Διηγείται ο Μοναχός Παΐσιος ο Νεοσκητιώτης
~ Τό 1929 μέ προτροπή τῆς μητέρας μου ἐπῆγα στόν Εὐαγγελισμό τῆς Τήνου. Ἐπῆγα τήν ἡμέρα τῆς Πανηγύρεώς της. Μετά τόν Μέγα Ἑσπερινό ἔφυγαν οἱ ἱερεῖς καί οἱ Ψάλτες καί ἔμεινε μόνο ὁ λαός ἀκοίμητος.
Ἐγώ ἤμουν στό προαύλιο καί κοιτοῦσα τόν κόσμο πού ἔμπαινε στήν ἐκκλησία. Ξαφνικά ἦλθε ἕνας πλησίον μου καί εἶπε δυνατά στούς δικούς του: «Ἐγώ δέν ξαναβρίζω πάλι τήν Παναγία…». Μᾶς ἐξήγησε ὅτι μέσα στήν ἐκκλησία ἡ Παναγία ἐμφανίζεται ζωντανή στόν κόσμο. Ἔτρεξα κι ἐγώ μέ πολλή δυσκολία, διότι ἡ ἐκκλησία ἦτο ἀσφυκτικά γεμάτη ἀπό κόσμο. Ἀκούω φωνές νά λέγη ὁ κόσμος: «Νάτην, νάτην, ἡ Παναγία μας…ἡ Παναγία μας…».
Πράγματι σάν ἕνα μεγάλο αἰθέριο μαῦρο πουλί πετοῦσε ἀπό πολυέλεο σέ πολυέλεο καί ἄλλοτε ἔμπαινε μέσα στό ἱερό Βῆμα ἀπό τήν Ὡραία Πύλη, χωρίς νά περπατᾶ καί ἄλλοτε νά περνᾶ πάνω ἀπό τό εἰκονοστάσιο. Περπατοῦσε πάνω ἀπό τά κεφάλια ὅλων τῶν Χριστιανῶν καί ὅλους τούς εὐλογοῦσε μ᾿ ἕνα Σταυρό πού κρατοῦσε στό χέρι της.
Ἄλλη φορά ἐξῆλθε ἀπό τήν βορεία πύλη, τήν ὁποία φυλάγει ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Κρατοῦσε τόν Σταυρό στό ἕνα χέρι καί στό ἄλλο ἕνα κρῖνο. Πετοῦσε στούς θόλους τοῦ ναοῦ. Ἄλλοτε πάνω ἀπό τά κεφάλια μας. Ἄλλοτε ἔμπαινε μέσα στήν μεγάλη καί θαυματουργή Εἰκόνα καί ἄλλοτε ἔκανε μετάνοιες καί προσευχόταν γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου…Τήν νύκτα ἐκείνη θεραπεύθηκαν μέ τήν βοήθεια τῆς Παναγίας ἕξι ἀνίατοι ἀσθενεῖς…
Τότε ἐγώ ἔκλαιγα σάν μωρό παιδί. Ἀποροῦσα πού βρέθηκαν δάκρυα σέ μένα, διότι παρότι πέρασα μεγάλες περιπέτειες καί πόνους καί βάσανα στήν ζωή μου, ὅμως ποτέ δέν ἔκλαυσα. Τότε κλαίγοντας εἶπα μέ πόνο στήν Παναγία μας: «Παναγία μου, βοήθησέ με νά παύσω νά ὑβρίζω τά Θεῖα καί ἀξίωσέ μέ νά σέ κηρύττω».
Τό πρωΐ στήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας θεραπεύθηκε μία κόρη, ἡ ὁποία ἀπό τό πολύ διάβασμα τρελλάθηκε. Ἡ εὐσεβής μητέρα της προσευχόταν ἐκεῖ μέ δάκρυα ἐπί πολλές ὧρες…
Τό 1931 ἦλθα γιά πρώτη φορά στό Ἅγιον Ὄρος. Ἀπό τότε ἔπαυσα νά ὑβρίζω τά Θεῖα. Μοῦ ἄρεσε ἡ μοναχική ζωή. Τό εἶπα σ᾿ ἕνα Γέροντα ἀπό τά Καυσοκαλύβια καί ἐκεῖνος μέ ἔκειρε μοναχό, χωρίς νά μέ ἐξομολογήση καί νά μέ ρωτήση τί σχέσεις ἔχω μέ τόν κόσμο.
Ἐγώ ἐν τῶ μεταξύ ἤμουν παντρεμμένος καί δέν ἤξερα ὅτι, ἄν κάποιος παντρευτῆ, δέν ἠμπορεῖ πλέον νά γίνη μοναχός. Οὔτε καί ὁ Γέροντας πού μέ ἔκειρε μέ ρώτησε κάτι σχετικό. Ὅταν ἀργότερα ἔγινε γνωστό τό πρόβλημά μου, μέ ἔδιωξαν. Μοῦ ἔβγαλαν καί τά ράσα καί μοῦ εἶπαν νά πάω πρῶτα νά τελειώσω τίς οἰκογενειακές μου ὑποχρεώσεις καί μετά νά ἔλθω νά μονάσω. Ἔτσι κι ἔγινε. Ἔφυγα γιά τόν κόσμο καί ἀσχολήθηκα μέ τήν οἰκογένειά μου. Ἦλθα πάλι στό Ὄρος νά μονάσω κανονικά τό 1973.
Τό 1935 ἤμουν στήν μονή τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους Αὐλωναρίου Εὐβοίας. Ἦτο θυμᾶμαι μία Κυριακή πρό τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας. Δέν ὑπῆρξε κάποιος ἐκεῖ γιά νά ὁμιλήση. Ἐζήτησα τήν ἄδεια τοῦ ἱερέως καί χωρίς μελέτη καί προετοιμασία, ομίλησα….Ἕνας σωστός χείμαρρος..
Σάν νά ἤμουν πολλά χρόνια ὁμιλητής. Μοῦ ἐξεπλήρωσε ἡ Παναγία κι αὐτό τό αἴτημά μου.Ἔκτοτε γιά πολλά χρόνια, μέχρις ὅτου ἐπέστρεψα ὁριστικά στό Ὄρος ὡμιλοῦσα σέ ἐκκλησίες στόν κόσμο μέ τήν εὐλογία τῶν ἱερέων καί Ἐπισκόπων γιά τήν δόξα καί τήν λαμπρότητα τῆς Ἁγνῆς Παρθενομήτορος.
από το βιβλίο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΓΕΡΟΝΤΑΔΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΟΣ»
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου (ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ , ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΑΘΩ, 2005)