Την εποχή που βασίλευε στην Ρώμη ο ανελέητος διώκτης των Χριστιανών Διοκλητιανός, ο Άγιος Αρτέμων αγωνιζόταν σθεναρά κατά της ειδωλολατρείας, στην Λαοδίκεια της Μικράς Ασίας, όπου ήταν ιερεύς.
Έξαλλος ο Πατρίκιος διέταξε αμέσως δύο στρατιώτες του να τον δέσουν με αλυσίδες και να τον σύρουν πίσω του, μέχρι να φθάσουν στην Καισάρεια.
Γνωρίζοντας τι επρόκειτο να επακολουθήση ο Άγιος, στράφηκε προς τα αγαπημένα του ζώα, που συνέχιζαν να τον ακολουθούν, και τους είπε:
-Πηγαίνετε στον Άγιο Επίσκοπο Σισίνιο και ενημερώστε τον για την σύλληψί μου.
Σαν να ήταν λογικά, τα άλογα ζώα υπάκουσαν και πήγαν να βρουν τον Σισίνιο, τον τότε Επίσκοπο Λαοδικείας. Μόλις βρέθηκαν μπροστά του, ένα από τα ελάφια, μίλησε με ανθρώπινη φωνή και είπε:
-Ο ασεβής Πατρίκιος συνέλαβε τον δούλο του Θεού Αρτέμωνα και τον μεταφέρει δεμένο στην Καισάρεια. Εκείνος πρόσταξε λοιπόν εμάς, να έρθουμε εδώ και να σου το πούμε.
Έκθαμβος έμεινε ο Επίσκοπος Σισίνιος ακούγοντας το ελάφι να μιλά. Κάλεσε αμέσως ένα διάκονο και τον διέταξε να πάη στην Καισάρεια, για να διαπιστώση, αν όσα είχε ακούσει ήταν αλήθεια.
Στο μεταξύ ο Πατρίκιος ζητούσε επίμονα από τον Άγιο να θυσιάση στα είδωλα. Ωργισμένος από την άρνησί του, διέταξε να πυρακτώσουν μια σχάρα και να ξαπλώσουν επάνω σ’ αυτήν τον Άγιο. Με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό, ο Άγιος Αρτέμων παρακαλούσε τον Θεό, να του δώση δύναμι ν’ αντέξη το επώδυνο αυτό μαρτύριο.
Τότε παρουσιάστηκε το ελάφι, που εκείνος είχε στείλει στον Σισίνιο, και άρχισε να γλύφη τις πληγές του Αγίου. Και, με ανθρώπινη πάλι φωνή, γύρισε και είπε στον Πατρίκιο:
-Μάθε ασεβέστατε, ότι ο Θεός θα βοηθήση τον δούλο Του Αρτέμωνα, εσένα όμως θα σε καταδικάση. Θα διατάξη δύο αετούς να σε ρίξουν μέσα σ΄ένα καζάνι με πίσσα, που θα κογλάζη. Έτσι θα τιμωρηθής, γιατί βασάνισες άδικα τον δίκαιο Αρτέμωνα.
Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο Πατρίκιος και ένοιωσε να ελέγχεται από ένα ζώο, εξωργίσθηκε και διέταξε τους στρατιώτες του, να σκοτώσουν το ελάφι. Σήκωσαν εκείνοι τα τόξα τους και το σημάδεψαν. Το ελάφι όμως πήδηξε και τα βέλη βρήκαν στο στήθος έναν Ρωμαίο αξιωματούχο, φίλο του Πατρικίου.
Την επόμενη ημέρα, ο Πατρίκιος διέταξε να ρίξουν τον Άγιο μέσα σ’ ένα καζάνι με βραστή πίσσα. Ήθελε μάλιστα να είναι παρών, για να βεβαιωθή, ότι οι στρατιώτες θ’ ακολουθήσουν κατά γράμμα τις διαταγές του. Μόλις όμως πλησίασε στο καζάνι, εμφανίστηκαν στον ουρανό δύο αετοί, τον άρπαξαν και τον πέταξαν μέσα στη βραστή πίσσα.
Βλέποντας αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα, οι στρατιώτες του Πατρικίου, το έβαλαν στα πόδια και εξαφανίσθηκαν.
Κάποια ημέρα, με εντολή του Διοκλητιανού, έφθασε στην περιοχή ένας νέος στρατιωτικός διοικητής, ονόματι Πατρίκιος, για να πιέση τους Χριστιανούς να θυσιάσουν στα είδωλα.
Ο Ρωμαίος αυτός διοικητής συνάντησε, στον δρόμο προς την Καισάρεια, τον Άγιο Αρτέμωνα, που τον συνώδευαν δύο ελάφια και έξι γαϊδουράκια.
-Πώς μπορείς και κρατάς κοντά σου αυτά τα άγρια ζώα; Τον ρώτησε με περιέργεια.
-Με τον λόγο του Χριστού μου τα κρατώ, του απάντησε με περηφάνεια ο Άγιος.
-Είσαι λοιπόν Χριστιανός; Ξαναρώτησε ο Πατρίκιος.
-Από μικρό παιδί, απάντησε αγέρωχα ο Άγιος.
Ο Ρωμαίος αυτός διοικητής συνάντησε, στον δρόμο προς την Καισάρεια, τον Άγιο Αρτέμωνα, που τον συνώδευαν δύο ελάφια και έξι γαϊδουράκια.
-Πώς μπορείς και κρατάς κοντά σου αυτά τα άγρια ζώα; Τον ρώτησε με περιέργεια.
-Με τον λόγο του Χριστού μου τα κρατώ, του απάντησε με περηφάνεια ο Άγιος.
-Είσαι λοιπόν Χριστιανός; Ξαναρώτησε ο Πατρίκιος.
-Από μικρό παιδί, απάντησε αγέρωχα ο Άγιος.
Έξαλλος ο Πατρίκιος διέταξε αμέσως δύο στρατιώτες του να τον δέσουν με αλυσίδες και να τον σύρουν πίσω του, μέχρι να φθάσουν στην Καισάρεια.
Γνωρίζοντας τι επρόκειτο να επακολουθήση ο Άγιος, στράφηκε προς τα αγαπημένα του ζώα, που συνέχιζαν να τον ακολουθούν, και τους είπε:
-Πηγαίνετε στον Άγιο Επίσκοπο Σισίνιο και ενημερώστε τον για την σύλληψί μου.
Σαν να ήταν λογικά, τα άλογα ζώα υπάκουσαν και πήγαν να βρουν τον Σισίνιο, τον τότε Επίσκοπο Λαοδικείας. Μόλις βρέθηκαν μπροστά του, ένα από τα ελάφια, μίλησε με ανθρώπινη φωνή και είπε:
-Ο ασεβής Πατρίκιος συνέλαβε τον δούλο του Θεού Αρτέμωνα και τον μεταφέρει δεμένο στην Καισάρεια. Εκείνος πρόσταξε λοιπόν εμάς, να έρθουμε εδώ και να σου το πούμε.
Έκθαμβος έμεινε ο Επίσκοπος Σισίνιος ακούγοντας το ελάφι να μιλά. Κάλεσε αμέσως ένα διάκονο και τον διέταξε να πάη στην Καισάρεια, για να διαπιστώση, αν όσα είχε ακούσει ήταν αλήθεια.
Στο μεταξύ ο Πατρίκιος ζητούσε επίμονα από τον Άγιο να θυσιάση στα είδωλα. Ωργισμένος από την άρνησί του, διέταξε να πυρακτώσουν μια σχάρα και να ξαπλώσουν επάνω σ’ αυτήν τον Άγιο. Με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό, ο Άγιος Αρτέμων παρακαλούσε τον Θεό, να του δώση δύναμι ν’ αντέξη το επώδυνο αυτό μαρτύριο.
Τότε παρουσιάστηκε το ελάφι, που εκείνος είχε στείλει στον Σισίνιο, και άρχισε να γλύφη τις πληγές του Αγίου. Και, με ανθρώπινη πάλι φωνή, γύρισε και είπε στον Πατρίκιο:
-Μάθε ασεβέστατε, ότι ο Θεός θα βοηθήση τον δούλο Του Αρτέμωνα, εσένα όμως θα σε καταδικάση. Θα διατάξη δύο αετούς να σε ρίξουν μέσα σ΄ένα καζάνι με πίσσα, που θα κογλάζη. Έτσι θα τιμωρηθής, γιατί βασάνισες άδικα τον δίκαιο Αρτέμωνα.
Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο Πατρίκιος και ένοιωσε να ελέγχεται από ένα ζώο, εξωργίσθηκε και διέταξε τους στρατιώτες του, να σκοτώσουν το ελάφι. Σήκωσαν εκείνοι τα τόξα τους και το σημάδεψαν. Το ελάφι όμως πήδηξε και τα βέλη βρήκαν στο στήθος έναν Ρωμαίο αξιωματούχο, φίλο του Πατρικίου.
Την επόμενη ημέρα, ο Πατρίκιος διέταξε να ρίξουν τον Άγιο μέσα σ’ ένα καζάνι με βραστή πίσσα. Ήθελε μάλιστα να είναι παρών, για να βεβαιωθή, ότι οι στρατιώτες θ’ ακολουθήσουν κατά γράμμα τις διαταγές του. Μόλις όμως πλησίασε στο καζάνι, εμφανίστηκαν στον ουρανό δύο αετοί, τον άρπαξαν και τον πέταξαν μέσα στη βραστή πίσσα.
Βλέποντας αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα, οι στρατιώτες του Πατρικίου, το έβαλαν στα πόδια και εξαφανίσθηκαν.
Έμεινε μόνος του ο Άγιος, να δοξολογή τον Θεό.
Όσα είχε πει το ελάφι στον Πατρίκιο, είχαν όλα εκπληρωθεί.
Όσα είχε πει το ελάφι στον Πατρίκιο, είχαν όλα εκπληρωθεί.
ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ
Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.
Επιμέλεια, Σίμωνος μοναχού.
Εκδόσεις «Ο Αγιος Στέφανος»
ΑΘΗΝΑΙ 2006