Η εορτή της Υπαπαντής μάς υπενθυμίζει μία ακόμη στιγμή της ζωής του Ενανθρωπήσαντος Κυρίου μας κατά την οποία διακριβώνουμε την συγκατάβαση του Θεού, την ταπεινοσύνη που επέδειξε με τη θεϊκή Του κένωση προσλαμβάνοντας το ανθρώπινο, αλλά και την κλήση στην οποία μας καλεί τον καθένα προσωπικά.
Δεν είναι μόνο η τήρηση της ιουδαϊκής παράδοσης, των στοιχείων δηλαδή της θρησκείας που ρυθμίζουν την ανθρώπινη καθημερινότητα, όπως αποτυπώθηκε στην εκπλήρωση των διατάξεων του καθαρισμού του νέου ανθρώπου με τον ερχομό του στο ναό του Θεού, η προσφορά των τρυγόνων ή των περιστεριών, το κράτημά του από τον ιερέα του ναού.
Είναι και το αποκορύφωμα της σχέσης με τον Θεό που έζησε εκείνος ο απλοϊκός ιερέας, ο υπερήλικας Συμεών, όταν πληροφορείται από το Άγιο Πνεύμα ότι θα εκπληρωθεί ο λόγος για τον οποίο ζει σε τόσο προχωρημένη ηλικία. Θα αξιωθεί να κρατήσει στα χέρια του τον Μεσσία. Όλη η ζωή του γέροντα ήταν η προετοιμασία γι’ αυτή τη στιγμή. Ήταν η χαρά του να δει, να αισθανθεί, να χαμογελάσει έχοντας στα αισθητά του χέρια, πρωτίστως όμως εντός της καρδιάς του τον Θεό που έγινε άνθρωπος.
Πόσο να κράτησε αυτή η στιγμή; Λίγο. Ήταν όμως πολύ το λίγο. Ή μάλλον ήταν το παν αυτό το λίγο. Τώρα μπορούσε να φύγει από τη ζωή. Μόνο που ένιωθε πως τίποτε από όσα έκανε και έζησε δεν ανήκαν σ’ αυτόν, αλλά στον Δεσπότη Θεό. Γι’ αυτό και η τελευταία προσευχή του ήταν το «Νυν απολύεις».
Η Εκκλησία μας διαβάζει αυτή την ημέρα ένα απόσπασμα από την προς Εβραίους επιστολή, στο οποίο ο Απόστολος Παύλος μας υπενθυμίζει μία μεγάλη αλήθεια, η οποία έχει άμεση σχέση με τα παραπάνω. «Χωρίς πάσης αντιλογίας το έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται»(Εβρ. 7, 17).
Αναντίρρητα, αυτός που ευλογεί είναι ανώτερος από αυτόν που ευλογείται. Εδώ ακριβώς έγκειται η ανατροπή της εορτής. Αυτός που ευλογεί, ο Συμεών, δεν είναι ανώτερος από Αυτόν που ευλογείται, τον Χριστό. Το αντίθετο συμβαίνει. Κι όμως. Εδώ είναι η συγκατάβαση του Θεού, ο Οποίος με την κένωσή Του, με την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης, καταδέχεται να ευλογείται από το πλάσμα Του. Παρότι και πάλι ανώτερος, εν ταπεινώσει δέχεται στο δικό Του όνομα, στη δική Του εντολή, την ευλογία από το παιδί Του, που είναι ο άνθρωπος.
Μόνο που ο Συμεών έχει εντός του το χάρισμα της ιερωσύνης κι ας είναι αυτή της Παλαιάς Διαθήκης. Το χάρισμα της αναφοράς και προσφοράς του κόσμου στον Θεό, το χάρισμα της ευλογίας των αγαθών και των ανθρώπων στο όνομα του Θεού, το χάρισμα του «Δόξα τω Θεώ».
Και δοξάζει ο Συμεών τον Θεό διότι του προσέφερε στον κόσμο τον εαυτό Του. Δεν είναι ένας νέος άνθρωπος αυτός που προσφέρεται στον Θεό, αλλά ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού που ενηνθρώπησε για να εκπληρώσει το μυστήριο της Θείας Οικονομίας, από αγάπη για τον κάθε άνθρωπο.
Δοξάζει ο Συμεών τον Θεό διότι στο πρόσωπο του Υιού προσφέρει όχι απλώς την συνέχεια του ανθρωπίνου γένους, όπως γίνεται με τη γέννηση ενός παιδιού, αλλά την ανακαίνιση, τη Ζωή που θα νικήσει τον θάνατο οριστικά. Ο Χριστός ήρθε για να πεθάνει, όπως ο κάθε άνθρωπος, αλλά και για να αναστηθεί, ανοίγοντας στους ανθρώπους την οδό της αιωνιότητας, την οδό της σχέσης με τον Θεό που δεν μπορεί να νικηθεί ούτε από τον χρόνο ούτε από το κακό.
Ο ιερέας Συμεών θα ευλογήσει τον ιερέα Χριστό. Αλλά και ο Χριστός, όντας στην αγκαλιά του Συμεών, θα τον ευλογήσει. Ο ένας λαμβάνει τη Ζωή. Ο άλλος είναι η Ζωή. Ο ένας ακολουθεί την τάξη του Ααρών. Είναι ένας ανάμεσα στους πολλούς. Θα έχει συνεχιστές.
Ο Χριστός είναι ιερέας κατά την τάξη Μελχισεδέκ, τον βασιλιά και ιερέα για τον οποίο κανείς δεν ξέρει τον πατέρα ή τη μητέρα του ή το γενεαλογικό του δένδρο, ούτε πότε γεννήθηκε ή πότε πέθανε και ο οποίος συνάντησε τον Αβραάμ όταν επέστρεφε από μία νικητήρια μάχη εναντίον των βασιλέων στο Χοδολογόμορ.
Ο Χριστός είναι απάτωρ εκ μητρός και αμήτωρ εκ πατρός, η γενεαλογία Του κατά άνθρωπον είναι η γενιά του Δαβίδ, όμως η σύνδεσή Του μαζί της δεν έχει να κάνει με την διαδοχή του ανθρωπίνου γένους, διότι δεν προέρχεται εκ σπέρματος ανδρός. Γνωρίζουμε πότε γεννήθηκε και πότε πέθανε κατά άνθρωπον, γνωρίζουμε όμως ότι αναστήθηκε, δηλαδή ζει εις τον αιώνα ως Θεάνθρωπος.
Και ο Χριστός προσφέρει το ιερατικό αξίωμα στον κάθε άνθρωπο που βαπτίζεται στο όνομά Του και εντάσσεται δια του χρίσματος στην Εκκλησία, για να προσφέρει όχι απλώς τα αγαθά του κόσμου ή τα θρησκευτικώς παραδεδομένα στον Θεό, αλλά ολόκληρη την ύπαρξή του. Για να δοξάζει τον Θεό με τον τρόπο του Χριστού. Με την αγάπη. Με τη θυσία. Με την υπηρέτηση της αλήθειας. Με την υπακοή στο θέλημα του Θεού. Με την προσευχή. Με την έγνοια για τον κάθε άνθρωπο. Με την άρνηση της υποκρισίας. Με το παιδικό χαμόγελο που βγαίνει από μία καρδιά ταπεινή και συγχωρητική.
Ο Χριστός στο ναό θα τηρήσει την θρησκευτική παράδοση με ακρίβεια. Με την ίδια όμως την ενανθρώπησή Του και τη ζωή Του θα την υπερβεί. Θα της δώσει το γνήσιο εκείνο περιεχόμενο που χρειάζεται να έχει. Όχι την εμμονή στην τήρηση των τύπων ως αυταξία, αλλά με την παράδοση της σύνολης ύπαρξής μας στην αγάπη και την εμπιστοσύνη στον Θεό και την πρόνοιά Του για τον καθέναν μας.
Για να αναφωνούμε το «Δόξα τω Θεώ» όχι μόνο για τα υλικά, αλλά, κυρίως, για το δώρο της σωτηρίας! Για το παν που μας δόθηκε, αρκεί μέσα μας να προετοιμαζόμαστε όπως ο Συμεών.
Με τη ζωή εντός του ναού. Με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου. Με την υπερνίκηση του φόβου του θανάτου. Με την χρήση της παράδοσης ως βάσης για να πλησιάζουμε τον Θεό, ως τρόπο για να αναγνωρίζουμε την παρουσία του Χριστού στη ζωή μας. Για να κατανοούμε την πληροφορία του Αγίου Πνεύματος, όπως αυτή αποτυπώνεται στον λόγο του Θεού και στην εμπειρία των Αγίων.
Ότι είμαστε το έλαττον και έχουμε ανάγκη να ευλογούμαστε από το κρείττον. Ότι δηλαδή δεν είναι οι γνώσεις μας, τα επιτεύγματά μας, οι ικανότητές μας, το «εγώ» μας που μας κάνουν κρείττονες, αλλά η ευλογία μας από τον Χριστό. Και με το να θυμόμαστε ότι κληθήκαμε να συνεχίσουμε την ιερωσύνη του Χριστού την οποία λάβαμε στο μυστήριο του Χρίσματος, όταν βαπτιστήκαμε. Αυτήν που γίνεται Αγάπη!
Πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλής Μουρτζανός