νζ΄. «Πάτερ, ἐσύ μ᾿ ἔκανες Χριστιανό»
Διηγήθηκε ὁ διακο–Διονύσιος ὁ Φιρφιρῆς: «Κάποτε βρέθηκα γιά δουλειά ἔξω στήν Θεσσαλονίκη. Πῆγα σ᾿ ἕνα ἑστιατόριο νά φάω. Ἔκανα τήν προσευχή μου καί κάθησα νά φάω. Παραδίπλα ἦταν μιά παρέα. Μοῦ λέει κάποιος λαΐκός:
–Λοιπόν τί μᾶς παριστάνεις τώρα; Τί θέλεις νά μᾶς δείξης;
–Γιά νά μή μοῦ σταθῆ κανένα κόκκαλο στόν λαιμό, βρέ ἀδελφέ, ἀπάντησα λίγο ὀργισμένα.
»Σέ λίγο ἀπό τό τραπέζι αὐτῆς τῆς παρέας ἀκούστηκε θόρυβος καί βιαστικά κάποιον τόν ἔβγαλαν ἔξω. Ἐγώ δέν γύρισα νά κοιτάξω. Μετά ἀπό καιρό πού ξαναβγῆκα στήν Θεσσαλονίκη μέ συναντᾶ κάποιος κοντά στόν Λευκό Πύργο καί μέ χαιρετᾶ ρωτώντας:
–Μέ γνωρίζεις, Πάτερ;
–Ὄχι, ἀπαντῶ.
–Δέν μέ θυμᾶσαι; Ἐσύ μ᾿ ἔκανες Χριστιανό.
–Δέν σέ θυμᾶμαι.
–Θυμᾶσαι κάποτε σ᾿ ἕνα ἑστιατόριο πού ἔτρωγες καί κάποιος σοῦ εἶπε αὐτό καί αὐτό;
–Ναί, κάτι θυμᾶμαι.
–Ἔ, ἐγώ ἤμουν. Βλέπεις ἐδῶ; Μοῦ στάθηκε ἕνα κόκκαλο στόν λαιμό καί μοῦ ἔκαναν ἐγχείρηση γιά νά τό βγάλουν, ἐνῶ συγχρόνως μοῦ ἔδειχνε τό λαιμό του μέ τό σημάδι τῆς τομῆς. Μετά ἀπ᾿ αὐτό καί στήν Ἐκκλησία πηγαίνω καί ἐξομολογοῦμαι καί προσευχή κάνω. Σ᾿ εὐχαριστῶ, Πάτερ∙ ἐσύ μ᾽ ἔσωσες».
νη΄. Ἡ ὑπακοή ὑπέρ τή νηστείαν
Κάποιος εὐλαβής λαϊκός ἦρθε γιά καλόγηρος καί πῆγε σ᾽ ἕναν ἀσκητή. Τόν ρώτησε: «Γέροντα, κάνω συνεχῶς ἐνάτες, μπορῶ νά γίνω καλόγηρος;». «Ὄχι», τοῦ ἀπάντησε, «ἐγώ ζητῶ μόνο ὑπακοή. Ἄν μπορῆς νά κάνης ὑπακοή, μεῖνε, ἀλλοιῶς πήγαινε ὅπου θέλεις». Δέχθηκε, ἔμεινε, καί ἀγωνιζόταν φιλότιμα. Στήν ἀρχή ὁ Γέροντας τόν δοκίμασε. Τόν ἔβαζε νά τρώη δύο καί τρεῖς φορές τήν ἡμέρα, ἀλλά ὅταν εἶδε ὅτι ἔκοψε τό θέλημά του, τοῦ ἔδωσε εὐλογία νά νηστεύη.
Ἦταν ἄρρωστος μέ πυρετό καί ἔξω χιόνιζε. Τοῦ ἔλεγε νά σηκωθῆ νά πᾶνε νά κόψουν ξύλα καί ἀμέσως σηκωνόταν. Βλέποντας τήν προθυμία του στήν ὑπακοή, χαιρόταν καί τοῦ ἔλεγε: «Ἄλλη φορά θά πᾶμε, ξάπλωσε τώρα». Ἔτσι ἔκοψε ὅλα τά θελήματά του καί ἔγινε καλός μοναχός καί προχώρησε στή νοερά προσευχή. Ὅλοι οἱ πατέρες τῆς περιοχῆς του τόν θαύμαζαν γιά τήν ὑπακοή καί εἶχε τέλος ἀγαθό καί εἰρηνικό.
ξα΄. Ὁ παρήκοος φοβᾶται
Παλαιότερα ζοῦσε στήν Καλύβη τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στήν Ξενοφωντινή Σκήτη ἕνας ὑποτακτικός πού εἶχε πολύ ζῆλο στά πνευματικά. Πίεζε συνεχῶς τόν Γέροντά του νά τοῦ δώση εὐλογία νά πάη νά ἀσκητέψη μόνος του σέ μία σπηλιά πού ὑπῆρχε ψηλότερα ἀπό τήν Σκήτη. Γνωρίζοντας ὅμως ὁ Γέροντάς του ὅτι δέν ἦταν ἕτοιμος γιά τέτοια ἄσκηση, τόν ἐμπόδιζε λέγοντας: «Ὅταν θά εἶσαι ἕτοιμος, θά σοῦ δώσω εὐλογία νά πᾶς».
Ὁ ὑποτακτικός ὅμως δέν τόν ἄκουγε καί τόν παρακαλοῦσε, ὅλο καί συχνότερα, νά τοῦ δώση εὐλογία. Τέλος μετά ἀπό πολλές παρακλήσεις κάμφθηκε ὁ Γέροντας καί τοῦ ἔδωσε εὐλογία. Ὅλος χαρά ὁ ὑποτακτικός μάζεψε τά λιγοστά πράγματά του, πῆρε καί τά ἐργαλεῖα τῆς ξυλογλυπτικῆς, γιατί αὐτό ἦταν τό ἐργόχειρό του, καί ξεκίνησε γιά τό σπήλαιο.
Ἀφοῦ τακτοποιήθηκε καί διάβασε τήν ἀκολουθία του, ἔπεσε νά κοιμηθῆ. Δέν πέρασε ὅμως πολλή ὥρα καί ἕνας περίεργος θόρυβος τόν ξύπνησε. Τόν κατέλαβε ἀμέσως φόβος καί ἄρχισε νά προσεύχεται. Ὁ θόρυβος ὅμως συνεχιζόταν, ἀλλά καί ὁ φόβος του μεγάλωνε. Μή μπορώντας νά τόν ἀντέξη, ἔψαξε, βρῆκε τά σπίρτα καί ἄναψε φῶς.
Τότε ἔκπληκτος διαπίστωσε ὅτι ὁ θόρυβος, πού τόσο τόν τρόμαξε, ὠφειλόταν στά ποντίκια πού ἦρθαν νά φᾶν τό πίτουρο πού εἶχε βάλει μέσα στό κουτί μέ τά ἐργαλεῖα τῆς ξυλογλυπτικῆς. «Ταλαίπωρε», σκέφθηκε, «ἐδῶ σέ τρόμαξαν μερικά ποντίκια, ποῦ νά ἔρθουν καί οἱ δαίμονες;».
Συνετισμένος λοιπόν μάζεψε τά πράγματά του καί ἐπέστρεψε στόν Γέροντά του· ζήτησε συγχώρηση καί πλέον κάνοντας τελεία ὑπακοή πέρασε τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του στήν Καλύβη του καί ἐκοιμήθη στήν μετάνοιά του.