(Προηγούμενος Ἱ. Μ. Φιλοθέου)
Ὁ μοναχισμὸς εἶναι τὸ ἄμισθον ἰατρειον• εἶναι ἡ κλινική τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ γίνει καλά. Τὸν καλεῖ ὁ Θεὸς μὲ κλῆσιν ἁγίαν καὶ τὸν φέρνει μὲ τὴν ἀγάπην του σ' αὐτὸ τὸ ἄμισθον ἰατρεῖον.
Ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ τὴν θεραπεία του καὶ φωνάζει: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
— Ναί, θὰ σὲ ἐλεήσω, ἀπαντᾶ ὁ Θεός. Καὶ ἀρχίζει ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων τὴν θεραπείαν.
Μᾶς στέλλει διάφορες θλίψεις, ἐπιτρέπει πειρασμούς. Καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι τὰ φάρμακα, τὰ πικρὰ φάρμακα ποὺ θεραπεύεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἄνθρωπου.
Βέβαια, κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι στὸν καιρὸ τῆς ἐγχειρήσεως ἤ τῆς ἰατρικῆς ἐπεμβάσεως δὲν πονεῖ, δὲν ἀγωνίζεται νὰ ξεπεράσει τὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη• ὡστόσο ὅμως στὸ τέλος τῆς θεραπείας γίνεται ψυχικῶς καλά.
Ὅταν ὁ Γέροντάς μου ἦτο ἀρχάριος στὴν ἔρημο, ἦταν στὴν ὑποταγὴ τοῦ γέροντος Ἐφραίμ. Ὁ Γέρο Ἐφραὶμ ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἕνα γεροντάκι εὐλογημένο. Κάποτε ἕνας γείτονας μοναχός, δὲν γνωρίζω τί εἶχε συμβεῖ, καὶ τὸ ἔθλιβε τὸ Γεροντάκι. Ὁ παπποὺς φώναζε διότι δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ βγάλει πέρα. Διεμαρτύρετο, ἔβγαζε φωνές, τσίριζε,....
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ λέγει: «Μὲ λέοντα καταπιάστηκες; Πρόσεξε μὴ σοῦ συντρίψει τὰ ὀστᾶ.»
Αὐτὸ τὸ θηρίο εἶναι ὁ Ἐγωισμὁς. Σὰν λέοντας παραφυλάει καὶ μᾶς ἐπιτίθεται. Ἐμεῖς πρέπει νὰ ἔχουμε στὰ χέρια μας τὸ ὅπλο καὶ τὴν μάχαιρα τῆς ἀντιρρήσεως κατὰ τῶν λογισμῶν.
Οἱ τύραννοι τῶν Χριστιανῶν στοὺς χρόνους τοῦ μαρτυρίου προσπαθοῦσαν νὰ παρασύρουν τοὺς Μάρτυρας εἰς τὸ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς ὑπόσχονταν πολλὰ, πλούτη, δόξες τιμές, ἀλλὰ οἱ Μάρτυρες δὲν ὑποχωροῦσαν. Θριαμβευτικὰ ὁμολογοῦσαν τὴν Πίστη στὸ Χριστὸ καὶ στὸ τέλος ἐδέχοντο τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἔτσι ὁ Χριστὸς ἐδοξάζετο.
Καὶ τώρα οἱ τύραννοι τῶν παθῶν μᾶς πιέζουν• τὰ πάθη μᾶς ὑπόσχονται στὴν ὑποχώρηση ἀπόλαυση καὶ ἱκανοποίηση. Δὲν πρέπει ὁ μοναχὸς νὰ ὑποχωρεῖ σὲ μία τέτοια βία, ἀλλὰ νὰ ἀντιστέκεται μὲ ὅλην τὴν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς καὶ νὰ περιμένει μετὰ ἀπὸ μία νόμιμη πάλη τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ μάρτυρες ἐμαρτύρησαν σὲ λίγο χρόνο, καὶ πολλοὶ μάρτυρες σὲ λίγα λεπτὰ δεχθήκανε τὸ στεφάνι. Ὁ μοναχὸς μαρτυρεῖ συνέχεια σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Ὄχι σὲ ἕνα τύραννο ἀλλὰ σὲ πολλούς. Κάθε πάθος καὶ ἕνας τύραννος. Γι' αὐτὸ ὄχι ὀλιγώτερο θὰ στεφανωθοῦν οἱ μοναχοὶ ποὺ θὰ ἀντισταθοῦν εἰς τὴν βία τῶν παθῶν καὶ θὰ ὁμολογήσουν τὴν καλὴν ὁμολογίαν τῆς ἀσκήσεως, τῆς μὴ ὑποχωρήσεως.
Μᾶς σπρώχνει τὸ πάθος τῆς ἀντιλογίας. Ἐμεῖς πρέπει νὰ βάλουμε ἐμπόδιο, φράγμα• νὰ ἀνοίξουμε ὄρυγμα, νὰ πέσει τὸ ἅρμα τῆς ἀντιλογίας μέσα.
Ὁ ἀγώνας πρέπει νὰ εἶναι συνεχής. Νὰ μὴν παρουσιάζωμε κενὰ• διότι τὰ κενὰ τὰ ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος καὶ σφηνώνει μέσα στὰ κενὰ καὶ μᾶς δημιουργεῖ κατάσταση ἐπικίνδυνη. Ἡ Προσευχὴ πρέπει νὰ εἶναι ἀκατάπαυστη. Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ ὅπλο μας. Καὶ μόνον νὰ προσεύχεται κανείς, ὁ διάβολος δὲν τὸν πλησιάζει εὔκολα.
Ἂς ἀγωνισθοῦμε ἐναντίον κυρίως αὐτοῦ τοῦ πάθους, διότι ἀπὸ ἐδῶ ξεκινοῦν ὅλα. Καὶ τὸ κυρίως φάρμακο κατὰ τοῦ ἐγωισμοῦ εἶναι ἡ ταπείνωσις. Ὁ Κύριός μας, μᾶς εἶπε• «Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ καὶ εὐρήσεται ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ πραότης χαρίζουν μία πνευματικὴ ἀνάπαυση στὴν ψυχή. Τῆς χαρίζουν φῶς καὶ βλέπει καθαρώτερα τὰ πράγματα.
Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, τὴν ταπείνωση τὴν ἀποκαλεῖ «Θεοΰφαντον στολήν». Τὴν ταπείνωσιν, λέγει, περιεβλήθη ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἠμπόρεσε καὶ κατῆλθε ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ ἠμπόρεσε ἡ γῆ νὰ τὸν δεχθεῖ χωρὶς νὰ καταφλεχθει.
Ἡ ταπεινοφροσύνη στολίζει τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος ὅπου καὶ ἂν σταθεῖ, ὅπου καὶ ἂν βρεθεῖ, σκορπάει μία κατὰ κάποιο τρόπο μυστηριώδη χάρη καὶ γίνεται ἀγαπητὸς καὶ προσφιλής.
Τὴν ταπείνωσιν οἱ δαίμονες τὴν τρέμουν, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καὶ μὲ ἕναν ὑποτακτικόν: Ἕνας Χριστιανὸς εἶχε μία κόρη δαιμονισμένη καὶ τὴν ἐπῆγε σὲ πολλοὺς γιατροὺς ἀλλὰ δὲν βρῆκε τὴν θεραπεία της. Αὐτὸς ὁ Χριστιανὸς εἶχε ἕνα φίλο, πνευματικὸ ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος εἶχε σχέση μὲ τοὺς μοναχούς, καὶ λέγοντάς του τὸ παράπονο, τὸν πόνο του γιὰ τὸ κορίτσι του, τοῦ λέγει ἐκείνος• «Τὸ παιδί σου θὰ βρεῖ θεραπεία μόνον ὅταν καλέσεις ἕνα μοναχό, ὑποτακτικό, καὶ ἔλθει στὸ σπίτι σου καὶ κάνει μίαν εὐχούλα, θὰ ἰδεῖς ἀμέσως τὸ παιδί σου θὰ γίνει καλά.
— Καὶ ποῦ θὰ τὸν βρῶ ἐγὼ αὐτὸν τὸν μοναχό;
— Νά! Κάτω στὴν ἀγορὰ κατεβαίνουν, λέγει, ἀπὸ τὴν ἔρημο νεώτεροι ὑποτακτικοὶ μοναχοὶ καὶ πωλοῦν διάφορα ἐργόχειρα. Σ’ ἕνα τέτοιο μοναχὸ πὲς του• «Ἔλα στὸ σπίτι νὰ σοῦ πληρώσω τὰ ἐργόχειρα, διότι τώρα ἐπάνω μου δὲν ἔχω χρήματα». Καὶ πές του νὰ σοῦ κάνει μία εὐχὴ καὶ θὰ δεῖς ὅτι τὸ παιδί σου θὰ γίνει καλά.
Αὐτὸς ἀμέσως τὸ πρωὶ κατεβαίνει στὴν ἀγορὰ• βλέπει ἕνα νέο μοναχὸ νὰ πωλεῖ διάφορα, ἐκεῖ, ἐργόχειρα.
Τοῦ λέει: Πάτερ, πόσο τὰ δίνεται αὐτά;
— Τόσο. Εἶπε ὁ μοναχός.
— Μπορεῖς νὰ ἔλθεις μέχρι τὸ σπίτι νὰ σὲ πληρώσω, γιατί ἐπάνω μου δὲν ἔχω χρήματα;
— Ἔρχομαι, λέγει.
Καὶ ἀφοῦ προχωροῦσαν πρὸς τὸ σπίτι καὶ πλησίαζαν, ὁ διάβολος μυρίστηκε τὸ πράγμα, ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ πάρει τὸ ἐξιτήριό του καὶ νὰ φύγει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἑτοιμάστηκε καὶ αὐτός. Καὶ μπαίνοντας ὁ μοναχὸς μέσα στὸ σπίτι, τὸν ἀπαντᾶ ἡ κόρη καὶ σηκώνει τὸ χέρι καὶ τοῦ δίνει ἕνα ράπισμα, τοῦ μοναχού. Αὐτός, ὁ μοναχός, γύρισε καὶ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ προσώπου καὶ τοῦ δίνει καὶ ἀπ' ἐκεῖ ἕνα ράπισμα, καὶ ἀμέσως ἡ κόρη ἔπεσε κάτω καὶ ἔβγαζε ἀφρούς. Καὶ στὸ τέλος, φεύγοντας τὸ δαιμόνιο εἶπε, ὅτι ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ μὲ βγάζει καὶ μὲ διώχνει. Καὶ ἀμέσως τὸ παιδὶ ἔγινε καλά.
Ὁ ὑποτακτικὸς αὐτός, ἀπὸ τὴν πράξη αὐτὴ φαίνεται ὅτι ἦταν ἕνας προοδευμένος, ἕνας πετυχημένος μοναχὸς ὁ ὁποῖος ὁπωσδήποτε θὰ εἶχε ἐξασκηθεῖ στὴν παιδεία καὶ στὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς του.
Στὴν προσευχή μας πάντοτε νὰ παρακαλοῦμε καὶ νὰ δεόμεθα τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἁπαλλάττη ἀπ' αὐτὸ τὸ θηρίο, τὸν ἐγωισμόν, καὶ νὰ μᾶς χαρίζη τὴν ἁγίαν ταπείνωσιν τῆς ψυχῆς.
Ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ τὴν θεραπεία του καὶ φωνάζει: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
— Ναί, θὰ σὲ ἐλεήσω, ἀπαντᾶ ὁ Θεός. Καὶ ἀρχίζει ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων τὴν θεραπείαν.
Μᾶς στέλλει διάφορες θλίψεις, ἐπιτρέπει πειρασμούς. Καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι τὰ φάρμακα, τὰ πικρὰ φάρμακα ποὺ θεραπεύεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἄνθρωπου.
Βέβαια, κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι στὸν καιρὸ τῆς ἐγχειρήσεως ἤ τῆς ἰατρικῆς ἐπεμβάσεως δὲν πονεῖ, δὲν ἀγωνίζεται νὰ ξεπεράσει τὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη• ὡστόσο ὅμως στὸ τέλος τῆς θεραπείας γίνεται ψυχικῶς καλά.
Ὅταν ὁ Γέροντάς μου ἦτο ἀρχάριος στὴν ἔρημο, ἦταν στὴν ὑποταγὴ τοῦ γέροντος Ἐφραίμ. Ὁ Γέρο Ἐφραὶμ ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἕνα γεροντάκι εὐλογημένο. Κάποτε ἕνας γείτονας μοναχός, δὲν γνωρίζω τί εἶχε συμβεῖ, καὶ τὸ ἔθλιβε τὸ Γεροντάκι. Ὁ παπποὺς φώναζε διότι δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ βγάλει πέρα. Διεμαρτύρετο, ἔβγαζε φωνές, τσίριζε,....
Ὁ Γέροντας ὁ δικός μου, νέο παιδί, δυνατὸ ποὺ μποροῦσε νὰ τὰ βάλει μὲ δέκα ἀνθρώπους, ὅταν ἄκουε τὸν Γέροντά του νὰ φωνάζει ἔξω καὶ ὁ ἄλλος νὰ σηκώνει τὸ ἀνάστημά του, μέσα του ἄρχιζε νὰ βράζει ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργή. Μόλις εἶδε τὸν κίνδυνο ὅτι ἂν βγεῖ ἔξω δὲν μποροῦσε νὰ προβλέψει τί θὰ συνέβαινε, σὰν νέος ποὺ ἦτο, ἀμέσως τρέχει στὴν ἐκκλησία, γονατίζει καὶ ἀρχίζει νὰ φωνάζει:
«Παναγία βοήθει μοι!» Καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει- νὰ κλαίει, καὶ νὰ παρακαλεῖ, ὥστε νὰ ἐπέμβει ἡ Παναγία νὰ βοηθήσει μὴ τυχὸν καὶ σ' αὐτὴ τὴν κατάσταση βγεῖ ἔξω. Καὶ ἀφοῦ ἔκλαυσε πολὺ - πολύ, καὶ ἔχυσε πολλὰ δάκρυα, τότε εἶδε τὸ θηρίο τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τοῦ θυμοῦ νὰ κατευνάζεται καὶ νὰ ὑποχωρεῖ. Καὶ ὅταν εἶδε ὅτι ἦρθε σὲ μία κατάσταση ποὺ μποροῦσε νὰ βγεῖ ἔξω καὶ νὰ μιλήσει μὲ πραότητα καὶ ἠρεμία, βγῆκε καὶ ἀπήλλαξε, βέβαια μὲ ἤρεμο τρόπο καὶ εὐγενῆ, τὸν γέροντα ἀπὸ τὸν γείτονα. Καὶ αὐτό μᾶς τὸ ἔλεγε σὰν παράδειγμά του πῶς ἀντιμετωπίζεται ὁ ἐγωισμὸς στὴν πράξη.
Ἔρχεται καὶ στὸν μοναχὸ ὁ πειρασμὸς καὶ τοῦ ψιθυρίζει παραπλήσια πράγματα μὲ ὅ,τι ψιθύρισε στὸν Ἀδάμ. Ἂν ὁ Γέροντας τὸν μαλώνει ἤ τοῦ κόβει τὸ θέλημα, διαμαρτύρεται μέσα ὁ ἐγωισμὸς καὶ ψιθυρίζει στὸν μοναχὸ νὰ ἀντιλογήσει, νὰ φιλονικήσει, νὰ στήσει τὸ δικό του θέλημα• καὶ ἔτσι νὰ ἐνισχύσει τὴν περίπτωση ὥστε νὰ μὴ δεῖ καμμιὰ φορὰ τὴ θεραπεία του.
Ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ ἔχει συνεχῶς τὴν προσοχὴ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζει τὴν κάθε περίπτωση, τὸν κάθε πειρασμὸ μὲ ἐπιτυχία, ὥστε σὺν τῷ χρόνῳ μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, ὥστε στὴ θέση τοῦ παλαιοῦ νὰ βρεθεῖ ὁ νέος, ὁ κατὰ Χριστόν, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπάθειας καὶ τῆς ἀναστάσεως. Ὁ ἀγώνας δὲν εἶναι μικρός, οὔτε καὶ σὲ λίγο χρόνο κατορθώνεται ἡ νίκη καὶ ὁ θρίαμβος κατὰ τοῦ ἐγωισμοῦ. Μεγάλο θηρίο. Πολυκέφαλο.
Ἔρχεται καὶ στὸν μοναχὸ ὁ πειρασμὸς καὶ τοῦ ψιθυρίζει παραπλήσια πράγματα μὲ ὅ,τι ψιθύρισε στὸν Ἀδάμ. Ἂν ὁ Γέροντας τὸν μαλώνει ἤ τοῦ κόβει τὸ θέλημα, διαμαρτύρεται μέσα ὁ ἐγωισμὸς καὶ ψιθυρίζει στὸν μοναχὸ νὰ ἀντιλογήσει, νὰ φιλονικήσει, νὰ στήσει τὸ δικό του θέλημα• καὶ ἔτσι νὰ ἐνισχύσει τὴν περίπτωση ὥστε νὰ μὴ δεῖ καμμιὰ φορὰ τὴ θεραπεία του.
Ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ ἔχει συνεχῶς τὴν προσοχὴ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζει τὴν κάθε περίπτωση, τὸν κάθε πειρασμὸ μὲ ἐπιτυχία, ὥστε σὺν τῷ χρόνῳ μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, ὥστε στὴ θέση τοῦ παλαιοῦ νὰ βρεθεῖ ὁ νέος, ὁ κατὰ Χριστόν, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπάθειας καὶ τῆς ἀναστάσεως. Ὁ ἀγώνας δὲν εἶναι μικρός, οὔτε καὶ σὲ λίγο χρόνο κατορθώνεται ἡ νίκη καὶ ὁ θρίαμβος κατὰ τοῦ ἐγωισμοῦ. Μεγάλο θηρίο. Πολυκέφαλο.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ λέγει: «Μὲ λέοντα καταπιάστηκες; Πρόσεξε μὴ σοῦ συντρίψει τὰ ὀστᾶ.»
Αὐτὸ τὸ θηρίο εἶναι ὁ Ἐγωισμὁς. Σὰν λέοντας παραφυλάει καὶ μᾶς ἐπιτίθεται. Ἐμεῖς πρέπει νὰ ἔχουμε στὰ χέρια μας τὸ ὅπλο καὶ τὴν μάχαιρα τῆς ἀντιρρήσεως κατὰ τῶν λογισμῶν.
Οἱ τύραννοι τῶν Χριστιανῶν στοὺς χρόνους τοῦ μαρτυρίου προσπαθοῦσαν νὰ παρασύρουν τοὺς Μάρτυρας εἰς τὸ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς ὑπόσχονταν πολλὰ, πλούτη, δόξες τιμές, ἀλλὰ οἱ Μάρτυρες δὲν ὑποχωροῦσαν. Θριαμβευτικὰ ὁμολογοῦσαν τὴν Πίστη στὸ Χριστὸ καὶ στὸ τέλος ἐδέχοντο τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἔτσι ὁ Χριστὸς ἐδοξάζετο.
Καὶ τώρα οἱ τύραννοι τῶν παθῶν μᾶς πιέζουν• τὰ πάθη μᾶς ὑπόσχονται στὴν ὑποχώρηση ἀπόλαυση καὶ ἱκανοποίηση. Δὲν πρέπει ὁ μοναχὸς νὰ ὑποχωρεῖ σὲ μία τέτοια βία, ἀλλὰ νὰ ἀντιστέκεται μὲ ὅλην τὴν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς καὶ νὰ περιμένει μετὰ ἀπὸ μία νόμιμη πάλη τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ μάρτυρες ἐμαρτύρησαν σὲ λίγο χρόνο, καὶ πολλοὶ μάρτυρες σὲ λίγα λεπτὰ δεχθήκανε τὸ στεφάνι. Ὁ μοναχὸς μαρτυρεῖ συνέχεια σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Ὄχι σὲ ἕνα τύραννο ἀλλὰ σὲ πολλούς. Κάθε πάθος καὶ ἕνας τύραννος. Γι' αὐτὸ ὄχι ὀλιγώτερο θὰ στεφανωθοῦν οἱ μοναχοὶ ποὺ θὰ ἀντισταθοῦν εἰς τὴν βία τῶν παθῶν καὶ θὰ ὁμολογήσουν τὴν καλὴν ὁμολογίαν τῆς ἀσκήσεως, τῆς μὴ ὑποχωρήσεως.
Μᾶς σπρώχνει τὸ πάθος τῆς ἀντιλογίας. Ἐμεῖς πρέπει νὰ βάλουμε ἐμπόδιο, φράγμα• νὰ ἀνοίξουμε ὄρυγμα, νὰ πέσει τὸ ἅρμα τῆς ἀντιλογίας μέσα.
Ὁ ἀγώνας πρέπει νὰ εἶναι συνεχής. Νὰ μὴν παρουσιάζωμε κενὰ• διότι τὰ κενὰ τὰ ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος καὶ σφηνώνει μέσα στὰ κενὰ καὶ μᾶς δημιουργεῖ κατάσταση ἐπικίνδυνη. Ἡ Προσευχὴ πρέπει νὰ εἶναι ἀκατάπαυστη. Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ ὅπλο μας. Καὶ μόνον νὰ προσεύχεται κανείς, ὁ διάβολος δὲν τὸν πλησιάζει εὔκολα.
Ἂς ἀγωνισθοῦμε ἐναντίον κυρίως αὐτοῦ τοῦ πάθους, διότι ἀπὸ ἐδῶ ξεκινοῦν ὅλα. Καὶ τὸ κυρίως φάρμακο κατὰ τοῦ ἐγωισμοῦ εἶναι ἡ ταπείνωσις. Ὁ Κύριός μας, μᾶς εἶπε• «Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ καὶ εὐρήσεται ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ πραότης χαρίζουν μία πνευματικὴ ἀνάπαυση στὴν ψυχή. Τῆς χαρίζουν φῶς καὶ βλέπει καθαρώτερα τὰ πράγματα.
Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, τὴν ταπείνωση τὴν ἀποκαλεῖ «Θεοΰφαντον στολήν». Τὴν ταπείνωσιν, λέγει, περιεβλήθη ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἠμπόρεσε καὶ κατῆλθε ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ ἠμπόρεσε ἡ γῆ νὰ τὸν δεχθεῖ χωρὶς νὰ καταφλεχθει.
Ἡ ταπεινοφροσύνη στολίζει τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος ὅπου καὶ ἂν σταθεῖ, ὅπου καὶ ἂν βρεθεῖ, σκορπάει μία κατὰ κάποιο τρόπο μυστηριώδη χάρη καὶ γίνεται ἀγαπητὸς καὶ προσφιλής.
Τὴν ταπείνωσιν οἱ δαίμονες τὴν τρέμουν, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καὶ μὲ ἕναν ὑποτακτικόν: Ἕνας Χριστιανὸς εἶχε μία κόρη δαιμονισμένη καὶ τὴν ἐπῆγε σὲ πολλοὺς γιατροὺς ἀλλὰ δὲν βρῆκε τὴν θεραπεία της. Αὐτὸς ὁ Χριστιανὸς εἶχε ἕνα φίλο, πνευματικὸ ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος εἶχε σχέση μὲ τοὺς μοναχούς, καὶ λέγοντάς του τὸ παράπονο, τὸν πόνο του γιὰ τὸ κορίτσι του, τοῦ λέγει ἐκείνος• «Τὸ παιδί σου θὰ βρεῖ θεραπεία μόνον ὅταν καλέσεις ἕνα μοναχό, ὑποτακτικό, καὶ ἔλθει στὸ σπίτι σου καὶ κάνει μίαν εὐχούλα, θὰ ἰδεῖς ἀμέσως τὸ παιδί σου θὰ γίνει καλά.
— Καὶ ποῦ θὰ τὸν βρῶ ἐγὼ αὐτὸν τὸν μοναχό;
— Νά! Κάτω στὴν ἀγορὰ κατεβαίνουν, λέγει, ἀπὸ τὴν ἔρημο νεώτεροι ὑποτακτικοὶ μοναχοὶ καὶ πωλοῦν διάφορα ἐργόχειρα. Σ’ ἕνα τέτοιο μοναχὸ πὲς του• «Ἔλα στὸ σπίτι νὰ σοῦ πληρώσω τὰ ἐργόχειρα, διότι τώρα ἐπάνω μου δὲν ἔχω χρήματα». Καὶ πές του νὰ σοῦ κάνει μία εὐχὴ καὶ θὰ δεῖς ὅτι τὸ παιδί σου θὰ γίνει καλά.
Αὐτὸς ἀμέσως τὸ πρωὶ κατεβαίνει στὴν ἀγορὰ• βλέπει ἕνα νέο μοναχὸ νὰ πωλεῖ διάφορα, ἐκεῖ, ἐργόχειρα.
Τοῦ λέει: Πάτερ, πόσο τὰ δίνεται αὐτά;
— Τόσο. Εἶπε ὁ μοναχός.
— Μπορεῖς νὰ ἔλθεις μέχρι τὸ σπίτι νὰ σὲ πληρώσω, γιατί ἐπάνω μου δὲν ἔχω χρήματα;
— Ἔρχομαι, λέγει.
Καὶ ἀφοῦ προχωροῦσαν πρὸς τὸ σπίτι καὶ πλησίαζαν, ὁ διάβολος μυρίστηκε τὸ πράγμα, ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ πάρει τὸ ἐξιτήριό του καὶ νὰ φύγει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἑτοιμάστηκε καὶ αὐτός. Καὶ μπαίνοντας ὁ μοναχὸς μέσα στὸ σπίτι, τὸν ἀπαντᾶ ἡ κόρη καὶ σηκώνει τὸ χέρι καὶ τοῦ δίνει ἕνα ράπισμα, τοῦ μοναχού. Αὐτός, ὁ μοναχός, γύρισε καὶ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ προσώπου καὶ τοῦ δίνει καὶ ἀπ' ἐκεῖ ἕνα ράπισμα, καὶ ἀμέσως ἡ κόρη ἔπεσε κάτω καὶ ἔβγαζε ἀφρούς. Καὶ στὸ τέλος, φεύγοντας τὸ δαιμόνιο εἶπε, ὅτι ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ μὲ βγάζει καὶ μὲ διώχνει. Καὶ ἀμέσως τὸ παιδὶ ἔγινε καλά.
Ὁ ὑποτακτικὸς αὐτός, ἀπὸ τὴν πράξη αὐτὴ φαίνεται ὅτι ἦταν ἕνας προοδευμένος, ἕνας πετυχημένος μοναχὸς ὁ ὁποῖος ὁπωσδήποτε θὰ εἶχε ἐξασκηθεῖ στὴν παιδεία καὶ στὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς του.
Στὴν προσευχή μας πάντοτε νὰ παρακαλοῦμε καὶ νὰ δεόμεθα τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἁπαλλάττη ἀπ' αὐτὸ τὸ θηρίο, τὸν ἐγωισμόν, καὶ νὰ μᾶς χαρίζη τὴν ἁγίαν ταπείνωσιν τῆς ψυχῆς.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία πρὸς Μοναχούς, τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. Γέροντος Ἐφραίμ.
Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλόθεου εἰς Ἅγιον Ὄρος.