Κυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου
(Λουκ. Β΄ 22-40)
Ἀπὸ σήμερα, Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, ἀρχίζει μία περίοδος ποὺ διαρκεῖ δέκα ἑβδομάδες καὶ ποὺ σκοπὸ ἔχει νὰ προετοιμάσει ὅλους μας, ὡς μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, γιὰ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ἢ πρέπει νὰ εἶναι, τὸ κέντρο τῆς ζωῆς κάθε Χριστιανοῦ. Εἶναι τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἑορτάζεται μία φορὰ τὸ χρόνο, ὡστόσο, βιώνεται καθημερινά, καὶ κυρίως μέσα ἀπὸ κάθε Θεία Λειτουργία. Ὅπως ἀναφέρεται καὶ στὴν τελευταία εὐχὴ τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου: «ἔσχομεν τοῦ θανάτου σου τὴν μνήμην, εἴδομεν τῆς Ἀναστάσεώς σου τὸν τύπον, ἐνεπλήσθημεν τῆς ἀτελευτήτου σου ζωῆς».
Ἄρα, ἡ Ἀνάσταση δὲν εἶναι – ἁπλῶς – μία ἐτήσια ἑορτὴ ἀλλὰ – κυρίως – ἡ ἐνσάρκωση τῆς προσδοκίας καὶ τὸ ἐπιστέγασμα τοῦ βιώματος ὅσων λαχταροῦν νὰ κοινωνοῦν τὸν Θεό: τόσο ἀπὸ τὸ ἅγιο Ποτήριο, ὅσο καὶ μέσα ἀπὸ τὸ πρόσωπο κάθε ἀδελφοῦ, συγγενοῦς ἢ ἄγνωστου, συμπατριώτη ἢ ἀλλοδαποῦ, δίκαιου ἢ ἁμαρτωλοῦ.
Συνεπῶς, «προσδοκῶ τὴν Ἀνάσταση» δὲ σημαίνει ὅτι περιμένω νὰ ἀνακουφιστῶ ἀπὸ τὴ νηστεία οὔτε, πάλι, νὰ χαϊδέψω τὸν ἐγωισμό μου ὅτι τὰ κατάφερα στὴν τήρηση μερικῶν τύπων, ἐνῷ ἄλλοι σκόνταψαν. Ἀντίθετα! Σημαίνει ὅτι ἐπιθυμῶ νὰ ἐκδηλώσω τὴν ἑνότητά μου ὡς μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ κοινωνῶντας μαζί Του, καί, ἐξίσου, μὲ τοὺς ἀδελφούς Του καὶ ἀδελφούς μου. Νὰ ἑνωθῶ μαζί τους ὄχι συμβολικὰ ἢ ρητορικά, ἀλλὰ ὑποστατικὰ καὶ οὐσιαστικά. Ὅπως τονίζει κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ προοίμιο τοῦ ὕμνου τῆς ἀγάπης στοὺς Κορινθίους: ἀδελφοὶ «Ὑμεῖς ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους».
Αὐτὴν τὴν ἑνότητα καλούμαστε ὅλοι ποὺ γίναμε ἀδέλφια μέσα ἀπὸ τὴ μήτρα τῆς κολυμβήθρας, νὰ ἐπιδιώκουμε καὶ νὰ βιώνουμε κάθε μέρα καὶ κατ’ ἐξοχὴν τὴν περίοδο τῆς προετοιμασίας μας γιὰ τὸ Πάσχα. Ὡστόσο, ἐπειδή, ὡς ἄνθρωποι «σάρκα φοροῦντες καὶ τὸν κόσμον οἰκοῦντες», σκοντάφτουμε στὴ σκέψη, τὰ λόγια καὶ τὴν πράξη, ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία νὰ μᾶς βοηθήσει στὸν ἀγῶνα μας. Πῶς; Προβάλλοντάς μας πρότυπα καὶ ἀντιπρότυπα συμπεριφορᾶς καὶ ζωῆς, ὥστε μιμούμενοι τὰ πρῶτα καὶ ἀποστρεφόμενοι τὰ δεύτερα νὰ καλλιεργοῦμε τὴ μεταξὺ μας ἑνότητα - ὄχι ὡς ἀτομικὴ ἀρετὴ ἀλλὰ ὡς οὐσία τῆς ἴδιας της ὕπαρξής μας.
Σήμερα, ποὺ ξεκινᾶ αὐτὴ ἡ πορεία τῶν δέκα ἑβδομάδων, τὸ ζευγάρι πρότυπου-ἀντιπρότυπου εἶναι ὁ ταπεινὸς Τελώνης καὶ ὁ ὑπερήφανος Φαρισαῖος. Μία πρώτη ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς καταλήγει καὶ στὸ αὐτονόητο ἠθικὸ δίδαγμα, ποὺ καταγράφεται στὸ τέλος της: «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται».
Μὲ ἄλλα λόγια, μὴ λὲς πολλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό σου, γιατί σύντομα θὰ προσγειωθεῖς στὴν πραγματικότητα τῆς ρηχότητάς σου. Ἀντιθέτως, θέλεις νὰ ὑψωθεῖς πνευματικά; Ταπεινώσου, στέναξε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου, δεῖξε συντριβὴ γιὰ τὰ ἁμαρτήματά σου, ζήτα συγχώρεση ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀλλά, γιὰ νὰ γίνει πράξη τὸ συμπέρασμα, καλὸ εἶναι νὰ δοῦμε καὶ πῶς ὁδηγούμαστε σὲ αὐτό.
Ὁ Φαρισαῖος, ὅπως λέει καὶ ἡ περικοπή, δὲν ἐπέστρεψε στὸ σπίτι τοῦ «δικαιωμένος», δηλαδή, καθαρισμένος ἀπὸ ἁμαρτίες καὶ εἰρηνικός. Ὄχι γιατί ψευδόταν γιὰ ὅσα καλὰ ἀπαριθμοῦσε, ἀλλὰ γιατί τὰ μόλυνε συγκρίνοντας τὸν ἑαυτό του μὲ ὅσους δὲν ἔκαναν ὅ,τι καὶ ἐκεῖνος. Ἔβρισκε, μάλιστα, εὔκολο παράδειγμα τὸν Τελώνη, ποὺ προσευχόταν πιὸ πίσω. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἔδειχνε σὲ ἕναν ὁμοεθνῆ καὶ ὁμόθρησκο ἀδελφό του, καὶ μάλιστα δημόσια καὶ ἀπροκάλυπτα, ὅτι τὸν ἀπέρριπτε, τὸν ἀπέκοπτε ἀπὸ κάθε σχέση καὶ κοινωνία μαζί του.
Τὸν θεωροῦσε ὡς ἕνα ξένο σῶμα, τοῦ ὁποίου ἡ συνύπαρξη στὸ σῶμα τῆς ἑβραϊκῆς συναγωγῆς ἦταν ἀπαράδεκτη καὶ ἐνοχλητική. Γεμᾶτος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ὑποτιθέμενη ἀρετή του δὲ μποροῦσε νὰ δεῖ καὶ νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι ὁ Τελώνης, ἂν καὶ βουτηγμένος στὴν ἁμαρτία, τὶς ἀδικίες καί, ἴσως, τὰ ἐγκλήματα, ἔβρισκε τὴ δύναμη νὰ τὰ παραδεχτεῖ καὶ νὰ ζητήσει συγχώρεση δημόσια καὶ ταπεινά. Δὲ μποροῦσε νὰ ἀποδεχθεῖ, ἔστω καὶ ὑποθετικά, ὅτι ἴσως κάποτε κι αὐτὸς νὰ βρεθεῖ στὴ θέση τοῦ Τελώνη κι ὁ Τελώνης στὴ δική του. Ἦταν πεπεισμένος ὅτι, ἤδη, εἶχε κερδίσει μία θέση στὸν Παράδεισο, ἐνῶ ὁ Τελώνης μία στὴν Κόλαση.
Ὡστόσο, εἶναι ὁ Τελώνης ποὺ ἐπιστρέφει σπίτι τοῦ «δικαιωμένος», δηλαδή, ἐξαγνισμένος καὶ εἰρηνικός. Γνωρίζει τί τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό: οἱ πολλὲς καὶ σοβαρὲς ἁμαρτίες του! Καὶ σπεύδει νὰ τὶς καταγγείλει καὶ νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη! Στὴν προσευχή του ξεγυμνώνεται ἐξομολογητικὰ καὶ χωρὶς περιστροφές: εἶναι «ἁμαρτωλός»! Καὶ μὲ τὸ «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι» δέεται, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἐλεήσει, δηλαδή, νὰ τοῦ συγχωρέσει τὶς ἁμαρτίες του καὶ νὰ τὸν ἀγκαλιάσει καὶ πάλι ὡς παιδί Του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲ δίνει σημασία στὰ λεγόμενα τοῦ Φαρισαίου γιὰ αὐτόν.
Οὔτε ὁ ἴδιος θίγεται οὔτε ἡ προσευχή του κάμπτεται. Ξέρει ὅτι εἶναι ὅπως τὸν περιγράφει ὁ Φαρισαῖος. Ἐπιπλέον, ἡ περιφρόνηση τοῦ Φαρισαίου γίνεται κίνητρο γιὰ θερμότερη προσευχή. Κατ’ οὐσίαν, ἐνδόμυχα, εὐχαριστεῖ τὸν Φαρισαῖο ποὺ τὸν ἐξουθενώνει, χωρὶς νὰ ἐξοργιστεῖ ἢ νὰ τὸν κατακρίνει. Τὸν θεωρεῖ ἕναν καλὸ ἀδελφὸ ποὺ τὸν φέρνει, ἔστω ἄκομψα, ἐνώπιον τῶν λαθῶν καὶ τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἡ μετανοημένη καρδιά του κλείνει μέσα της καὶ τὸν Φαρισαῖο καὶ βιώνει τὶς εὐλογίες τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνευσης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀδελφό. Ἀντίθετα μὲ τὸν Φαρισαῖο, εἶναι πεπεισμένος ὅτι, ἤδη, ἔχει «κλειδωθεῖ» μία θέση στὴν Κόλαση γιὰ αὐτὸν καὶ μία στὸν Παράδεισο γιὰ ὅλους τους ἄλλους, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Ὡστόσο, ἐλπίζει ὅτι, τελικά, ὁ ἐλεήμων Θεὸς θὰ τὸν σώσει.
Ἡ ἀντιπαραβολὴ τῆς πνευματικῆς κατάστασης Φαρισαίου καὶ Τελώνη φανερώνει, σὲ ἠθικὸ ἐπίπεδο, τὴν ὑπερηφάνεια ὡς ἀντιπαράδειγμα καὶ τὴν ταπείνωση ὡς παράδειγμα. Ὡστόσο, καὶ τὸ σημαντικότερο, σὲ ἐπίπεδο ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος ὑποδηλώνει, ἀφ’ ἑνὸς τὰ τραγικὰ ἀποτελέσματα τῆς ὑποτιθέμενης πνευματικότητας, ἀφ’ ἑτέρου τὶς λυτρωτικὲς συνέπειες τῆς ὑποχώρησης τοῦ «ἐγὼ» στὸ «ἐμεῖς» μέσα ἀπὸ εἰλικρινῆ ἀγώνα κάθαρσης, ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ γίνεται αὐτοσκοπός, πληροῖ τὶς προϋποθέσεις τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας μὲ Θεὸ καὶ ἀδελφό.
Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε «καθ’ ἑαυτὸν»-μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του: δὲν προσευχόταν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ ἀλλὰ στὸ δικό του θεό, τὸ «ἐγώ» του. Ὁ Τελώνης, ἀντίθετα, στάθηκε «μακρόθεν». Τοποθέτησε τὸν ἑαυτό του ὡς τὸν τελευταῖο τῆς σύναξης, ὥστε νὰ ἀγκαλιάζει μὲ τὴ ματιά του καὶ τὴν καρδιά του ὅλους ὅσοι ἦταν μπροστά του, ἀφοῦ τοὺς θεωροῦσε πολὺ πιὸ ἄξιους τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ἀπὸ ὅ,τι τὴν ἁμαρτωλότητά του.
Ὁ Χριστὸς ἀφηγήθηκε τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου λίγες ἡμέρες πρὶν τὸ πάθος Του, βαδίζοντας πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἔχοντας ἤδη πικρὴ ἐμπειρία τῆς μοχθηρίας τῶν δῆθεν δίκαιων Φαρισαίων καὶ Γραμματέων. Κάνει, ὡστόσο, μία ὕστατη προσπάθεια νὰ τοὺς συνετίσει, μήπως καὶ ἀναρωτηθοῦν ἂν πράγματι εἶναι δίκαιοι, ὅπως νομίζουν, ἢ ἁπλῶς ὑπερήφανοι, ἐγωκεντρικοὶ καὶ ἄδειοι ἀπὸ ἀληθινὴ ἀρετή.
Βαδίζοντας καὶ ἐμεῖς πρὸς τὴ νοητὴ Ἱερουσαλὴμ τοῦ φετινοῦ Πάσχα, ἂς ἐλέγξουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ εἰλικρίνεια, ὥστε νὰ δοῦμε σὲ ποιὸν μοιάζουμε περισσότερο, τὸν Τελώνη ἢ τὸν Φαρισαῖο, καὶ – κυρίως – πόσο στοχεύουμε καὶ καλλιεργοῦμε τὴν ἑνότητά μας μὲ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας, τοὺς «ἐγγὺς» καὶ τοὺς «μακράν». Καὶ ἂς ἔχουμε μόνιμα σὲ νοῦ καὶ καρδιὰ τὸν ὕμνο ποὺ σήμερα ψάλλαμε: «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν, καὶ Τελώνου μάθωμεν, τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς, πρὸς τὸν Σωτῆρα κραυγάζοντες·· Ἵλαθι μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε».
π.Στ.Μπ.