Κυριακή του Θωμά
Ιω. 12, 1-18
“Ἐάν μή ἴδω, οὐ μή πιστεύσω”, είναι τα λόγια με τα οποία αντιδρά ο Θωμάς, όταν μαθαίνει την είδηση της Αναστάσεως του Χριστού, και ότι το ίδιο βράδυ της Αναστάσεως ο Κύριος φανερώθηκε στους υπόλοιπους μαθητές. Εάν δεν δω με τα μάτια μου τον Ιησού, αν δεν αγγίξω τα πληγωμένα χέρια Του και την πλευρά Του, δεν πρόκειται να πιστέψω αυτό το απροσδόκητο και τόσο χαρμόσυνο γεγονός.
Και μια εβδομάδα αργότερα, εμφανίζεται και πάλι ο Αναστάς Κύριος στους μαθητές Του, και αυτή τη φορά βρίσκεται ανάμεσά τους και ο “άπιστος” μαθητής. Τον καλεί ο Χριστός να ψηλαφήσει τα σημάδια από τους ήλους και από τη λόγχη, ο ίδιος όμως σπεύδει να Τον προσκυνήσει και να ομολογήσει με χαρά “ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου”.
Ενθυμούμαστε σήμερα το γεγονός της ψηλαφήσεως του Θωμά, όχι μόνο γιατί αποτελεί συνέχεια των γεγονότων που ακολούθησαν το Πάθος και την Ανάσταση του Κυρίου μας, αλλά κυρίως επειδή μας δίνει μια άμεση μαρτυρία για την αλήθεια της Αναστάσεως του Χριστού.
Δεν είναι εύκολο να πιστέψει κανείς ότι πράγματι ο Χριστός αναστήθηκε, και πολύ περισσότερο όταν η χριστιανική πίστη έχει θεμελιωθεί στην Ανάσταση του Κυρίου. “Εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή καί ἡ πίστις ἡμῶν”, θα μας πει ο Απόστολος Παύλος (Α΄ Κορ. 15, 44).