Ὁ Φώτης Κόντογλου, στὸ βιβλίο «Εὐλογημένο καταφύγιο» καὶ στὸ κείμενο μὲ τίτλο: «ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΖΩΗ», πάντοτε ἐπίκαιρος, γράφει, «ἄκων προφητεύων», πρὶν ἀπὸ πολλὲς δεκαετίες, γιὰ τὴν πνευματικὴ σκλαβιά, ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ ἁπλώνεται μὲ δόλιο τρόπο στὴν πατρίδα μας καὶ ποὺ σήμερα ἔγινε ἡ ὄντως πραγματικότητα καὶ κατατρώει τὰ σωθικὰ τῆς ὕπαρξης τοῦ Γένους μας.
Τὸ πήραμε πολὺ νωρὶς τὸ «νεκροδάνειο» ἀπὸ τὴν Δύση καὶ τὸ «συγκεφαλαιώσαμε» στὸ «Κεφάλαιο» Ρωμιοσύνη, ἀλλοιώνοντας μὲ τὸν χρόνο τὸ περιεχόμενό της καὶ τὴν εἰκόνα της. Ἀποτέλεσμα: Ἐκδυτικισμὸς καὶ ἐκκοσμίκευση.
Γράφει ὁ Κόντογλου: «… Τί μεγαλειώδης λεωφόρος προόδου ποὺ διανοίγεται εἰς τὴν ἀνθρωπότητα! Χαῖρε, ἄνθρωπε, χαῖρε κι ἐσὺ πιὸ πολύ, Ἕλληνα, τυποκήρυκα καὶ τυποποιημένε!... ὅλα μας σιγὰ σιγὰ γίνονται τυποποιημένα, κουρντισμένα, τὸ περπάτημά μας, ἡ κουβέντα μας, οἱ ἰδέες μας, οἱ συναναστροφές μας, ἡ χαρά μας, ἡ λύπη μας. Χάνεται πιὰ κάθε πρωτοτυπία...
ποὺ ἔχει ὁ δροσερὸς κι ἀπροσπάθητος ρυθμὸς τῆς ζωῆς. Ὅλα εἶναι ὁρισμένα ἀπὸ πρίν. Ἀπὸ πρὶν ξέρεις τί θὰ ἀκούσεις ἀπὸ κάθε στόμα, τί θὰ δεῖς στὰ μάτια τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ στὰ κινήματά του».
Ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ αὐτῆς τῆς ὑποτέλειας στὴν ἀρχόμενη τότε καὶ ἐπιβληθεῖσα ἤδη ἐν πολλοῖς παγκοσμιοποίηση ἦταν, γιὰ τὸν Κόντογλου, ἡ τυποποίηση τῆς ζωῆς. Ὁ ἔλεγχος τῶν κινήσεων, ὁ περιορισμὸς τῆς ἐλευθερίας, ἡ ἀπαξίωση καὶ ἰσοπέδωση τῆς ἰδιομορφίας τῶν λαῶν, ἡ ταπείνωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ προσπάθεια κονσερβοποίησης σὲ ὅλους τούς τρόπους ἔκφρασης τῆς ἐλευθερίας καὶ κυρίως σ` αὐτοὺς τῆς τέχνης, ποὺ εἶναι, γιὰ τὸν Ἕλληνα, οἱ κατ` ἐξοχὴν ἀντιπροσωπευτικοὶ πυλῶνες στήριξης τῆς ρωμαίικης παράδοσης, ὥστε αὐτὴ νὰ μεταβιβάζεται ἀνόθευτη ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Μὴν ξεχνᾶμε πὼς ὁ ἴδιος ὁ Κόντογλου, ὡς πολυτάλαντος καλλιτέχνης, γράφει ἐξ ἰδίας πείρας, καθώς, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος, δεχόταν ἄμεσα, προκλητικὰ καὶ μὲ ποικίλους τρόπους τὶς προσβολὲς τοῦ πειρασμοῦ, γιὰ συμπόρευση μὲ τὴν κοσμικὴ ζωή.
Γράφει χαρακτηριστικά: «Ὅλα τὰ Ἑλληνόπουλα θὰ γίνουνε φωνόγραφα, κουρντισμένα μὲ κάποιο ἐλατήριο, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό: «Τὰ-τὰ-τά, τὰ-τὰ-τά»! Ἕνας κατακτητὴς τῆς Εὐρώπης, πρὶν ἀπὸ 150 χρόνια, ἤθελε, σὰν θὰ ἔλεγε αὐτὸς Α, ὅλος ὁ κόσμος νὰ λέει Α. Ἂν ζοῦσε τώρα, θὰ ἔβλεπε πὼς κοντεύουμε νὰ φτάξουμε σ` αὐτὸν τὸν ὡραῖο ρομποτισμὸ καὶ θὰ χαιρότανε».
Μήπως αὐτὴν τὴν χαρὰ δὲν τὴν ἀπολαμβάνει σήμερα ὁ κατακτητής, πού λέγεται ἄθεη Δύση, μὲ τὴν συνδρομὴ τῶν ἐντὸς τῶν τειχῶν «κουρντισμένων φωνογράφων της»;
Καὶ συνεχίζει: «Τὸ τί θ` ἀκούσω γι` αὐτὰ ποὺ γράφω ἀπὸ ἕνα σωρὸ ὑμνητᾶς τῆς τυποποιημένης ἑλληνικῆς ζωῆς, τὸ ξέρω. Θὰ μὲ ποῦνε σκουριασμένη ἄγκουρα, φουνταρισμένη καὶ γαντζωμένη ἀπάνω στὴν ξέρα τῆς Παράδοσης, ἀλλὰ «οὐ φροντίς, Ἰπποκλείδη» (Παροιμιώδης φράση ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, ποὺ σημαίνει: δὲν τὸν νοιάζει τὸν Ἰπποκλείδη).
Ἡ τυποποίηση στὴν Ἑλλάδα, μ` ὅλα ποὺ εἶπα, εἶναι ἀκόμα στὴν ἀρχή. Ὑπάρχει κάμποση ἀτυποποίητη ζωὴ καὶ μ` αὐτὴν παρηγοριόμαστε λίγο ἐμεῖς οἱ «καθυστερημένοι» κι οἱ «ἀσυγχρόνιστοι». Μὰ σὰν συλλογισθῶ τί θὰ γίνει ὕστερα ἀπὸ τριάντα - σαράντα χρόνια, λέγω: «Πάλι καλά, μπροστὰ σὲ ἄλλες χῶρες. Βαστᾶ ἀκόμα ἡ βλογημένη φύτρα».
Πέρασαν τὰ χρόνια καὶ σαράντα καὶ ἑξήντα καὶ ἑκατό. Τίποτε δὲν σταματάει τὸν κατήφορο ποὺ πήραμε. Ὁ προφητικὸς Φώτιος ἐπαληθεύεται. Ἡ λίγη παρηγοριὰ ποὺ ἔπαιρνε στὰ χρόνια του χάθηκε σήμερα ὁλότελα.
Παρεμπιπτόντως, ὀφείλουμε νὰ δεχθοῦμε πὼς τὰ διαλαμβανόμενα ἔργα πάσης μορφῆς καὶ ἐπιπέδου σήμερα, εἶναι αὐτονόητο ἐπακόλουθο ἐντὸς αὐτῆς τῆς πραγματικότητας καὶ μάλιστα δίχως νὰ εἶναι προβλεπόμενο τὸ μέγεθος τῆς καταστροφῆς τους καὶ ὁ χρόνος λήξης τους. Τὸ βλέπουμε νὰ γίνεται ὁρατὸ μὲ τὶς ἀλλεπάλληλες ἀποφάσεις τῶν κυβερνήσεων, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς πολιτικὲς καὶ ἰδεολογικές τους ἀποκλίσεις, ἀφοῦ εὐθυγραμμίζονται ἀπόλυτα πάνω σ` αὐτὸ τὸ θέμα, ὡς νὰ τοὺς κατευθύνει κάποια κοινὴ ἀόρατη δύναμη.
Ἀλλά, ἀνεπιφύλακτα μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν διοικοῦσα Ἐκκλησία, ἡ ὁποία, ἀδυνατώντας νὰ ὀρθώσει φωνὴ ἀληθείας, ἐμπλέκεται σὲ ἁλυσιδωτὲς οἰκουμενιστικὲς συμπαιγνίες, ἐξυπηρετώντας τὰ καπρίτσια τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν ἀθέων κέντρων τῆς Δύσης.
Πάντοτε ἁπλὸς καὶ γλαφυρὸς στὶς περιγραφὲς του ὁ Κόντογλου, ἀποτυπώνει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀναγνώστη μὲ περίτεχνο καὶ εὐγενικὸ τρόπο τὸ περίσσευμα τῆς δικῆς του καρδιᾶς. Κλείνει τὴν ἑνότητα αὐτὴ μὲ μία ὡραία ἀνατολίτικη ἱστορία, ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνει μέσα ἀπὸ τὸ διάβα τοῦ χρόνου τοὺς φόβους καὶ τὶς προβλέψεις του:
«Μία φορὰ ἤτανε ἕνας σουλτάνος αἱμοβόρος καὶ τὸν καταριότανε ὅλος ὁ κόσμος. Τὴν νύχτα γινότανε «τεπτίλι», δηλαδή, ἔβαζε ξένα ροῦχα καὶ γύριζε μέσα στὰ σοκάκια καὶ στὰ μαγαζιά, γιὰ νὰ δεῖ τί ἔλεγε ὁ κόσμος γι` αὐτόν. Ἀπὸ παντοῦ ἄκουγε κατάρες καὶ βλαστήμιες. Μὰ δὲν ἀπελπιζότανε. Δύο τρία χρόνια ἔβγαινε στὴ βόλτα, μὰ δὲν ἄκουσε μήτε ἕναν ἄνθρωπο νὰ πεῖ καλὸν λόγο γιὰ τὸν σουλτάνο. Ἀπάνω στὰ τρία χρόνια, ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσε ἕνα βράδυ σ` ἕναν δρόμο, μία γριά, πολὺ γριά, τὸν γνώρισε καὶ εἶπε:
«Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, μέρες νὰ κόβει ὁ Ἀλλὰχ ἀπὸ μένα, χρόνια νὰ σοῦ τὶς δίνει». Ὁ σουλτάνος παραξενεύτηκε, πῶς βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος νὰ τὸν εὐχηθεῖ καὶ ρώτησε τὴν γριὰ τί καλὸ εἶχε δεῖ ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὸν εὐχιότανε.
Κι ἡ γριὰ τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ θὰ σοῦ πῶ τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν μὲ μέλει ἂν μὲ σκοτώσεις, γιατί εἶμαι γριά. Ἐγὼ ἔφταξα τρεῖς σουλτάνους, τὸν παππού σου, τὸν πατέρα σου κι ἐσένα». «Λοιπόν, τῆς λέγει ὁ σουλτάνος, τί ἄνθρωπος ἤτανε ὁ παππούς μου»; «Ὁ παππούς σου, λέγει ἡ γριά, ἤτανε κακὸς ἄνθρωπος. Κρέμαζε, παλούκωνε, ἔσφαζε». «Κι ὁ πατέρας μου; τὴ ρωτᾶ ὁ σουλτάνος». «Ὁ πατέρας σου ἤτανε χειρότερος ἀπὸ τὸν παππού σου, λέγει ἡ γριά».
«Κι ἐγώ, τὴ ρωτᾶ ὁ σουλτάνος, τί ἄνθρωπος εἶμαι;». «Ἐσὺ εἶσαι πιὸ παλιάνθρωπος ἀπὸ τὸν πατέρα σου». «Καὶ τότε γιατί μὲ πολυχρονίζεις; τὴ ρωτᾶ πάλι ὁ σουλτάνος». «Σὲ πολυχρονίζω, ἐπειδὴ ὁ πατέρας σου ἤτανε χειρότερος ἀπὸ τὸν παππού σου κι ἐσὺ χειρότερος ἀπὸ τὸν πατέρα σου, παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ σὲ πολυχρονίζει, γιατί αὐτὸς ποὺ θὰ ἔρθει ὕστερα ἀπὸ σένα, θὰ ` ναι ἀκόμα χειρότερος»!
Κλείνουμε μὲ τὴν εἰσαγωγικὴ φράση τοῦ κειμένου ὅπου, ποτισμένος μέχρι τὰ βάθη τῆς ὕπαρξής του ἀπὸ τὰ βιώματα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, ὡς γνήσιος Ρωμιός, διαχωρίζει μὲ ἀπόλυτο τρόπο τὴν θέση του ἀπ` αὐτὴν τὴν κολαστικὴ ματαιότητα καὶ ζητᾶ νὰ παραμείνει ἐλεύθερος, ἔξω καὶ μακριὰ ἀπὸ μία τέτοια ζωή: «Αὐτὰ τὰ γράφει ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ δὲν μπορεῖ καὶ δὲν θέλει νὰ γίνει τυποποιημένος, δηλαδή, ἕνας ἄνθρωπος ξένος ἀπὸ τὴ σημερινὴ ζωὴ καὶ τοὺς πόθους της»!
Σάββας Ἠλιάδης, Δάσκαλος, Κιλκίς, 19-9-2019