη αγάπη για την οικογένειά μας αλλά και οι εδραιωμένες απόψεις που έχουμε για κάποιους ανθρώπους ή καταστάσεις μάς κάνουν πολύ συχνά στείρους και αμετακίνητους σε αυτά που πιστεύουμε. Επειδή όμως, όπως λέει και η λαϊκή σοφία, “όλα τα δάχτυλα του χεριού δεν είναι τα ίδια” και κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, οφείλουμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο προσεκτικοί στα συμπεράσματά μας αλλά και περισσότερο ανεκτικοί σε κάποιες καταστάσεις, χωρίς να επηρεαζόμαστε -όσο μπορούμε- από τη γνώμη των άλλων για ένα θέμα. 

Αρκεί μόνοι μας να δούμε, να κρίνουμε και να αποφασίσουμε. Και το σημαντικότερο να μην είμαστε τόσο βιαστικοί στην κρίση μας γιατί γινόμαστε άδικοι… Κάτι τέτοιο συνέβη και στην ιστορία που θα διαβάσετε, καθώς τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται και ένα βιαστικό συμπέρασμα αδικεί κατά πολύ την πραγματικότητα… 

Ένας γιατρός μπαίνει βιαστικός στο νοσοκομείο, αφού τον κάλεσαν για μια επείγουσα χειρουργική επέμβαση. 
Απάντησε το συντομότερο δυνατόν, άλλαξε ρούχα και πήγε κατευθείαν στην αίθουσα του χειρουργείου.

Πηγαίνοντας προς το χειρουργείο βρήκε τον πατέρα του παιδιού που θα χειρουργούσε στην αίθουσα αναμονής.
Εκείνος, μόλις είδε το γιατρό, του φώναξε: 

-«Γιατί έκανες τόση ώρα να έρθεις; Δεν ξέρεις, ότι η ζωή του γιου μου είναι σε κίνδυνο; Δεν έχεις καμιά αίσθηση ευθύνης;»

Ο γιατρός χαμογέλασε και είπε: 
-«Συγνώμη που δεν ήμουν στο νοσοκομείο, αλλά ήρθα όσο μπορούσα πιο γρήγορα μόλις με κάλεσαν. Και τώρα ηρεμήστε για να κάνω και εγώ τη δουλειά μου». 

– «Να ηρεμήσω; Αν ήταν ο γιος σας τώρα σ’ εκείνο το δωμάτιο, θα ηρεμούσατε; Αν ο γιος σας πέθαινε τώρα, τι θα κάνατε;», είπε ο πατέρας οργισμένος.

Ο γιατρός χαμογέλασε λέγοντας: 
– «Θα κάνω ό,τι μπορώ και εσείς προσπαθήστε να ηρεμήσετε». 
– «Να δίνουμε συμβουλές όταν δεν μας αφορά κάτι είναι εύκολο…», μουρμούρισε ο πατέρας.

Το χειρουργείο πήρε κάποιες ώρες. Μετά από αυτό, ο γιατρός βγήκε χαρούμενος. 

– «Δόξα τω Θεώ, ο γιος σας σώθηκε», και χωρίς να περιμένει απάντηση από τον πατέρα, συνέχισε να περπατάει στο διάδρομο. 

– «Αν έχετε κάποια ερώτηση, ρωτήστε τη νοσοκόμα». 
– «Γιατί είναι τόσο αλαζόνας; Δεν μπορούσε να περιμένει λίγα λεπτά για να τον ρωτήσω για την κατάσταση του γιου μου;», ρώτησε τη νοσοκόμα αφού έφυγε ο γιατρός.

Η νοσοκόμα απάντησε με δάκρυα στα μάτια: 
– «Ο γιος του πέθανε χτες σε ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο. Όταν τον καλέσαμε για το γιο σας ήταν κοντά στο νεκρό παιδί του. Τώρα που σώθηκε ο γιος σας έφυγε τρέχοντας για να παραστεί στην κηδεία»!!!

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Ο διάβολος παρουσιάζεται ως άγγελος φωτός


Όποιος δεν έχει νιώσει την ανώτερη χαρά, την παραδεισένια, δεν έχει δηλαδή πνευματικές εμπειρίες, εύκολα μπορεί να πλανηθεί, αν δεν προσέξει. Ο διάβολος είναι πονηρός. 

Ερεθίζει λίγο την καρδιά του ανθρώπου και τον κάνει να αισθάνεται μια ευχαρίστηση, οπότε τον πλανάει, δίνοντας του την εντύπωση ότι η ευχαρίστηση αυτή είναι πνευματική, θεία. Κλέβει την καρδιά και νομίζει ο άνθρωπος ότι πάει καλά. «Δεν ένιωσα, ταραχή», λέει. Ναι, αλλά αυτό που ένιωσες δεν είναι η πραγματική, η πνευματική χαρά. Η πνευματική χαρά είναι κάτι ουράνιο.

Ο διάβολος μπορεί να παρουσιασθεί και σαν άγγελος ή σαν άγιος. Ο καμουφλαρισμένος δαίμονας σε άγγελο ή σε άγιο σκορπάει ταραχή- αυτό που έχει-,ενώ ο πραγματικός Άγγελος ή Άγιος σκορπάει πάντα χαρά παραδεισένια και αγαλλίαση ουράνια. 

Ο ταπεινός και καθαρός άνθρωπος, ακόμη και άπειρος να είναι, διακρίνει τον Άγγελο του Θεού από τον δαίμονα που παρουσιάζεται σαν άγγελος φωτός, γιατί έχει πνευματική καθαρότητα και συγγενεύει με τον Άγγελο. Ενώ ο εγωιστής και σαρκικός πλανιέται εύκολα από τον πονηρό διάβολο. 

Όταν ο διάβολος παρουσιάζεται σαν άγγελος φωτός, αν ο άνθρωπος βάλει έναν ταπεινό λογισμό, εξαφανίζεται. Ένα βράδυ στην Μονή Στομίου, μετά το Απόδειπνο, έλεγα την ευχή στο κελί καθισμένος σε σκαμνί. Για μια στιγμή ακούω όργανα και κλαρίνα σε ένα οίκημα που ήταν λίγο πιο πέρα για τους ξένους. Παραξενεύτηκα! 

«Τι όργανα είναι αυτά που ακούγονται τόσο κοντά!», είπα. Το πανηγύρι είχε περάσει. Σηκώνομαι από το σκαμνί και πηγαίνω στο παράθυρο να δω τι συμβαίνει έξω. Βλέπω ησυχία παντού. Τότε κατάλαβα ότι ήταν από τον πειρασμό, για να διακόψω την προσευχή. Γύρισα και συνέχισα την ευχή. Ξαφνικά ένα δυνατό φως γέμισε το κελί. 

Η οροφή εξαφανίστηκε, άνοιξε η σκεπή και φάνηκε μια στήλη φωτός που έφτανε μέχρι τον ουρανό. Στην κορυφή αυτής της φωτεινής στήλης φαινόταν το πρόσωπο ενός ξανθού νέου, με μακρά μαλλιά και γένια, που έμοιαζε με τον Χριστό. Επειδή έβλεπα το μισό πρόσωπο του, σηκώθηκα από το σκαμνί, για να το δω ολόκληρο. Τότε άκουσα μέσα μου μια φωνή: «Αξιώθηκες να δεις τον Χριστό». «Και ποιος είμαι εγώ ο ανάξιος, που αξιώθηκα να δω τον Χριστό;», είπα και έκανα τον σταυρό μου. Αμέσως το φως και ο δήθεν Χριστός χάθηκαν και είδα ότι η οροφή βρισκόταν στην θέση της.

Αν ο άνθρωπος δεν έχει το κεφάλι του πολύ καλά κλειδωμένο, μπορεί ο πονηρός να του βάλει λογισμό υπερηφανείας και να τον πλανέσει με φαντασίες και ψεύτικα φώτα, τα οποία δεν ανεβάζουν στον Παράδεισο, αλλά γκρεμίζουν στο χάος. Γι’ αυτό πρέπει να μη ζητάει ποτέ φώτα ή θεία χαρίσματα κ.λπ., αλλά μετάνοια. Η μετάνοια θα φέρει την ταπείνωση και μετά ο Καλός Θεός θα δώσει ό,τι του είναι απαραίτητο. 

Όταν ήμουν στο Σινά, στο ασκητήριο της Αγία Επιστήμης, μια φορά τα ταγκαλάκι πήγε να με …εξυπηρετήσει! Το ασκητήριο είχε τρία-τέσσερα σκαλάκια. Την νύχτα, όταν είχε αστροφεγγιά, πήγαινα στις σπηλιές και, για να κατέβω τα σκαλοπάτια, άναβα το τσακμάκι. Μια φορά πάω να ανάψω το τσακμάκι, δεν άναβε. Σε μια στιγμή βλέπω ένα φως σαν ένα βράχο σαν από δυνατό προβολέα, φαπ! Ω, φώτισε τα πάντα γύρω! «Να μου λείψουν τέτοια φώτα», είπα, και γύρισα πίσω. Αμέσως χάθηκε το φως. Βρε τον διάβολο, δεν ήθελε να φέξω με το τσακμάκι, για να κατεβώ! «Κρίμα δεν είναι, σου λέει, να παιδεύεται; Ας του δώσω εγώ φώτα»! Καλοσύνη του!

-Πώς καταλάβατε, Γέροντα, ότι δεν ήταν από τον Θεό;

-Εμ, καταλαβαίνεται. Φοβερό!

Άγιος Παΐσιος

Λογισμοί και πλάνη

agios-silouanos-o-athonitis-porto-lagos

Να θυμάσαι και να φοβάσαι δύο λογισμούς. Ο ένας λέει: «Είσαι άγιος» και ο άλλος: «Δεν θα σωθείς». Κι οι δύο αυτοί λογισμοί προέρχονται από τον εχθρό, και δεν έχουν αλήθεια μέσα τους. Εσύ, όμως, να σκέφτεσαι: «Εγώ είμαι μεγάλος αμαρτωλός, αλλά ο Ελεήμων Κύριος αγαπά πολύ τους ανθρώπους και θα συγχωρέσει και σ’ εμένα τις αμαρτίες μου».

Πίστευε έτσι, και θα γίνει σύμφωνα με την πίστη σου: Θα σε συγχωρήσει ο Κύριος. Μη βασίζεσαι, όμως, στους προσωπικούς σου αγώνες, έστω και αν είσαι μεγάλος ασκητής. Ένας ασκητής μου έλεγε: «Βεβαίως θα ελεηθώ, γιατί κάνω τόσες μετάνοιες την ημέρα». Όταν, όμως, ήρθε ο θάνατος, «διέρρηξε τα ιμάτιά του».

Όχι, λοιπόν, για τις ασκήσεις μας, αλλά δωρεάν, κατά τη χάρη Του ελεεί ο Κύριος. Ο Κύριος θέλει την ψυχή να είναι ταπεινή, άκακη, και να συγχωρεί τους πάντες με αγάπη· τότε και ο Κύριος συγχωρεί με χαρά. Ο Κύριος τους αγαπά όλους, και εμείς οφείλουμε να Τον μιμούμαστε και να αγαπούμε τους πάντες, και αν δεν μπορούμε, τότε πρέπει να Τον παρακαλούμε, και ο Κύριος δεν θα αρνηθεί, αλλά θα βοηθήσει με τη χάρη Του.

Όταν ήμουν ακόμα αρχάριος, γνώρισα την αγάπη του Θεού, που είναι απερίγραπτη. Η ψυχή αισθάνεται συν Θεώ και εν Θεώ, και το πνεύμα χαίρεται για τον Κύριο, έστω και αν το σώμα αποκάμνει από την αγαθότητα του Θεού. Μπορείς, όμως, να χάσεις αυτήν την χάρη και με έναν κακό λογισμό.

Με τον κακό λογισμό εισέρχεται μέσα μας μία εχθρική δύναμη, και τότε σκοτίζεται η ψυχή και τη βασανίζουν κακές σκέψεις. Τότε ο άνθρωπος αισθάνεται την απώλειά του και καταλαβαίνει ότι ο ίδιος, χωρίς τη χάρη του Θεού, είναι μόνο «γη και σποδός».

Η ψυχή που γνώρισε τον Κύριο, μαθαίνει από τη μακροχρόνια πείρα της, ότι, αν ο άνθρωπος ζει σύμφωνα με τις εντολές, τότε αισθάνεται, έστω και λίγο, τη χάρη μέσα του κι έχει παρρησία στην προσευχή. Αν, όμως, αμαρτήσει με κάποιον λογισμό και δεν μετανοήσει, τότε κρύβεται η χάρη και η ψυχή θρηνεί και οδύρεται ενώπιον του Θεού.

Έτσι η ψυχή διέρχεται όλη της τη ζωή στον αγώνα με τους λογισμούς. Εσύ, όμως, μη μένεις στην ακηδία εξαιτίας του αγώνα, γιατί ο Κύριος αγαπά τον ανδρείο αγωνιστή.

Πονηροί λογισμοί καταπονούν την υπερήφανη ψυχή, και αν δεν ταπεινωθεί, δεν θα βρει ανάπαυση από αυτούς. Όταν αμαρτωλοί λογισμοί σε πολιορκούν, φώναζε προς τον Θεό σαν τον Αδάμ: «Κύριε, Ποιητή μου και Πλάστη μου, βλέπεις ότι η ψυχή μου τυραννιέται από τους λογισμούς… Ελέησέ με». Και όταν στέκεσαι ενώπιον του Δεσπότου, να θυμάσαι πάντα ότι Αυτός θα εκπληρώσει όλα τα αιτήματά σου, αν είναι ωφέλιμα σε σένα.

Ήρθαν σύννεφα, κρύφτηκε ο ήλιος και σκοτείνιασε. Έτσι για ένα λογισμό υπηρηφάνειας στερείται η ψυχή τη χάρη και την καλύπτει το σκοτάδι. Αλλά και πάλι με έναν ταπεινό λογισμό επανέρχεται η χάρη. Αυτό το γνώρισα εκ πείρας.

Να ξέρεις ότι, αν ο λογισμός σου συνηθίζει να παρατηρεί ανθρώπους, πως ζει ο ένας ή ο άλλος, αυτό είναι ένδειξη υπηρηφάνειας.

«Πρόσεχε τον εαυτό σου». Παρατήρησε τον εαυτό σου και θα δεις: Μόλις η ψυχή αποκτήσει έπαρση έναντι του αδελφού, αμέσως ακολουθεί κάποιος λογισμός όχι ευάρεστος στον Θεό, και αυτό, για να ταπεινωθεί η ψυχή.

Αν, όμως, δεν ταπεινωθεί, τότε έρχεται ένας μικρός πειρασμός. Και αν πάλι δεν ταπεινωθεί, αρχίζει ο πόλεμος της σαρκός. Και αν πάλι δεν ταπεινωθεί, τότε πέφτει πάλι σε κάποιο μικρό αμάρτημα. Αν και τότε δεν ταπεινωθεί, θα έλθει μεγαλύτερη αμαρτία. Κι έτσι θα αμαρτάνει, ωσότου ταπεινωθεί.

Μόλις, όμως, ταπεινωθεί, αμέσως θα δώσει ο Ελεήμων Κύριος στην ψυχή ειρήνη και κατάνυξη, και τότε θα περάσουν όλα τα κακά και θα απομακρυνθούν όλοι οι εχθρικοί λογισμοί. Έπειτα, όμως, πρέπει να κρατάς με όλες σου τις δυνάμεις την ταπείνωση, αλλιώς θα ξαναπέσεις στην αμαρτία.

Βλέποντας ο Κύριος ότι η ψυχή δεν είναι στερεωμένη στην ταπείνωση, απομακρύνει τη χάρη, αλλά εσύ μη φοβάσαι: Η χάρη είναι μέσα σου, αλλά κρυμμένη. Μάθε να σταματάς αμέσως τους λογισμούς. Αν, όμως, ξεχάσεις και δεν τους διώξεις αμέσως, τότε πρόσφερε μετάνοια. Κοπίασε σε αυτό, για να αποκτήσεις τη συνήθεια. Η ψυχή αποκτά συνήθεια, αν την διδάξεις, και ενεργεί έτσι σε όλη της τη ζωή.

Ο αγαθός άνθρωπος έχει αγαθούς λογισμούς και ο πονηρός πονηρούς. Όλοι, όμως, οφείλουν να μάθουν τον πόλεμο με τους λογισμούς, και να μάθουν να μετατρέπουν τους κακούς λογισμούς σε αγαθούς. Αυτό είναι σημάδι πεπειραμένης ψυχής.

Ρωτάς πώς γίνεται αυτό;

Να! Όπως ο ζωντανός άνθρωπος αισθάνεται πότε κρυώνει και πότε ζεσταίνεται, το ίδιο και όποιος γνώρισε εκ πείρας το Άγιο Πνεύμα ακούει πότε υπάρχει στην ψυχή του η χάρη και πότε έρχονται τα πονηρά πνεύματα.

Ο Κύριος δίνει στην ψυχή τη σύνεση να αναγνωρίζει την έλευσή Του και να Τον αγαπά και να κάνει το θέλημά Του. Επίσης η ψυχή αναγνωρίζει τους λογισμούς του εχθρού όχι από την εξωτερική τους μορφή, αλλά από την επενέργειά τους στην ψυχή.

Οι εχθροί εύκολα εξαπατούν εκείνον που δεν έχει την πείρα αυτή. Οι εχθροί έπεσαν από υπερηφάνεια και μας παρασύρουν στην ίδια πτώση, υποβάλλοντας λογισμούς επαίνου. Και αν η ψυχή δεχθεί τον έπαινο, τότε η χάρη φεύγει, εφόσον δεν ταπεινώνεται η ψυχή. Και έτσι σε όλη τη ζωή ο άνθρωπος θα μαθητεύει στην ταπείνωση του Χριστού. Αν δεν το μάθει αυτό η ψυχή, δεν θα γνωρίσει ανάπαυση από τους λογισμούς και δεν θα μπορέσει να προσευχηθεί με καθαρό νου.



Από το βιβλίο, «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης»: 
Έκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου ΕΣΣΕΞ.

Ελεημοσύνη δε σημαίνει απλά το να δίνεις χρήματα


Ο Ιησούς Χριστός λέει: «Παντί τω αιτούντί σοι δίδου».
Αυτό σημαίνει πως πρέπει να ευεργετούμε και να ελεούμε όλους, χωρίς να διακρίνουμε τους ανθρώπους από την κατάστασή τους, το κοινωνικό παρελθόν τους ή τη θρησκεία τους. Πρέπει να δίνουμε την ελεημοσύνη μας στον καθένα που την έχει πραγματικά ανάγκη.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει πως πρέπει να είμαστε σπλαχνικοί προς τους φτωχούς και εκείνους που είναι δυστυχισμένοι από οποιαδήποτε αιτία. Σαν άνθρωποι πρέπει να δίνουμε την ελεημοσύνη μας στους άλλους ανθρώπους, οποία κι αν είναι η αιτία που τους κάνει να ζητιανεύουν, είτε είναι χήρες και ορφανά είτε εξορίστηκαν από την πατρίδα τους, είτε υποφέρουν από την αυταρχικότητα των κυβερνώντων είτε από τη σκληρότητα των προϊσταμένων, είτε από την απανθρωπιά των φοροεισπρακτόρων είτε από την απληστία των εχθρών, είτε από την αρπαγή της περιουσίας τους είτε από την απώλεια που είχαν λόγω ναυαγίου. 

Όλοι τους έχουν δικαίωμα και μερίδιο στη συμπάθειά μας. Κοιτάζουν με προσμονή τα χέρια σου, όπως κοιτάζουμε όλοι μας τα χέρια του Θεού όταν ζητάμε κάτι. Είναι πολύ καλύτερα ν’ ανοίξει κανείς το χέρι του σε κάποιον ανάξιο, παρά να στερήσει την ελεημοσύνη του από εκείνον που την έχει ανάγκη, από φόβο να μην απατηθεί.

Πρέπει να βοηθάμε τους ανθρώπους όχι από ματαιοδοξία ή από έπαρση κι αλαζονεία, όχι από την επιθυμία μας να μας ευχαριστούν και να μας ευγνωμονούν οι ευεργετούμενοι ή για να λάβουμε ανταπόδοση, αλλά με ανιδιοτέλεια, για να ευχαριστήσουμε το Θεό, αλλά κι από αγάπη για τον πλησίον μας. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει πως η ελεημοσύνη που μολύνθηκε από την αρρώστια της ματαιοδοξίας δεν είναι πια ελεημοσύνη, αλλά κομπασμός και σκληροκαρδία. Γιατί όταν δίνεις με υπερηφάνεια είναι σα να διασύρεις δημόσια τον αδελφό σου.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει στη δέκατη τρίτη ομιλία του στη Β΄ προς Κορινθίους Επιστολή πως η ελεημοσύνη δε συνίσταται μόνο στο να δίνεις χρήματα, αλλά και στο να τα δίνεις με αίσθημα χριστιανικής συμπάθειας. Πρέπει να κάνουμε το καλό και να παρέχουμε τη βοήθειά μας θεληματικά, πρόθυμα, καρδιακά, με σεβασμό και ανυπόκριτη αγάπη προς τους φτωχούς. Δεν πρέπει να μας κατέχει κανένα αίσθημα περιφρόνησης, αγανάκτησης ή οργής κι εκνευρισμού. «Έκαστος καθώς προαιρείται τη καρδία, μη εκ λύπης ή εξ ανάγκης· ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός» (Β’ Κορ. θ’ 7). «Διάθρυπτε πεινώντι τον άρτον σου και πτωχούς αστέγους εισάγε εις τον οίκον σου», λέει κι ο προφήτης Ησαΐας (κεφ. νη’ 7).

Κι όλα αυτά πρέπει να τα κάνεις με την καρδιά σου, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ο απόστολος Παύλος μας δίνει το μέτρο, πως πρέπει να ενεργούμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις: «ο παρακαλών, εν τη παρακλήσει, ο μεταδιδούς, εν απλότητι, ο προϊστάμενος, εν σπουδή, ο ελεών, εν ιλαρότητι» (Ρωμ. ιβ’ 8).

Όταν συμπεριφέρεσαι έτσι, η προθυμία σου θα διπλασιάσει την αξία της καλής σου πράξης. Όταν όμως η καλή αυτή πράξη γίνεται με λύπη ή από ανάγκη, δεν μπορεί να φέρει χαρά.

Όταν κάνεις το καλό πρέπει να έχεις χαρά, όχι θλίψη ή γογγυσμό. 

«Ελεημοσύνη δε σημαίνει απλά το να δίνεις χρήματα, λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αλλά να το κάνεις με ζήλο, με χαρά, με ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπο που δέχεται τη δωρεά σου. Αν κάποιος δε δίνει με τέτοια διάθεση, θα ήταν καλύτερα να μην έδινε τίποτα, γιατί τότε αυτό που δίνει δεν είναι ελεημοσύνη αλλά ανώφελο και άχρηστο έξοδο. Τότε μόνο λέγεται και είναι ελεημοσύνη μια καλή πράξη, όταν δίνεται με χαρά, όταν σκέφτεσαι πως από αυτά που δίνεις εσύ ωφελείσαι πολύ περισσότερο» (Ομιλία 1η στην προς Φιλιππησίους Επιστολή).


Το καλό πρέπει να το κάνεις χρησιμοποιώντας τη δική σου περιουσία κι όχι κάποιου άλλου, στην οποία δεν έχεις κανένα νόμιμο δικαίωμα. Και θα πρέπει να είναι περιουσία που αποκτήθηκε με τίμια δουλειά, όχι με κλοπές, άπατες και ψέματα. Για να δώσουμε πολλή ελεημοσύνη, πρέπει να περιορίσουμε τα έξοδά μας. 

Για παράδειγμα δεν πρέπει ν’ αγοράζουμε ακριβά κι εξεζητημένα πράγματα, εφόσον μπορούμε να κάνουμε και χωρίς αυτά. Γιατί αυτό που μας περισσεύει ανήκει στους φτωχούς κι όταν το ξοδεύουμε ασυλλόγιστα είναι σα να τους το αφαιρούμε. Πρέπει να κάνουμε πάντα το καλό και να βοηθάμε τους άλλους. Να μην περιορίζεται ο ζήλος μας αυτός από τις τυχόν δυσκολίες που θα συναντήσουμε στην άσκηση της ελεημοσύνης. 

Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Η πίστη σου κι η ελεημοσύνη σου να μη μειωθούν». Δε λέει να κάνεις το καλό μια φορά, δυο, τρεις, δέκα ή εκατό φορές, αλλά πάντα. «Το έργο αυτό να μην το εγκαταλείψεις» (Ομιλία στην προς Φιλιππησίους Επιστολή).

Όταν δίνεις ελεημοσύνη, καλό είναι να κάνεις διάκριση ανάμεσα στους πραγματικά φτωχούς και σε εκείνους που φαίνονται φτωχοί. 

Πρέπει να δίνεις όση περισσότερη βοήθεια μπορείς, ανάλογα με τη δύναμή σου. Πρέπει να δίνεις προτεραιότητα στους περισσότερο φτωχούς, σε εκείνους που αξίζουν περισσότερο τη βοήθειά σου, στους κοντινούς και τους συγγενείς σου πρώτα κι υστέρα στους ξένους.

Επειδή δεν είναι εύκολο να τα γνωρίζεις πάντα αυτά τα πράγματα με ακρίβεια, μερικοί εκκλησιαστικοί πατέρες μας συμβουλεύουν να εμπιστευόμαστε εκείνους που είναι έμπειροι για να μας πουν πού θα δώσουμε την ελεημοσύνη μας. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας γίνει πρόβλημα. Δεν πρέπει να ψάχνουμε πολύ το θέμα των φτωχών, γιατί έτσι μπορεί να στερήσουμε από τη βοήθειά μας και εκείνους που έχουν πραγματικά ανάγκη. 

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει πως δεν υπάρχει παράδειγμα κάποιου υπερβολικά ακριβοδίκαιου ανθρώπου που να έπεσε πάνω σ᾽ έναν άγιο. Υπάρχει όμως το αντίθετο, δηλαδή να συναντήσει κανείς έναν απατεώνα. Γι᾽ αυτό, εκείνο που σας συμβουλεύω είναι να ενεργούμε σε όλα με απλότητα.

Τέλος θα ήθελα να πω ότι δεν πρέπει να λογαριάζουμε πως κάνουμε κάτι σπουδαίο όταν δίνουμε ελεημοσύνη, αλλά μάλλον να πιστεύουμε πως απλά είμαστε διαχειριστές των αγαθών του Θεού. 

Ποτέ δε θα γίνεις τόσο γενναιόδωρος όσο ο Θεός, λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ακόμα κι αν μοιράσεις ολόκληρη την περιουσία σου, ακόμα κι αν μαζί με την περιουσία σου παραδώσεις και τον εαυτό σου πάλι δεν έκανες τίποτα σπουδαίο. Γιατί ό,τι κι αν δώσει ο άνθρωπος, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό, τα παίρνει πίσω από Εκείνον. 

Όσα περισσότερα και να Του δώσεις, εκείνα που θα σου γυρίσει πίσω θα είναι περισσότερα. Και βέβαια δεν πρόκειται να δώσεις τίποτα δικό σου, αφού «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον».

Ας κλείσουμε λοιπόν λέγοντας: «Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται».Μακάριοι κι ευτυχισμένοι είναι εκείνοι που είναι εύσπλαχνοι κι ελεούν τους φτωχούς, γιατί αυτοί θα ελεηθούν από το Θεό. Αχ! και να ήξερες τι μεγάλη ανταπόδοση σε περιμένει για την ελεημοσύνη που δίνεις στους φτωχούς! Θα σου δείξει ο Θεός έλεος κατά την ήμερα της κρίσης ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων και θα κληρονομήσεις τη βασιλεία των ουρανών που έχει ετοιμαστεί από καταβολής κόσμου. Αμήν.


Αγ. Ιωάννου της Κρονστάνδης, 
απόσπασμα από το βιβλίο «Οι Μακαρισμοί»

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

Απ’ ότι κάνει κανείς για τον Θεό, τίποτε δεν πάει χαμένο


Δεν γνωρίζω αν άλλη χριστιανική χώρα, όπως η Ελλάδα μας, έχη τόσα εξωκλήσια. Εξωκλήσια είναι τα εκκλησάκια που βρίσκονται έξω από πόλεις και χωριά.

Αυτά τα εκκλησάκια ήταν σημεία ευλαβικής αναφοράς και παρηγοριάς για τον ανθρώπου της υπαίθρου. Είχαν αγιάσματα με ιαματικά ύδατα. Είχαν άγιες εικόνες, που δάκρυζαν, χτυπούσαν, μιλούσαν, θαύματα ενεργούσαν.

Ήταν αποκούμπια του πονεμένου και κουρασμένου ανθρώπου. Αυτά ήταν γι’ αυτούς τα νοσοκομεία, τα καταφύγια στον πόνο και τις στενοχώριες της πικρής ζωής. Ήταν κτισμένα έπειτα από κάποιο όνειρο, κάποια οπτασία ή κάποιο τάμα. Οικοδομήθηκαν από φτωχούς χειρώνακτες, τις περισσότερες φορές με τους δικούς τους κόπους. 

Αρχιτέκτων ήταν η βαθιά τους ευλάβεια, γι’ αυτό και ήσαν όμορφα, γουστόζικα. Η κάθε γωνιά και η κάθε πέτρα έχει τοποθετηθεί με μεράκι. Και οι άνθρωποι που τα συντηρούν και ανάβουν τα κανδηλάκια και τα ευτρεπίζουνε στο διάβα του χρόνου είναι όμορφοι, ευλαβείς, προσηνείς.


Διηγείτο ο γερ- Αργύρης από το Αγιονέρι Κοζάνης πως ο Άγιος Αθανάσιος έχει αγίασμα και πολλές ιάσεις επιτελεί. Ένας νέος, που στα μικρά του χρόνια άναβε με την μητέρα του τα καντήλια του Αγίου Αθανασίου, πήγε στην Αμερική για μια καλύτερη τύχη. Εκεί παρέλυσαν τα κάτω άκρα του. Οι γιατροί καμμιά βοήθεια δεν του προσέφεραν. Μια ευλογημένη νύχτα βλέπει στον ύπνο του έναν αρχιερέα με κατάλευκα γένια.

- Παιδί μου, με γνωρίζεις; Είμαι ο άγιος Αθανάσιος από το Αγιονέρι. Έλα και σ’ εμένα κι εγώ θα σε γιατρέψω.

Πράγματι, επέστρεψε στην Ελλάδα, έκανε Λειτουργία στον Άγιο Αθανάσιο, κρέμασε τις πατερίτσες του στην εικόνα κι από τότε βαδίζει χωρίς καμμιά δυσκολία.

Ο ίδιος διηγείτο ακόμη:
- Πήγα κάποτε ν’ ανάψω τα καντήλια του Αγίου. Όταν έφθασα με το γαϊδουράκι μου στην πόρτα, ψάχτηκα και διαπίστωσα πως ξέχασα τα κλειδιά. Η πόρτα βαρειά, ξύλινη με γύφτικους μεντεσέδες. Τι να έκανα; Το πήγαιν’ έλα από το χωριό δεν ήταν εύκολο. 

Την ώρα που πήγα να κρεμάσω το λαδικό στο καρφί του τοίχου της εκκλησίας ακούστηκε δυνατός κρότος. Άνοιξε η πόρτα! Όταν τελείωσα τις προσευχές μου και την αποστολή μου, με τον ίδιο τρόπο έκλεισαν οι πόρτες και έφυγα για το σπίτι μου, κρατώντας αναμμένη την δάδα της πίστεως. Το φως το πήρα από το καντηλάκι του αγίου Αθανασίου, γι’ αυτό δε μου έσβησε ποτέ.

Αυτή η επίσκεψη στο ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, παρ’ όλο που δεν συναντούσε μήτε ψάλτη μήτε παπά μήτε ιεροκήρυκα, καλλιέργησε την ψυχή του, τράνεψε την πίστη του και του προσέδωσε βαθειά ευλάβεια.

Στον πόλεμο του '40 πολέμησε στην πρώτη γραμμή. Ο βασιλιάς Παύλος τον παρασημοφόρησε. Έχασε όμως όλη του την πτέρνα. Όταν ησύχασαν τα πράγματα, τον προέτρεπαν να περάση επιτροπή για σύνταξη και απαντούσε ο άνθρωπος του Θεού:

- Αν πάρω χρήματα, θα χάσω ότι κέρδισα: Εγώ, παιδιά μου, έβλεπα την Παναγία. Σώθηκα από βέβαιο θάνατο. Δεν λύγισα. Δεν φοβήθηκα. Αυτά είναι τα παράσημά μου.

Απ’ ότι κάνει κανείς για τον Θεό, τίποτε δεν πάει χαμένο. Ο άνθρωπος δεν χαριτώνεται μόνον με την διδαχή, αλλά και με κάθε ευσέβεια που δεν καταντά ευσεβισμός. Και το καντήλι και το κερί και το λιβάνι και το πρόσφορο και ο άρτος γίνονται μάννα ουράνιο που θρέφει την ψυχή. Μακάρι να μη λείψουν από κανένα ορθόδοξο σπίτι. Αμήν.


Από το βιβλίο«Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος

Πώς θα έχουμε πνευματική ωφέλεια από τις βιοτικές ασχολίες


Εμπνευσμένος από τον επίσκοπο Τύχωνα, συνέταξα και σου στέλνω την ακόλουθη εποικοδομητική διδαχή για το πώς το καθετί μπορεί να μεταβληθεί σε συνήγορο της θείας Αληθείας και να μας θυμίζει τον Θεό.

Μου έγραψες πως οι οικιακές ασχολίες αποσπούν την σκέψη σου από τον Θεό. Σου υπέδειξα τι να κάνεις, ώστε να μη συμβαίνει αυτό. Δεν αναφέρθηκες, ωστόσο, σε κάτι άλλο, που συνήθως απομακρύνει το νου από τον Θεό. Είναι το γεγονός ότικάθε εξωτερικό πράγμα ενεργεί πάνω στις αισθήσεις, τραβάει την προσοχή μας και την αποσπά από τον Θεό. 

Υπάρχει κάποια μέθοδος, με την οποία μπορούμε όχι μόνο να αποτρέψουμε τη μαγνήτιση του νου από τα αισθητά αντικείμενα, αλλά και να κατορθώσουμε την αναγωγή του, μέσω των αντικειμένων, στον Θεό. Πώς; Αναθεωρώντας με πνευματική αίσθηση όλα όσα αντιλαμβανόμαστε με τις σωματικές αισθήσεις μας. Σύμφωνα με τη νέα θεώρηση των πραγμάτων, καθετί υλικό θα αποκαλύπτει στο νου σου μια πνευματική αλήθεια. Να μερικά παραδείγματα:

Βλέπεις ένα λεκέ σε λευκό φόρεμα και λυπάσαι γι’ αυτό. Συλλογίσου τότε πόση είναι η λύπη του Κυρίου, των αγγέλων και των αγίων, όταν βλέπουν τους λεκέδες της αμαρτίας στις ψυχές μας, που δημιουργήθηκαν άσπιλες «κατ’ εικόνα Θεού», ανακαινίστηκαν στην κολυμβήθρα του Βαπτίσματος και καθαρίστηκαν με τα δάκρυα της μετάνοιας.

Βλέπεις τα μικρά παιδιά, όταν οι γονείς τους τ’ αφήνουν μόνα, να τρέχουν πέρα-δώθε και να χαλάνε τον κόσμο. Σκέψου τότε ότι κάπως έτσι κάνουν και οι ψυχές μας, όταν απομακρυνθούν από τον Θεό και χάσουν τον φόβο Του. 

Μυρίζεις ένα τριαντάφυλλο και ευφραίνεσαι∙ μυρίζεις, απεναντίας, κάτι άλλο, που έχει δυσάρεστη οσμή, και γυρίζεις αλλού το πρόσωπό σου με αηδία. Σκέψου τότε ότι κάθε ψυχή αναδίδει κάποιαν οσμή, η αγαθή ψυχή ευχάριστη και η εμπαθής ψυχή δυσάρεστη. Οι άγγελοι και οι άγιοι του Θεού, μερικές φορές ακόμα και οι δίκαιοι άνθρωποι πάνω στη γη, αισθάνονται αυτή την οσμή. Για τις εύοσμες ψυχές χαίρονται, ενώ για τις δύσοσμες λυπούνται.

Οποιοδήποτε πράγμα ή γεγονός μπορεί να γίνει αφορμή για πνευματικές σκέψεις. Διαφορετικές σε κάθε άνθρωπο. Όλα όσα σε περιβάλουν μπορούν να σου χρησιμεύουν για τον σκοπό αυτό. Άρχισε από το σπίτι σου και ξανακοίταξε με πνευματικό βλέμμα το καθετί εκεί μέσα –τους τοίχους, τη στέγη, τα θεμέλια, τα παράθυρα, το φούρνο, τα τραπέζια, τις καρέκλες, τους καθρέφτες κ.λπ. Συνέχισε με τα πρόσωπα που ζουν ή έρχονται στο σπίτι σου - τους γονείς σου, τ’ αδέλφια σου, τους υπηρέτες, τους επισκέπτες. 

Κάνε το ίδιο με τα γεγονότα της καθημερινής ζωής - το πρωινό ξύπνημα, την ανταλλαγή χαιρετισμών, το γεύμα, τη δουλειά, την αναχώρηση, την επιστροφή, το κολατσιό, την ψυχαγωγία, το τραγούδι, την ημέρα, τη νύχτα, τον ύπνο κ.ο.κ. Σου συνιστώ να διαβάσεις άλλο ένα σύγγραμμα του επισκόπου Τύχωνος, το τετράτομο έργο «Πνευματικός Θησαυρός». Θα διδαχθείς πολλά απ’ αυτό για το προκείμενο ζήτημα.

Έτσι το κάθε πράγμα ή γεγονός θα είναι για σένα κάτι σαν ιερό βιβλίο ή κεφάλαιο από ιερό βιβλίο. Κάθε αντικείμενο, κάθε ασχολία, κάθε έργο θα σε κάνει να σκέφτεσαι τον Θεό. Θα κινείσαι μέσα στον υλικό κόσμο σαν σε κόσμο πνευματικό. Όλοι θα σου μιλούν για τον Θεό. Όλα θα κρατούν τον νου σου προσηλωμένο σ’ Αυτόν. Κι αν σ’ αυτή τη μνήμη προσθέτεις κάθε φορά και τον φόβο του Θεού και το δέος μπροστά στην άπειρη μεγαλοσύνη Του, τότε τι άλλους δασκάλους και συμβούλους χρειάζεσαι;

Χρειάζεσαι βέβαια μόχθο και αγώνα τόσο του νου όσο και της καρδιάς. Μόχθησε, λοιπόν, και αγωνίσου. Μη λυπάσαι τον εαυτό σου, γιατί δεν θα πετύχεις τίποτα. Μη λυπάσαι τον εαυτό σου, και θα σωθείς. Όλοι σχεδόν μοχθούμε υπερβολικά, καμιά φορά και εξουθενωτικά, για την επίτευξη επίγειων σκοπών. 

Δεν κάνουμε, όμως, το ίδιο για την επίτευξη του υψίστου, του μοναδικού, θα έλεγα, σκοπού της ζωής μας, που είναι η σωτηρία. Νομίζουμε ότι, για να σωθούμε, φτάνει να σκεπτόμαστε και να ποθούμε τη σωτηρία. Κάθε άλλο. Η υπόθεση της σωτηρίας, επειδή ακριβώς είναι η σπουδαιότερη της ζωής μας, είναι και η δυσκολότερη. Γι’ αυτό απαιτεί αγώνα. Αγωνίσου για τον Κύριο, και πολύ σύντομα θα δεις τους καρπούς. Αν, απεναντίας, δεν αγωνιστείς, θα μείνεις με άδεια χέρια και θα είσαι ανάξια της σωτηρίας. Ο Θεός να μην το δώσει! 


(Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ, 
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ γράμματα σε μια ψυχή», 
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΙΙΚΗΣ)

Ὁ πόλεμος που ἄναψε ὁ Χριστός


Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένου ἀπό τά “Πνευματικά Γυμνάσματα” 
τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου



Συλλογίσου, ἀγαπητέ, τό νοητό πόλεμο, πού ἦρθε ν’ ἀνάψει στόν κόσμο ὁ Κύριός μας, ὅπως λέει ὁ Ἴδιος: «Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν» (Ματθ. 10, 34). 

Σ’ αὐτόν τόν πόλεμο δές τό λυτρωτή μας Ἰησοῦ σάν ἕνα ἀρχιστράτηγο καί βασιλιά πολύ ἔνδοξο καί δυνατό, σοφό κι ἀξιαγάπητο, συντροφιασμένο μ’ ὅλους τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους. Ἕνα βασιλιά, πού δέν θέλει νά ἐπιβαρύνει τό λαό του μέ φόρους καί χαράτσια γιά νά πλουτίσει ὁ ἴδιος, ἀλλά γίνεται αὐτός φτωχός γιά νά πλουτίσει ἐκείνους. Συλλογίσου τόν Ἰησοῦ μας σάν ἕνα βασιλιά, πού ἔχει ὅλα τά προνόμια καί τά χαρίσματα τόσο τῆς θεϊκῆς ὅσο καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καί τά προσφέρει γιά τό καλό τῶν ὑπηκόων του. 

Γιατί ὁ Χριστός ὄχι μόνο σάν Θεός ἀλλά καί σάν ἄνθρωπος εἶναι Βασιλιάς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων, ὅπως τό βεβαιώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στήν Ἀποκάλυψη: «Καί ἔχει ἐπί τό ἱμάτιον καί ἐπί τόν μηρόν αὐτοῦ ὄνομα γεγραμμένον, Βασιλεύς βασιλέων καί Κύριος κυρίων» (19, 16).

Ὕστερα ἀπ’ αὐτά σκέψου, ὅτι ὁ Βασιλιάς αὐτός καλεῖ στόν πόλεμο ὅλους τούς ἀνθρώπους, καί σένα προσωπικά. Μᾶς προσκαλεῖ γιά νά πολεμήσουμε τούς ἐχθρούς μας, δηλαδή τή σάρκα, τόν κόσμο καί τόν διάβολο. Στόν πόλεμο αὐτό ὁ Βασιλιάς πηγαίνει μπροστά ἀπ’ ὅλους, ὅπως εἶναι γραμμένο:

«Ἐγώ ἔμπροσθέν σου πορεύσομαι καί ὅρη ὁμαλιῶ, θύρας χαλκᾶς συντρίψω καί μοχλούς σιδηρούς συγκλάσω καί δώσω σοι θησαυρούς σκοτεινούς, ἀποκρύφους, ἀοράτους ἀνοίξω σοι» (Ἡσ. 45, 2-3). Σ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ πολέμου, εἶναι ὁ πρῶτος πού ἀντιμετωπίζει τούς κινδύνους καί δέχεται τίς πληγές στίς μάχες. Μόλις ὅμως τελειώσει ὁ πόλεμος, ἡ νίκη καί τά στεφάνια καί τά λάφυρα ἀνήκουν ὅλα στούς στρατιῶτες.

Ἦρθε λοιπόν ὁ Κύριος στή γῆ. Ζώντας μέσα στή φτώχεια, στίς θλίψεις, στήν καταφρόνηση, καί πεθαίνοντας τελικά μέ σταυρικό θάνατο, νίκησε καί τούς τρεῖς ἐχθρούς μας.

Νίκησε τόν κόσμο, γι’ αὐτό καί ἔλεγε: “Θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον” (Ἰω. 16, 33).

Νίκησε τόν διάβολο, γι’ αὐτό καί ἔλεγε: “Νῦν κρίσις ἐστί τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω” (Ἰω. 12, 31)

Νίκησε καί τή σάρκα, γι’ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: “Ὁ Θεός τόν ἑαυτοῦ Υἱόν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκός ἁμαρτίας καί περί ἁμαρτίας, κατέκρινε τήν ἁμαρτίαν ἐν τή σαρκί” (Ρωμ. 8, 3).

Ἔτσι ἀκολούθησαν ἀναρίθμητες ψυχές στά θριαμβευτικά ἴχνη τῶν παραδειγμάτων τοῦ Κυρίου, καί ἀφοῦ πολέμησαν τούς ἐχθρούς πού ἀναφέραμε, τώρα θριαμβεύουν μαζί Του στόν παράδεισο.

Ὤ, τί νόμος παράδοξος γιά πόλεμο! Στούς ἐπιγείους πολέμους οἱ στρατιῶτες πολεμοῦν καί ὁ βασιλιάς ἡσυχάζει. Ἀλλά τά ὀφέλη ἀπό τή νίκη τά καρπώνεται ὁ βασιλιάς. Στόν πνευματικό πόλεμο, ἀντίθετα, πρῶτος πολεμάει ὁ Βασιλιάς καί ἀκολουθοῦν οἱ στρατιῶτες. Ἀλλά τά ὀφέλη εἶναι τῶν στρατιωτῶν!

Τώρα ἐσύ τί κάνεις; Ἀνταποκρίνεσαι στό κάλεσμα τοῦ Κυρίου γι’ αὐτό τόν πόλεμο; Ὁ πόλεμος εἶναι σύντομος, μά ἡ νίκη καί ἡ ἀπόλαυση αἰώνια. Οἱ ἐχθροί πού θέλει νά ὑποτάξει ὁ Ἰησοῦς, εἶναι ἐχθροί περισσότερο δικοί σου παρά δικοί Του. Γιατί Ἐκείνου δέν μποροῦν νά Τοῦ στερήσουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν τούς νικήσεις.

Σήκω λοιπόν καί πάρε μιά σταθερή ἀπόφαση ν’ ἀκολουθήσεις πιστά τόν Κύριο καί νά Τόν μιμηθεῖς σέ ὅλα. Νά ντραπεῖς γιά τήν προηγούμενη ζωή σου, πού ἦταν ἀντίθετη στή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή εἶχες ἐχθρούς τους φίλους Ἐκείνου – τή φτώχεια καί τούς φτωχούς, τίς θλίψεις καί τούς θλιμμένους, τίς καταφρονήσεις καί τούς καταφρονεμένους – κι ἐμοίασες ἔτσι περισσότερο στόν Ἑωσφόρο, τόν ἀρχηγό τῶν κολασμένων, παρά στό δεσπότη Χριστό, τόν ἀρχηγό τῶν σωσμένων. Ἄλλαξε ἀπό τώρα τακτική. Κάνε φίλους ὅσους εἶχες μέχρι σήμερα ἐχθρούς. Καί κάνε ἐχθρούς ὅσους εἶχες μέχρι σήμερα φίλους, στρέφοντας ἐναντίον τους ὅλα τά πνευματικά ὅπλα γιά νά τούς νικήσεις.

Ἐπειδή ὅμως ἡ νίκη, πού ἀκολουθεῖ τό νοητό αὐτό πόλεμο, δίνεται ἀπό τόν Κύριο –ὅπως εἶναι γραμμένο: “ἵππος ἑτοιμάζεται εἰς ἡμέραν πολέμου, παρά δέ Κυρίου ἡ βοήθεια” (Παρ. 21, 31)-, παρακάλεσε τόν Κύριο νά σέ φωτίσει μέ τή Χάρη Του, ὥστε νά βλέπεις μέ ἄλλα μάτια τούς σταυρούς καί τά βάσανα πού σοῦ στέλνει. Ζήτησέ Του νά σοῦ δίνει δύναμη, γιά νά ὑπομένεις τίς δυσκολίες ἀγόγγυστα καί πρόθυμα, σάν μιμητής καί ἀκόλουθός Του. 

Νά σκέφτεσαι, πώς ὅλες οἱ δοκιμασίες εἶναι πολύτιμες καί ἀξιοζήλευτες, γιατί εὐλογήθηκαν μέ τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ. Κι ἄν στήν προσωρινή αὐτή ζωή μιμηθεῖς τόν Ἰησοῦ ὑπομένοντας τίς θλίψεις, θά Τόν ἀπολαύσεις ἀργότερα γιά πάντα, καί θά εὐφραίνεσαι μαζί Του στήν Αἰώνια Βασιλεία Του, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος: “εἰ ὑπομένομεν, καί συμβασιλεύσομεν” (Β΄ Τιμ. 2, 12).

Συλλογίσου τώρα, ἀγαπητέ, ὅτι τριῶν εἰδῶν ἄνθρωποι ἀκολουθοῦν τό Χριστό στόν πόλεμο αὐτό.

Στήν πρώτη τάξη ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πού Τόν ἀκολουθοῦν μόνο μέ τό λογισμό. Αὐτοί στέκονται ἀπό μακριά, θαυμάζουν τό μεγαλεῖο του πολέμου, ἀλλά δέν παίρνουν ποτέ ἀπόφαση νά πιάσουν τά ὅπλα, νά πολεμήσουν καί νά νικήσουν. Δηλαδή δέν θέλουν νά μιμηθοῦν τό παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νικημένοι ἀπό τήν ψυχρότητα καί τήν ἀπραξία.

Στή δεύτερη τάξη ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πού πιάνουν τ’ ἅρματα καί βγαίνουν στόν πόλεμο, ἀλλά πολεμοῦν ὅπως τούς ἀρέσει. Μεταχειρίζονται ὅλα τά πολεμικά μέσα, πού θεωροῦν οἱ ἴδιοι σωστά καί ὄχι ἐκεῖνα πού εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θέλουν νά πηγαίνουν μπροστά ἀπό τόν Κύριο, ὄχι νά Τόν ἀκολουθοῦν. Καί νομίζουν ὅτι θά νικήσουν τά πάθη τους καί τό διάβολο μέ τήνἀναπαυτική ζωή, τήν ἰδιορρυθμία καί τήν ὑπερηφάνεια.

Στήν τρίτη τάξη ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πού, μολονότι γνωρίζουν ὅτι καί τό καλό τῆς ψυχῆς τους καί ὅλη ἡ δόξα πού μπορεῖ ν’ ἀποδοθεῖ στό Θεό βρίσκονται στή μίμηση τοῦ παραδείγματος τοῦ Χριστοῦ, ἐντούτοις δέν προχωρᾶνε στόν πόλεμο παρά μόνο μέ τίς συμβουλές καί ὁδηγίες τῶν πνευματικῶν τους πατέρων, κόβοντας ἔτσι τό θέλημά τους.

Ἡ πρώτη τάξη εἶναι ψυχρή καί ἀργή. Ἡ δεύτερη εἶναι χλιαρή καί ὀκνηρή. Ἡ τρίτη εἶναι θερμή καί ἐπιμελής.

Τώρα ἐσύ, ἀδελφέ, σέ ποιά τάξη ἀνήκεις;

Ἄν εἶσαι στήν πρώτη, ἀλλοίμονο σέ σένα! Γιατί, ἀπό τήν ὥρα πού ἔλαβες τό βάπτισμα, ἔταξες στό Θεό νά πολεμήσεις τά πάθη σου καί τό διάβολο. Ἐσύ ὅμως στέκεσαι μακριά, ἀργός. Δέν πιάνεις τά ὄπλα νά πολεμήσεις. Καί ξεχνᾶς, ταλαίπωρε, πώς ἄν δέν πολεμήσεις καί νικήσεις τούς ἐχθρούς ἐδῶ, αὐτοί θά σέ θανατώσουν αἰώνια. Δέν γνωρίζεις, ὅτι χωρίς ἀγώνα δέν κερδίζονται ἔπαθλα καί βραβεῖα; Ποιός νίκησε ποτέ κοιμισμένος ἤ ἄπρακτος; Ἤ ποιός μέ τρυφές καί ξεφαντώματα στεφανώθηκε; “Τίς καθεύδων τρόπαιον ἔστησεν; ἤ τίς τρυφῶν καί καταυλούμενος κατεκοσμήθη στεφάνοις;”, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος.

Ἄφησε λοιπόν τήν ὀκνηρία, ἀγαπητέ, πιάσε τ’ ἅρματα καί πολέμησε τούς θανάσιμους ἐχθρούς σου. Μήν κάθεσαι ἀμέριμνος, βλέποντας τούς ἄλλους νά πολεμοῦν, γιά νά μήν ἀκούσεις κι ἐσύ ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Μωϋσῆς στίς φυλές Γάδ καί Ρουβήν: “Οἱ ἀδελφοί ὑμῶν πορεύονται εἰς τόν πόλεμον, καί ὑμεῖς καθήσεσθε αὐτοῦ;” (Ἀριθ. 32, 6).

Ἄν πάλι ἀνήκεις στή δεύτερη τάξη, τότε οὔτε θερμός εἶσαι οὔτε ψυχρός, ἀλλά χλιαρός. Γι’ αὐτό τόν ἄνθρωπο λέει ὁ Θεός στήν Ἀποκάλυψη: “Ὅτι χλιαρός εἶ καί οὔτε ζεστός, οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματος Μου” (3, 16). Κι αὐτό θά γίνει τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὅταν ὁ Κύριος θά πεῖ σ’ ὅλους τούς πνευματικά νωθρούς τά φοβερά τοῦτα λόγια: “Οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τήν ἀνομίαν” (Ματθ. 7, 22). Γιατί ὅμως θά πεῖ καί σέ σένα τά ἴδια;

Γιατί θέλεις μέν τήν ἀρετή, ἀλλά χωρίς κόπο. Θέλεις νά κάνεις τό καλό, ἀλλά δέν θέλεις νά λυπήσεις τόν κόσμο. Θέλεις νά κόψεις τίς κακές σου συνήθειες, ἀλλά δέν θέλεις νά πιεστεῖς. Θέλεις νά ὑπηρετεῖς τό Θεό, ἀλλά μόνο μέ λόγια. Κοντολογῆς, θέλεις ταυτόχρονα μέ τό ἴδιο μάτι νά βλέπεις καί τόν οὐρανό καί τή γῆ. Κι ἄν ποτέ ἀποφασίσεις νά νικήσεις κανένα ἐλάττωμα ἤ πάθος σου, πιάνεις τά ὅπλα καί πολεμᾶς ὅπως σοῦ ἀρέσει, κατά τό θέλημά σου καί τή φαντασία σου. Θέλεις νά διώξεις τό πάθος πού σέ πειράζει λιγότερο, καί ἀφήνεις ἐκεῖνο πού σ’ ἔχει κυριεύσει περισσότερο.

Ὁ Χριστός σέ καλεῖ νά μεταβάλεις τόν ἑαυτό σου, κι ἐσύ ἀλλάζεις μόνο τήν ἐξωτερική σου στάση, χωρίς ν’ ἀνακαινίζεσαι ἐσωτερικά. Δέν φτάνει ὅμως νά πολεμάει κανείς, ἀλλά πρέπει νά πολεμάει σωστά καί οὐσιαστικά: “Ἐάν δέ καί ἀθλῇ τις οὐ στεφανοῦται, ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ” (Β΄ Τιμ. 2, 5).

Νά ντραπεῖς λοιπόν γιά τήν ἀκαταστασία καί τή ρηχότητά σου. Κι ἀπό δῶ καί πέρα ν’ ἀφήσεις ὁλόκληρο τόν ἑαυτό σου στά χέρια τοῦ Κυρίου, κάνοντας πάντα τό δικό Του θέλημα καί λέγοντας μ’ ὅλη σου τήν καρδιά: “Ἀκολουθήσω Σοι ὅπου ἐάν ἀπέρχῃ, Κύριε” (Λουκ. 9, 57).



(Ἀπό τό βιβλίο «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ», 
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Δοξαστικόν Ἑωθινόν ΣΤ΄


(Ζωντανή ἠχογράφηση στον Ι.Ν. Παντανάσσης Κατερίνης
σήμερα, Κυριακή Α΄ Λουκᾶν, 27 Σεπτεμβρίου 2015)


ΕΩΘΙΝΟΝ ΣΤ’ Ἦχος πλ. β’
Δόξα Πατρί…

Ἡ ὄντως εἰρήνη σὺ Χριστέ, πρὸς ἀνθρώπους Θεοῦ, εἰρήνην τὴν σὴν διδούς, μετὰ τὴν Ἔγερσιν Μαθηταῖς, ἐμφόβους ἔδειξας αὐτούς, δόξαντας πνεῦμα ὁρᾶν. Ἀλλὰ κατέστειλας τὸν τάραχον αὐτῶν τῆς ψυχῆς, δείξας τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας σου, πλὴν ἀπιστούντων ἔτι, τῇ τῆς τροφῆς μεταλήψει, καὶ διδαχῶν ἀναμνήσει, διήνοιξας αὐτῶν τὸν νοῦν, τοῦ συνιέναι τὰς Γραφάς, οἷς καὶ τὴν Πατρικὴν ἐπαγγελίαν καθυποσχόμενος, καὶ εὐλογήσας αὐτούς, διέστης πρὸς οὐρανόν. Διὸ σὺν αὐτοῖς προσκυνοῦμέν σε, Κύριε δόξα σοι.

Ἑβδομαδιαῖον Πρόγραμμα Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν


Κυριακάτικο Κήρυγμα


Κυριακή Α' Λουκά 
(Λουκ. 5, 1-11) 

Στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή ο Ευαγγελιστής Λουκάς μάς περιγράφει την κλήση του Πέτρου, του Ιακώβου και του Ιωάννη. Ο Χριστός, αφού χρησιμοποίησε το πλοίο του Πέτρου για να κηρύξει στο λαό, τον διατάζει να ρίξει στη θάλασσα το δίχτυ. 

Κι εκείνος, παρά τον κόπο της προηγούμενης νύχτας, που μάλιστα δεν είχε αποδώσει καρπούς, από σεβασμό και υπακοή προς τον Διδάσκαλο έριξε τα δίχτυα στη θάλασσα και έπιασε τόσα πολλά ψάρια, που ήρθαν και ο Ιάκωβος με τον Ιωάννη με το δικό τους πλοίο να βοηθήσουν στην ανέλκυση των ψαριών, που γέμισαν και τα δύο πλοία σε βαθμό που σχεδόν να βυθίζονται. 

Μπροστά σε τούτο το αδιαμφισβήτητο θαύμα, που γέμισε δέος και κατάπληξη όλους τους ψαράδες, ο Πέτρος πέφτει και προσκυνεί τον Ιησού. Και ο Κύριος τον καλεί στο εξής να γίνει αλιέας ανθρώπων, να γίνει δηλαδή μαθητής Του και απόστολος του Ευαγγελίου. Χωρίς δεύτερη σκέψη, τόσο ο Πέτρος όσο και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, παράτησαν στην ακτή και τα πλοία τους και τα ψάρια και ακολούθησαν τον Χριστό, αποδεχόμενοι την πρόσκληση που τους έκαμε. 

Στην διήγηση αυτή βλέπουμε κάποια στοιχεία της προσωπικότητας των αγίων Αποστόλων, τα οποία όχι μόνο διέκρινε ο Χριστός προκειμένου να τους προσκαλέσει να γίνουν μαθητές Του, αλλά αποτελούν και απαραίτητες προϋποθέσεις για τον καθένα μας, προκειμένου να είναι και να λογίζεται χριστιανός. Και αυτά δεν είναι άλλα από την απλότητα της καρδιάς, την υπακοή στο θέλημα του Θεού, την πίστη και την προθυμία. 

Ο Χριστός ζητάει από τον Πέτρο να ρίξει πάλι τα δίκτυα στη θάλασσα. Ο απλός ψαράς της Γεννησαρέτ με απλότητα, χωρίς να προβάλλει αντιρρήσεις ότι είναι αδύνατον τέτοια ώρα να πιάσουν ψάρια, υπακούει στην προτροπή του Χριστού. Χωρίς να σκεφτεί τον κόπο, πρόθυμα «χαλάει» το δίχτυ και όταν βλέπει το μέγεθος του θαύματος, με πίστη πέφτει και προσκυνεί τον Χριστό. 

Η Πίστη του πάλι είναι που του υπαγορεύει, όπως και στους άλλους δύο φίλους του ψαράδες, πρόθυμα και χωρίς ενδοιασμό να εγκαταλείψουν τα πάντα και να ακολουθήσουν τον Διδάσκαλο. 

Αν κοιτάξουμε την ιστορία της Εκκλησίας θα διαπιστώσουμε ότι τα στοιχεία αυτά, η πίστη δηλαδή, η απλότητα, η υπακοή και η προθυμία, είναι κοινά σε όλους τους αγίους, σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που έβαλαν πάνω από τον εαυτό τους το Χριστό και την Εκκλησία. Είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που τους επέτρεψαν να ζουν και να κινούνται επάνω στη γη και παράλληλα να είναι πολίτες του Ουρανού. Είναι τα στοιχεία εκείνα που έχουμε όλοι μας ανάγκη προκειμένου να μη χάνουμε τον προσανατολισμό μας μέσα στον ωκεανό της ζωής και της βιοπάλης και να μην καταποντιζόμαστε από την καθημερινότητα. 

Η ζωή μας χρειάζεται πίστη. Χωρίς την πίστη στο Θεό, ο κάθε άνθρωπος τελικά μένει μόνος του επάνω στη γη, έρμαιο των περιστάσεων και των πειρασμών του βίου. Χωρίς την πίστη δεν έχει ούτε πυξίδα στη ζωή του, ούτε άγκυρα, δεν έχει δηλαδή ούτε προσανατολισμό αλλά ούτε και στήριγμα από το οποίο να παίρνει δύναμη. Και η πίστη δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά η βεβαιότητα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Θεάνθρωπος Σωτήρας μας, ο φίλος μας και ο αδελφός μας. 

Χωρίς πάλι την απλότητα της καρδιάς ούτε η πίστη μπορεί να εδραιωθεί ούτε το θαύμα στη ζωή μας να γίνει. Αν αρχίσουμε να αμφιβάλλουμε και να διερωτόμαστε για τα μυστήρια του Θεού, αν προσπαθούμε με τα δικά μας μέτρα να κρίνουμε και να κατανοήσουμε το θέλημά Του, αν αρχίσουμε να αμφιβάλλουμε ότι είναι δίπλα μας και ότι έχει τη δύναμη να πραγματοποιήσει το θαύμα στη ζωή μας, τότε τίποτα δεν μπορεί να γίνει. 

Αν δεν έχουμε την παιδική απλότητα να δεχτούμε ότι για τον Θεό τα πάντα είναι δυνατά, τότε δυστυχώς και η ίδια μας η πίστη σταδιακά θα εξασθενεί και θα χαθεί. Η υπακοή και η προθυμία πάλι είναι αλληλένδετες. Ο Χριστός μάς καλεί όλους να Τον ακολουθήσουμε, να γίνουμε μαθητές Του, να ακούσουμε τον λόγο Του και να Τον μιμηθούμε στην πορεία Του μέσα στον κόσμο, που συχνά δεν Τον δεχόταν και δεν Τον δέχεται, να συσταυρωθούμε μαζί Του, να ζήσουμε τέλος μαζί Του το φως και τη χαρά της Αναστάσεως. 

Δεν μάς υποχρεώνει, αλλά δείχνει το δρόμο σε αυτούς που θέλουν να Τον ακολουθήσουν. Άρα η υπακοή στο θέλημα του Θεού μπορεί να εννοηθεί μόνο όταν γίνεται με προθυμία, όχι καταναγκαστικά, ούτε από φόβο, αλλά με ζέση ψυχής, με χαρά, με διάθεση αγωνιστική. 

Όλα αυτά τα στοιχεία, πίστη, απλότητα, υπακοή στο θέλημα του Θεού και προθυμία, είναι τα απαραίτητα εφόδια για τη ζωή μας. Είναι εκείνα που δεν θα μας αφήσουν να αποπροσανατολιστούμε μέσα στην κακία και τους πειρασμούς του κόσμου, και θα μας οδηγήσουν στο φώς του Χριστού. 

Αρκεί να θέσουμε τον Χριστό ως πρώτη επιλογή στη ζωή μας και να μιμηθούμε τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, οι οποίοι «ἀφέντες πάντα ἠκολούθησαν αὐτῷ». 

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

† Κυριακῇ 27 Σεπτεμβρίου 2015 (Α΄ Λουκᾶν)

Εὐαγγελική Περικοπή,

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν

Κεφ. ε΄: 1-11

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ ᾿Ιησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. Ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας, ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. Ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος, καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων, εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες, οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. Καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. Καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ, τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον, καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. Ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν τοῦ ᾿Ιησοῦ λέγων· Ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε. Θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ, ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον· ὁμοίως δὲ καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ ᾿Ιησοῦς· Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα, ἠκολούθησαν αὐτῷ.


Ἀπόστολος,

Πρὸς Κορινθίους Β’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
Κεφ. στ΄: 16-18, ζ΄: 1

δελφοί, ὑμεῖς ἐστε ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς «ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός.Διὸ ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ». Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.



Εἰς τόν Ὄρθρον
Τὸ ΣΤ΄ Ἑωθινόν Εὐαγγέλιον

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν
Κεφ. κδ΄: 36-53

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀναστὰς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκ νεκρῶν ἔστη ἐν μέσῳ τῶν Μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. Πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε· ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει, καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. Καὶ τοῦτο εἰπὼν, ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. Ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς, καὶ θαυμαζόντων, εἶπεν αὐτοῖς· Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; Οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος, καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου. Καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν. Εἶπε δὲ αὐτοῖς· Οὗτοι οἱ λόγοι οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς, ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωσέως καὶ Προφήταις καὶ Ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. Τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν, τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς· καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὅτι οὕτω γέγραπται, καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν, καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν, καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ. Ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Πατρός μου ἐφ᾿ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει ῾Ιερουσαλὴμ, ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. ᾿Εξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ, εὐλόγησεν αὐτούς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς, διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν, ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης. Καὶ ἦσαν διαπαντὸς ἐν τῷ Ἱερῷ, αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν.

Μεγάλου Αθανασίου "Λόγος για τους κοιμηθέντες"


Μην αρνείσαι να προσφέρεις λάδι και να ανάβῃς κεριὰ στoν τάφο του (κεκοιμημένου), επικαλούμενος Χριστὸν τoν Θεὸν, και αν ακόμα ο κοιμηθεὶς τελείωσε ευσεβώς τη ζωή του και τοποθετήθηκε στoν ουρανό. 

Γιατί αυτὰ είναι ευπρόσδεκτα απὸ τoν Θεὸ και προσκομίζουν μεγάλη την ανταπόδοσή Του, γιατί τo λάδι και τo κερὶ είναι θυσία και η Θεία Λειτουργία είναι εξιλέωση. Η δε αγαθοεργία φέρνει τελικὰ προσαύξηση με κάθε αγαθὴ ανταπόδοση. 

Ο σκοπὸς του προσφέροντος, για την ψυχὴ κοιμηθέντος, είναι ίδιος με τα όσα κάνει όποιος έχει μικρὸ παιδὶ άρρωστο και αδύναμο, για τo οποίο προσφέρει στoν ιερὸ ναὸ κεριὰ, θυμίαμα και λάδι με πίστη και τα χαρίζει όλα για τo παιδί του. Τα κρατάει και τα προσφέρει με τα χέρια του σαν να τα κρατάει και να τα προσφέρῃ τo ίδιο τo παιδὶ, ακριβώς δηλαδὴ όπως γίνεται όταν στo βάπτισμα αποκηρύσσεται ο σατανάς απὸ τoν ανάδοχο για λογαριασμὸ του νηπίου.

Παρομοίως πρέπει να θεωρείται και όποιος πέθανε πιστὸς στoν Κύριο, ότι κρατάει και προσφέρει τα κεριὰ και τo λάδι, και όλα όσα προσφέρονται για τη λύτρωσή του. Έτσι με τη χάρη του Θεού η προσπάθεια που γίνεται με πίστη δεν θα πάει χαμένη. 

Να είστε σίγουροι ότι οι Θείοι απόστολοι και οι Θεοδίδακτοι διδάσκαλοι και οι Θεόπνευστοι πατέρες, αφού πρώτα ενώθηκαν με τo Θείο και φωτίσθηκαν, καθόρισαν με τρόπο θεάρεστο τις λειτουργίες, τις προσευχὲς και τις ψαλμωδίες, που γίνονται κάθε χρόνο στη μνήμη εκείνων που πέθαναν.

Και όλα αυτὰ μέχρι σήμερα, πάντα με τη χάρη του Φιλανθρώπου Θεού, αυξάνονται και συμπληρώνονται σε όλα τα σημεία του ορίζοντος για να δοξάζεται και να εξυμνείται ο Κύριος των κυρίων και Βασιλεὺς των βασιλευόντων.

Η πολύχρονη υπομονή, έφερε άμετρη τη Χάρη του Θεού!


Από το Γεροντικό

Ένας από τους αγίους πατέρες είπε: Ήταν ένας γέροντας αναχωρητής, τίμιος, και πήγα μια φορά σ’ αυτόν, όταν ήμουν καταπονημένος από τους πειρασμούς. Αυτός ήταν άρρωστος και κατάκοιτος και αφού τον χαιρέτησα, κάθισα κοντά του και του είπα:

– Κάνε μια ευχή για μένα, πάτερ, διότι πολύ θλίβομαι από τους πειρασμούς των δαιμόνων.

Και ο γέροντας άνοιξε τα μάτια του και μου είπε:

– Παιδί μου, εσύ είσαι νέος και δε θ’ αφήσει ο Θεός να καταπονηθείς από αβάσταχτους πειρασμούς.

Κι εγώ του είπα:

– Και νέος είμαι και πειρασμούς έχω από πολύ ενάρετους ανθρώπους.

Κι εκείνος πάλι μου είπε:

– Λοιπόν, ο Θεός θέλει να σε κάνει σοφό.

Κι εγώ είπα:

– Πώς θα με κάνει σοφό; Εγώ κάθε μέρα γεύομαι το θάνατο της ψυχής.

Κι εκείνος αμέσως απάντησε:

– Σώπα, παιδί μου. Είπα ότι σε αγαπά ο Θεός και θα σου δώσει τη χάρη του.

Και πρόσθεσε:

– Να ξέρεις, παιδί μου, ότι τριάντα χρόνια πολέμησα με τους δαίμονες και επί είκοσι χρόνια δε φάνηκε να με βοήθησε καθόλου ο Θεός. Κι όταν πέρασε το εικοστό πέμπτο, άρχισα να βρίσκω κάποια ανάπαυση, που με τον καιρό γινόταν πιο μεγάλη. Μετά το εικοστό έβδομο και το εικοστό όγδοο έτος η ανάπαυση της ψυχής μου γινόταν πολύ πιο έντονη. Και τώρα που περνάει το τριακοστό έτος και κοντεύει να τελειώσει, τόσο στερεώθηκε μέσα μου η ανάπαυση, ώστε δεν μπορώ να την υπολογίσω και να τη μετρήσω.

Και τελείωσε ο γέροντας με αυτά τα λόγια:

– Όταν θελήσω να σηκωθώ για να προσευχηθώ, τρεις ψαλμούς προφταίνω να πω με το στόμα μου και από κει και πέρα, τρεις μέρες να στέκομαι όρθιος, αισθάνομαι έκσταση κοντά στο Θεό και δεν καταλαβαίνω καθόλου κούραση. Βλέπεις τώρα, τι άμετρη ανάπαυση μου προξένησε η πολύχρονη εργασία της υπομονής;

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Επιμένετε και αυξάνετε την προσευχήν


Ημέρα πού θα πέραση και δεν ένοιωσες τον Χριστό μας στην καρδία σου, δια της προσευχής, αναγνώσεως Ψαλτηρίου, Ευαγγελίου, κλπ., κλπ., να θεωρείς ότι απώλεσες αύτη την μέρα! 

Να παρακαλείς με δάκρυα, όπως η Μαρία Μαγδαληνή και να λέγεις: Χριστέ μου, μη με εγκατάλειψης! Χριστέ μου μη με αφήνεις μόνο, Χριστέ μου γλυκύτατε, μη πάρεις την ψυχήν μου αν δεν γίνω όλος Σος!

Επιμένετε και αυξάνετε την προσευχήν. Θα κάμετε την προσευχήν την οποίαν ορίζει η Εκκλησία μας, δηλ. Εξάψαλμο, Απόδειπνο, Παράκλησιν κλπ. θα τα διαβάζετε αυτά από τα βιβλία, άλλα ενίοτε αφήνετε τα και δι' ολίγον. Δηλαδή χωρίς το βιβλίον, εκτός τα λόγια, αυτά της προσευχής, μιλήσατε και μόνοι σας στο τον Χριστό μας. Άπλα και από την καρδιά σας, πείτε Του σαν να τον βλέπατε μπροστά σας: «Πατέρα μου, έσφαλλα, δεν πέρασα την ημέρα μου πνευματικά, άλλα με κοσμικά πράγματα. Κατέκρινα, μίλησα πολύ, γέλασα, Έφαγα πολύ, προσευχή δεν έκαμα, είχα τόσες αδυναμίες και πτώσεις. Συγχώρεσέ με Κύριε κλπ.» Έτσι να λέγετε και θα σας λυπηθεί τότε ο Χριστός μας και θα σας στείλει δάκρυα. Και πρέπει να έλθουν δάκρυα, διότι αυτά τα δάκρυα της προσευχής θα σας δώσουν δύναμιν και χαράν. Αυτά θα σας πάρουν τις θλίψεις.

Αγαπήστε και την προσευχή. Ένας έκαμε προσευχή όλην την νύχτα. Τα λόγια της προσευχής του έρχονταν το ένα μετά το άλλο χωρίς δυσκολία. 

Είτε έχεις ζήλο είτε όχι, την προσευχήν δεν θα κόβεις. Ούτε θα αμελής. Δια πολλούς λόγους την προσευχήν δεν θα κόβεις. Ούτε θα αμελής. Προσπάθησε επίσης, ένα κόμπο δάκρυ κάθε βράδυ να έχεις.

Ημέρα να μη περάση χωρίς προσευχήν, αλλά και προσευχή να μη γίνη χωρίς δάκρυ.


Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης,
ο Καππαδόκης

Μα…και την ελευθερία μας στη πρέσσα; Μόνο ο δούλος του Χριστού είναι ελεύθερος!


Η μεγάλη είδηση που καθημερινά ευαγγελίζεται στον κόσμο ο χριστιανισμός, είναι ότι ένα πράγμα αξιολογείται πλήρως ως προς την αξία του, αν κρίνεται όχι κατά τα εξωτερικά φαινόμενα, αλλά κατά την ουσία του.

Να αξιολογείτε τα πράγματα, όχι ανάλογα με το χρώμα και το σχήμα τους, αλλά ανάλογα με το νόημά τους. Να αξιολογείτε τον κάθε άνθρωπο όχι κατά την ιδιότητα και την περιουσία του, κατ’ όψιν δηλαδή, αλλά κατά την καρδιά του – εκεί, όπου τα αισθήματα, ο νους και η βούλησή του ενώνονται.

Με αυτό το μέτρο (που αποτελεί πάντοτε ένα νέο δίδαγμα για τον κόσμο), εκείνος που εξωτερικά είναι υποδουλωμένος δεν είναι δούλος, και εκείνος που έχει εξωτερική -σωματική- ελευθερία, δεν είναι ελεύθερος. Ανάλογα με την κοσμική κατανόηση, δούλος είναι αυτός ο οποίος απολαμβάνει ελάχιστα τον κόσμο και ελεύθερος αυτός ο οποίος απολαμβάνει πολύ τον κόσμο. Όμως, κατά τη χριστιανική αντίληψη, δούλος είναι εκείνος ο οποίος απολαμβάνει ελάχιστα από τον ζώντα Χριστό, ενώ ελεύθερος είναι εκείνος ο οποίος απολαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερο τον ζώντα Χριστό.

Επίσης, σύμφωνα με την κοσμική κατανόηση των όρων, δούλος είναι όποιος συνήθως δεν κάνει το δικό του θέλημα, αλλά κάνει το θέλημα των άλλων· ενώ ελεύθερος είναι όποιος συνήθως κάνει το δικό του θέλημα και σπανιότερα το θέλημα των άλλων. 

Κατά τη χριστιανική αντίληψη, δούλος είναι εκείνος που συνήθως κάνει το δικό του θέλημα και λιγότερο συχνά το θέλημα του Θεού· ενώ ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος που κάνει το θέλημα του Θεού πιο συχνά απ’ ο,τι το δικό του. Το να είσαι δούλος Κυρίου είναι η μόνη ελευθερία που αξίζει για τον άνθρωπο και η μόνη αληθινή· ενώ το να είσαι δούλος του κόσμου και του εαυτού σου, δούλος των παθών και της αμαρτίας, είναι η μόνη μοιραία σκλαβιά. Ένας άνθρωπος μπορεί, αναλογιζόμενος τους βασιλιάδες στο θρόνο τους, να σκεφθεί: άραγε υπάρχουν άλλοι άνθρωποι πιο ελεύθεροι απ’ αυτούς σ’ όλη τη γη;

Κι όμως, πολλοί βασιλιάδες ήταν οι πιο ποταποί και οι πιο ανάξιοι δούλοι στη γη! Για τους αλυσοδέσμιους χριστιανούς στα μπουντρούμια, μπορεί ένας άνθρωπος να σκεφθεί: άραγε υπάρχουν σκλάβοι πιο δυστυχισμένοι απ’ αυτούς σε όλη τη γη; Κι όμως, οι χριστιανοί μάρτυρες στις φυλακές ένιωθαν ελεύθεροι άνθρωποι και έσφυζαν από πνευματική χαρά! 

Έψαλλαν ψαλμούς και ανέπεμπαν προσευχές δοξολογίας κι ευγνωμοσύνης προς το Θεό. Η ελευθερία που είναι συνυφασμένη, με τη λύπη, και τη δυστυχία, δεν είναι ελευθερία, αλλά δουλεία. Μόνον η ελευθερία εν Χριστώ συνυφαίνεται μέ την ανεκλάλητη χαρά. Η άληκτη χαρά: αυτή είναι η σφραγίδα της αληθινής ελευθερίας.

Κύριε Ιησού, ο Μόνος Αγαθός Κύριος, που χορηγείς την ελευθερία όταν μας κάνεις δέσμιους σε Σένα, κάνε μας δούλους Σου το ταχύτερο δυνατόν, ώστε να πάψουμε να είμαστε δούλοι σε αδυσώπητους και ανελεήμονες αφέντες.

Γιατί σε σένα ανήκει όλη η δόξα και η τιμή και η προσκύνηση στους αιώνες. Αμήν.


Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,
«Ο Πρόλογος της Οχρίδας», εκδ. ΑΘΩΣ

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

Μία απίστευτη ιστορία


Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία. Ήταν μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο.

Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας.

Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο. Και να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με τον άρρωστο.

Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.

- Φύγε από εδώ! Ποιος σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.

Ο παπάς τα έχασε.
- Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με κάλεσε η γριά!

- Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!

Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του αρρώστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα πού τον κάλεσε.

Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
- Να αυτή!

- Ποια αυτή, ξέρεις, τί λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα!

Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει.

Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Και μετά, κοινώνησε.

Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.