Μᾶς εἶχαν συλλάβει οἰκογενειακῶς μέ τό πρόσχημα μή πληρωμῆς τῶν φόρων. Κάθε πρωΐ σηκωνόμασταν πρίν φέξει γιά τήν δουλειά.
Ἡ μητέρα καθάριζε τά γραφεῖα τῆς φυλακῆς. Ἔπρεπε πρίν τίς 8 νά λάμπουν ὅλα. Νά εἶναι τά τζάμια καθαρά, τά κομπιοῦτερ, οἱ ναργιλέδες καί εἰδικά τό γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ.
Μιά μέρα, δέν θά τήν ξεχάσω ποτέ, πῆγα μαζί της νά τήν βοηθήσω, ἐπειδή εἶχε πυρετό. Ἔκαιγε ὁλόκληρη καί ἔτρεμε.
Μέ μιά κουβέρτα σκεπαζόμασταν ὅλοι, κι’ αὐτή ἦταν καί τρύπια. Ἐκείνη ἔκανε τήν ἡρωΐδα, δῆθεν ὅτι δέν κρύωνε, γιά νά σκεπαζόμαστε ἐμεῖς…
Τό κρύο στούς 10 ὑπό τό μηδέν καί τό νερό παγωμένο. Ἐκεῖνο τό πρωΐ, σάν ἄνοιξαν τήν πόρτα τοῦ κελιοῦ γιά νά βγεῖ, παρακάλεσα τόν ὑπάλληλο νά πάω νά τήν βοηθήσω γιατί ζαλιζόταν, κρύωνε καί ἔτρεμε.
Εἶδαν τά χάλια της καί μέ ἄφησαν.
Ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν τά κατάφερνε καλά ἡ μάνα μου. Ἐγώ ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα, νά φέρω νερό, νά πετάξω τά σκουπίδια. Ἀργήσαμε, καί μᾶς πρόλαβε ὁ διευθυντής στό γραφεῖο του, ὅταν ἦλθε.
– Ἀκόμη ἐδῶ εἶστε, εἶπε. Τί χάλια εἶναι αὐτά;
Τό πῶς βρέθηκε ἕνα τσιγάρο πατημένο κάτω, οὔτε πού τό καταλάβαμε. Φώναζε σάν ὑστερικός, λές καί εἴχαμε κάνει ἔγκλημα.
– Συγγνώμη, εἶπε ἡ μητέρα μου πηγαίνοντας νά μαζέψει τήν γόπα. Ὁ διευθυντής ὅρμησε βίαια ἐπάνω της, καί μέ μιά δυνατή κλωτσιά μέ τήν μπότα του τήν κόλλησε ἐπάνω στόν τοῖχο.
Χτύπησε κάπου τό κεφάλι της, κι’ ἔμεινε ἀναίσθητη, πεταμένη στό πάτωμα. Ἔτρεξα κοντά της, κι’ εἶδα τό αἷμα νά τρέχει ἀπό τό κεφάλι της. Δέν ἄντεξα κι’ ἄρχισα νά φωνάζω καί νά κλαίω. Ὅρμησα ἐπάνω του καί τόν χτύπησα μέ τό ξύλο τῆς σκούπας στήν πλάτη…
Ἐκεῖνος σφύριξε τότε, κι’ ὅρμησαν μέσα οἱ ἄνδρες τῆς φρουρᾶς. Μέ σάπισαν μέ τά γκλόμπς στό ξύλο. Βάραγαν στό κεφάλι, στήν πλάτη, χέρια, πόδια, ὅπου ἔβρισκαν…
Γεμᾶτο αἵματα μέ βάλανε στήν ἀπομόνωση γιά 40 μέρες…
Ἕνας παράξενος ἥλιος μέ ζέσταινε…
Ἦταν σάν νά βρισκόμουνα στήν κόλαση. Πυκνό σκοτάδι, γύρω γύρω ντουβάρι, τσιμέντο χωρίς φῶς. Κρύο μέσα, πολλούς βαθμούς κάτω ἀπό τό μηδέν, καί ἀνά δύο ὧρες ἄνοιγαν 11 βρύσες ἀπό τό ταβάνι καταβρέχοντάς με μέ κρύο, παγωμένο νερό…
Εἶχα μελανιάσει, περιμένοντας τό τέλος μου. Τό ἤξερα ὅτι δέν θά ἄντεχα γιά πολύ. Δέν μπορῶ νά ὑπολογίσω πόσες μέρες πέρασαν, καθώς βρισκόμουν σέ ἀφασία καί σέ κῶμα.
Ἀλλά τότε ἀκριβῶς ἔζησα ἕνα θαῦμα. Τό πιό ὄμορφο συναίσθημα τῆς ζωῆς μου… Ἐκεῖ, πάνω στήν ὀροφή, εἶχε ἀνοίξει ἕνα μεγάλο τετράγωνο, καί ἀπό ἐκεῖ ἔμπαινε ἕνας ἥλιος!…
Ἕνας λαμπερός ἥλιος, πού μέ ἔκαιγε στήν κυριολεξία. Ὄχι ἁπλῶς μέ ζέσταινε, ἀλλά μέ τσουρούφλιζε, σέ σημεῖο πού νά ἔχω μαυρίσει μετά, καί στό πρόσωπό μου.
Κάθε μέρα, γιά ὧρες πολλές ἕνας ὑπέροχος ἥλιος μέ ζέσταινε, καί μέ βοηθοῦσε νά μήν κρυώσω. Οὔτε πεινοῦσα. Ἔνιωθα τόσο καλά, ἀφοῦ τό νερό πού ἔτρεχε ἀπό 11 βρύσες μέ δρόσιζε…
Ἦταν ἀπίστευτη αὐτή ἡ ἐμπειρία πού εἶχα ζήσει ἐκεῖ, 40 μέρες μέσα στήν ἀπομόνωση.
Ἔνιωθα τόσο δυνατός καί χορτάτος, πού τήν κατάξερη φέτα τό ψωμί πού μοῦ ἔφερναν, καθώς καί τό νερό οὔτε πού τά εἶχα πιάσει τόσες μέρες στά χέρια μου. Πρέπει 40 μέρες νά μήν ἔβαλα μπουκιά στό στόμα μου, οὔτε γουλιά νερό νά ἤπια…
Καί ὅμως, οὔτε πείνασα, οὔτε δίψασα, οὔτε γραμμάριο βάρους ἔχασα, οὔτε λιποθύμησα. Ἔνιωθα ζεστός, χαρούμενος, χορτάτος, καί ἔγιναν καλά καί οἱ πληγές ἀπό τό πολύ ξύλο πού εἶχα φάει…
Ὅταν μέ πῆγαν πάλι στό κελί μου, ἔλαμπα ἀπό ζωντάνια, ἀπό χαρά, ἀπό δύναμη καί ἤμουν κατάμαυρος, λές καί εἶχα κάνει ἐπί ὧρες ἡλιοθεραπεία…
Ὅταν διηγήθηκα στούς γονεῖς μου τά καθέκαστα, γονάτισε ἡ μητέρα μου καί εὐχαρίστησε τόν Θεό πού εἰσάκουσε τίς προσευχές της.«Μέγας εἶσαι, Κύριε», εἶπε, «καί θαυμαστά τά ἔργα σου.Δόξα σοι ὁ Θεός».
Ἄλλωστε, μέσα στό κελί μας εἶχε ἔλθει ὁ Χριστός πολλές φορές…
Εἴχαμε νιώσει τήν χάρι Του, εἴχαμε ἰδεῖ τήν εὐλογία Του. Τόν ζήσαμε! Ἦταν ὁ μόνος ἐπισκέπτης πού εἴχαμε δεῖ ἐκεῖ, τόσα χρόνια…
Ἄς εἶναι δοξασμένος ὁ ζωντανός καί ἀληθινός Θεός μας!
Ἐπιστολές ἀπό πραγματικά γεγονότα που περιέχονται στό βιβλίο
«Συγκλονιστικές Ἱστορίες Φυλακισμένων»
ἐκδόσεις Ὀρθόδοξος Κυψέλη