Για άλλη μία φορά, το Ευαγγελικό ανάγνωσμα μάς παρουσιάζει μία παραβολή που είπε ο Κύριός μας. Όλες οι παραβολές που είπε ο Χριστός, τις παρουσιάζει και τις διαφυλάττει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Γιατί, όμως, μόνο ο Λουκάς παρουσιάζει τις παραβολές του Χριστού;
Την απάντηση μάς τη δίνει ο ιερός Χρυσόστομος: «Γιά ποιό λόγο; Γιά νά γίνη ἀπαραίτητη ἡ ἀγνάγνωση καί τῶν ἄλλων Εὐαγγελιστῶν καί νά παρουσιαστῆ ἡ ἐξαίρετη συμφωνία μεταξύ τους. Ἄν μᾶς τά εἶχαν ἐξηγήσει ὅλοι τους ὅλα, δέ θά προσέχαμε σ᾿ ὅλους μέ τήν ἴδια προθυμία· θά ἔφτανε ὁ ἕνας νά μᾶς τά διδάξη ὅλα. Ἄν πάλι τά ἔλεγε ὁ καθένας διαφορετικά, δέ θά παρουσιαζόταν ἡ ἐξαίρετη συμφωνία. Γι᾿ αὐτό καί πολλά τά ἔγραψαν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστές καί πάλι ὁ καθένας χωριστά ἔγραψε κι ἄλλα».
Στη σημερινή παραβολή διηγείται ο Χριστός ότι ήταν ένας πλούσιος που είχε όλα τα αγαθά και δεν του έλειπε τίποτα αλλά ούτε κάποια δυσκολία αντιμετώπιζε. Έξω από το σπίτι του ήταν ένας φτωχός, που λεγόταν Λάζαρος, γεμάτος πληγές, καθώς ερχόταν σκυλιά για να γλύψουν τις πληγές του, και η επιθυμία του ήταν να χορταίνει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου.
Κάποια μέρα, μάς λέει η παραβολή, πέθανε ο φτωχός και τον πήραν άγγελοι και τον μετέφεραν στην αγκαλιά του Αβραάμ. Πέθανε και ο πλούσιος και από τον Άδη που βρισκόταν έβλεπε τον φτωχό κοντά στον Αβραάμ και λέει: «πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ».
Και του αποκρίνεται ο Αβραάμ: «τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν» («Παιδί μου, θυμίσου ὅτι σὺ ἀπήλαυσες τὰ ἀγαθά σου εἰς τὴν ζωήν σου ὅπως καὶ ὁ Λάζαρος τὰ κακά· τώρα ὅμως αὐτὸς ἐδῶ παρηγορεῖται καὶ σὺ ὑποφέρεις. Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει μεταξύ μας ἕνα μεγάλο χάσμα ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ περάσουν ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπ’ ἐδῶ σ’ ἐσᾶς, οὔτε καὶ ἀπ’ ἐκεῖ σ’ ἐμᾶς»).
Παρακαλεί, τότε, τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο στο σπίτι του για να συνετιστούν τα αδέρφια του και να μην πάνε στο ίδιο μέρος με αυτόν, απαντώντας του ότι υπάρχουν ο Μωυσής και οι προφήτες για να ακολουθήσουν αλλά και αν «δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, δὲν θὰ πεισθοῦν καὶ ἂν ἀκόμη ἀναστηθῇ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς».
Ας δούμε κάποια σημεία από αυτή την παραβολή.
Πρώτον, ο πλούσιος δείχνει κακία, σκληρότητα και απανθρωπιά απέναντι στο φτωχό Λάζαρο. Τόσο καιρό, ο πλούσιος περνούσε δίπλα από τον φτωχό και δεν συγκινήθηκε, μία φορά, να τον βοηθήσει δίνοντάς του έστω και ένα πιάτο φαγητό. Αυτός ο άνθρωπος είχε, μέσα στην καρδιά του, την σκληρότητα για τον αδερφό του. Δεν έδειξε, έστω λίγο, φιλανθρωπία και να τον βοηθήσει στη δύσκολη ζωή που έκανε.
Μήπως, κάνουμε και εμείς το ίδιο στη σημερινή εποχή; Μήπως και εμείς βλέπουμε τον αναξιοπαθούντα αδερφό μας και δεν δείχνουμε λίγο φιλανθρωπία; Πονάμε τον φτωχό αδερφό μας; Είμαστε εύσπλαχνοι ή άσπλαχνοι;
Επίσης, ο πλούσιος, όταν πήγε στην κόλαση, αναφέρει τον Αβραάμ ως πατέρα και μάλιστα τρεις φορές. Αλλά· ο Αβραάμ δεν άκουσε τον πλούσιο στην παράκλησή του. Άραγε, και εμάς μάς αξίζει κάτι τέτοιο; Αποκαλούμε το Θεό ως Πατέρα μας, αλλά προσπαθούμε να Του μοιάσουμε; Ο Θεός είναι αγάπη. Εμείς έχουμε αγάπη; Έχουμε αγάπη για τον πλησίον μας;
Ας προσπαθήσουμε να γίνουμε σαν το Θεό· σπλαχνικοί και με αγάπη για τους άλλους. Ας μην βρεθούμε στη θέση του πλούσιου που άνοιξε, δυστυχώς, αργά τα μάτια του. Να γίνουμε περισσότερο άνθρωποι με ανθρωπιά για τους γύρω μας. Να γίνουμε για αυτούς ένα στήριγμα για τη ζωή τους.
Σωτήριος Θεολόγου
Φοιτητής Α.Ε.Α.Α.