ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
«καί ἐκάλεσεν τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν»
Μετά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἀνακαινισμό τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλης τῆς κτίσης ἄρχισε ἤδη νά ἐνεργεῖται. Μετά τόν Ἀβραάμ διαδοχικές γενιές ἁγίων καί δικαίων προσείλκυαν τόν ἁγιασμό ἕως ὅτου γεννήθηκε ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει «μεθ’ἡμῶν ὁ Θεός». Ὅλη ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία εἶναι μία προετοιμασία προκειμένου νά ἀναδειχθεῖ τό πρόσωπο ἀπό τό ὁποῖο θά ἔπαιρνε σάρκα ὁ Θεός. Καί αὐτό ἦταν ἡ Παρθένος Μαρία.
Ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία διαιρεῖται σέ τρεῖς περιόδους σχετικές μέ τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τήν περίοδο πρό τοῦ Νόμου ἀπό τόν Ἀδάμ ἕως τόν Μωυσή, τήν περίοδο τοῦ Νόμου ἀπό τόν Μωυσή μέχρι τόν Χριστό καί τήν περίοδο τῆς χάριτος ἀπό τόν Χριστό ἕως τά ἕσχατα. Στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀπαριθμοῦνται οί γενιές πού προηγήθηκαν τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ, ἀρχίζοντας άπό τόν Ἀβραάμ. Αὐτό ἔχει σκοπό νά δείξει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, υἱός Δαβίδ, σπέρμα Ἀβραάμ, δεδομένου ὁτι ὁ Ἀπ. Ματθαῖος άπευθύνεται σέ χριστιανούς ἐξ Ἑβραίων. Στήν διήγηση τοῦ Ἀπ. Λουκᾶ ἡ γενεαλογία φθάνει ἕως τόν Ἀδάμ.
Ὁ Χριστός ἦταν πραγματικός, τέλειος ἄνθρωπος, ὄχι κατά δόκηση, ὅπως ὑποστἠριζε ἡ αἵρεση τῶν δοκητῶν. Ἡ δέ ἐνανθρώπιση ἔγινε αὐτοπροσώπως, «δι ἑαυτοῦ». Τό γεννηθέν παιδίον εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός σεσαρκωμένος. Ἡ ἐνανθρώπιση ἔγινε «ἐξ ἄκρας συλλήψεως». Δέν ὑπάρχει προοδευτικότητα στήν σύλληψη, ἔγινε «ἐξ ἀρχῆς καί γιά πάντα: «ἅμα οὖν ἡ ἕνωσις καί τά ἠνωμένα». Μόλις ἡ Παρθένος Μαρία εἶπε στόν Ἀρχάγγελο κατά τόν Εὐαγγελισμό: «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου», στήν μήτρα της κατώκησε ὀ Θεός. Ἡ σύλληψη, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου, ἦταν διαφορετική ἀπό τήν δική μας καί τό κυηθέν δέν ἐβαρύνετο μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι μοναδικός, ὅπου ἡ ἀπρόσωπη τελεία ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκε μέ τήν θεία στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Ἡ ἐνανθρώπιση εἶναι ἔργο τῆς Ἁγίας Τριάδας. «Ὁ Πατήρ, δι Υἱοῦ, ἐν Ἁγίω Πνεύματι ποιεῖ τά πάντα». Χωρίς τήν ἐνανθρώπιση δέν θά γνωρίζαμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι μία ὀντότητα «ἐν τρισίν ὑποστάσεσιν»( Γρηγόριος Θεολόγος). Ὅλη ἡ ἀποκεκαλυμένη ἀλήθεια εἶναι Χριστοκεντρική, εἶναι καί Τριαδοκεντρική. Ἡ προσαγωγή μας πρός τόν Πατέρα γίνεται δι Υἱοῦ. Στήν βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τοῦ κόσμου, ἔγινε ἡ φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδας: ἡ φωνή τοῦ Πατρός, ὁ Υἱός σωματικῶς εἰσερχόμενος στό νερό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ τήν μορφή περιστεριοῦ. Ὅλες οἱ Θεοφάνειες εἶναι Τριαδοφάνειες.
Εἶναι φανερό ὅτι ὁ κόσμος εἰσερχόταν σέ μἰα νέα φάση ὅπου ὁ Θεός ἀρχίζει νά ἀποκαλύπτεται, μέ κορύφωση τήν δυνατότητα τοῦ ἀνθρὠπου νά ἑνωθεῖ μαζύ του, γενόμενος κατά χάρη Θεός. Ὁ ἄχρονος Θεός εἰσέρχεται στόν χρόνο τέμνοντάς τον. Ὁ ἄναρχος ἄρχεται. «Ὁ ἀχώρητος παντί πῶς ἐχωρήθη έν σοί» ἀπορεῖ ὁ μελωδός ἀπευθυνόμενος στήν Θεοτόκο. Ἡ ἐνανθρώπιση εἶναι ἕνα μυστἠριο ἀρχαῖο(«τό μυστήριο τόν ἀποκεκρυμμένο» κατά τόν Παῦλο), ὅπως ἀρχαία ἦταν ἡ μνήμη τῆς πτώσης μας, ὅμως ἡ εὕσπλαχνη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τήν ἀντιπαρῆλθε. Ὁ Χριστός εἶπε «ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσι». Ἁλήθεια, «τί ἀνταποδώσωμε τῶ Κυρίω περί πάντων ὦν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν». Ταυτόχρονα, μέ τήν ἐνανθρώπιση ἡ Ἑκκλησία γίνεται σῶμα Χριστοῦ.
«Ὁ Χριστός Ἐκκλησίας σάρκα ἀνέλαβε», κατά τό Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Κατά τόν Ἅγιο Πορφύριο τόν Καυσοκαλυβίτη, τήν αἰώνια Ἐκκλησία πού εἶναι ἄκτιστη, ἀποτελοῦν τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐνανθρώπιση γίνεται μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἑνοῦται μέ τό ἄκτιστο.
Πρόκειται γιά μεταστοιχείωση τοῦ ἀνθρώπου, ὀντολογική μεταμόρφωση μέσα στήν Ἐκκλησία. Τό μυστήριο, λοιπόν, τῆς ἐνανθρώπισης εἶναι ἀκατάληπτο. Ἡ ἕνωση τῆς θείας μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στήν μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου μόνο μέ τήν πίστη προσεγγίζεται. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ νέος Αδάμ, εἶναι «ἡ κλείς τῆς ἑρμηνείας τῶν πάντων». Ὁλα τά ἀρχαῖα γεγονότα πλέον ἐξηγοῦνται ἀπό τά νέα. Τό γεγονός τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνανθρώπιση, ἑρμηνεύει καί τήν Δημιουργία. Στήν διάρκεια τῶν αἰώνων πολλές αἱρέσεις ἀνεφάνησαν σχετικές μέ τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στήν μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Ἡ Ἐκκλησία διεσάφησε τό Χριστολογικό της δόγμα στίς Οἰκουμενικές Συνόδους πού συγκλίθηκαν. Τό γεγονός τῆς ἐνανθρώπησης εἶναι «ὑπέρ λόγον καί ὑπέρ ἔννοιαν». Τὀ ὑπερκόσμιο ὅμως αὐτό μυστήριο ἀποκαλύπτεται σέ αὐτούς πού τό προσεγγίζουν μέ ταπείνωση καί μετάνοια. Οἱ ἀλήθειες εἶναι ὑπέρλογες δέν εἶναι παράλογες. Ὁ Θεός μᾶς ἀποκαλύπτεται στό βαθμό πού τόν προσεγγίζουμε μέ ἀγάπη υἱκή καί συντριβή γιά τίς πράξεις μας.
Ὅλα τά παραπάνω δέν προσεγγίζονται διανοητικά, ἀλλά ὡς ἀποκεκαλυμένη ἀλήθεια. Ὅσοι γνωρίζουν «πόνο καί ἀγάπη» ὅπως οἱ Ἅγιοι τῶν ἠμερῶν μας Παΐσιος Ἁγιορείτης καί Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, μή κατέχοντας κἄν στοιχειώδη ἐγκύκλια μόρφωση, δέχονται τίς ἀποκαλύψεις καί τίς ἐξηγοῦν σέ ἐμᾶς. Προηγεῖται ἡ θεοπτία καί ἀκολουθεῖ ἡ θεολογία. Ὁ Θεός δέν προσεγγίζεται μέ τήν λογική ἀλλά μέ τήν καρδιά καί κατοικεῖ στίς καρδιές τῶν ταπεινῶν δούλων του. Σέ ἕνα κόσμο ἀμήχανο καί διεστραμμένο ἄς ὑπάρξουν τέτοιες ψυχές. Ἀμήν.