Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, σήμερα, μάς περιγράφει μία πολύ ενδιαφέρουσα συνάντηση. Προτού δούμε τη συνάντηση, ας δούμε το πρόσωπο που θα συναντήσει ο Χριστός.
Η γυναίκα, που έγινε μνεία από τον Ευαγγελιστή, ήταν μία γυναίκα που δεν της ένοιαζε το αύριο. Δεν ενδιαφερόταν για μετά. Δεν είχε απορία για το τι θα γίνει μετά. Ήταν ένα είδος γυναίκα που νοιαζότανε μόνο για τις βιοτικές ανάγκες αλλά και για την ικανοποίηση του σώματος.
Μια φορά, λοιπόν, πήρε τη στάμνα και πήγε στη βρύση για να πάρει νερό. Στη βρύση, συνάντησε τον Χριστό, ο οποίος καθόταν εκεί.
Της ζητάει να του δώσει νερό να πιει. Αποκρίνεται, τότε, η Σαμαρείτιδα: «πῶς σὺ ᾿Ιουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις» («Πώς εσύ που είσαι Ιουδαίος ζητάς να πιεις από εμένα, μια γυναίκα που είμαι Σαμαρείτισσα;» – γιατί δε συναναστρέφονται Ιουδαίοι με Σαμαρείτες»).
Ο Χριστός, όμως, της απαντά: «εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν» («Αν ήξερες τη δωρεά του Θεού και ποιος είναι αυτός που σου λέει, δώσε μου να πιω, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε νερό ζωντανό»).
Τι σημαίνει η φράση «νερό ζωντανό»;
Νερό που δεν θα διψούσες ποτέ.
Δηλαδή;
Στο Θεό βρίσκεις όλα αυτά που ψάχνεις απεγνωσμένα από τους κοσμικούς ανθρώπους και από τον εαυτό σου αλλά και από τα πράγματα. Όσο και αν φας, όσο και αν πιεις, πάντα θα θέλεις κι άλλο. Λίγο πιο πολύ λίγο καλύτερο από το προηγούμενο.
Στη συνέχεια, ακούμε τη Σαμαρείτιδα να ρωτάει το Χριστό: «Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν;» («Κύριε, ούτε κουβά έχεις και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το νερό το ζωντανό;»)
Πήρε τα λόγια του Χριστού κατά λέξη. Δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο Χριστός.
Και, εκείνη τη στιγμή, ακούμε τη σημαντικότερη κουβέντα από τα χείλη του Χριστού: «πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δι’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» («Καθένας που πίνει από το νερό τούτο θα διψάσει πάλι. Όποιος όμως πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω δε θα διψάσει στον αιώνα, αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του πηγή νερού που θα αναβλύζει για ζωή αιώνια»).
Ζητάει από το Χριστό να της δώσει αυτό το νερό και ο Χριστός της λέει: «Πήγαινε, φώναξε τον άντρα σου και έλα εδώ». «Δεν έχω άντρα», λέει. «Καλά είπες: Άντρα δεν έχω – γιατί πέντε άντρες είχες και τώρα αυτός που έχεις δεν είναι άντρας σου. Αυτό είναι αληθινό που έχεις πει», τονίζει ο Χριστός.
Συνεχίζει αυτός ο διάλογος, με τη Σαμαρείτιδα να λέει: «Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης. Οι πατέρες μας σε τούτο το όρος προσκύνησαν το Θεό. Αλλά εσείς λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος όπου πρέπει να προσκυνεί κανείς» και λέει ο Χριστός: «Πίστευέ με, γυναίκα, ότι έρχεται ώρα που ούτε στο όρος ετούτο ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνείτε τον Πατέρα. Εσείς προσκυνείτε αυτό που δεν ξέρετε. Εμείς προσκυνούμε αυτό που ξέρουμε, γιατί η σωτηρία είναι από τους Ιουδαίους.
Αλλά έρχεται ώρα, και μάλιστα είναι τώρα, που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Πατέρα με Πνεύμα και με αλήθεια. Και πράγματι, ο Πατέρας τέτοιοι ζητά να είναι εκείνοι που τον προσκυνούν. Πνεύμα είναι ο Θεός, και εκείνοι που τον προσκυνούν με Πνεύμα και με αλήθεια πρέπει να τον προσκυνούν».
Σε αυτό το σημείο, βλέπουμε ο Χριστός να θίγει ένα σημαντικό ζήτημα το οποίο απασχολεί και σήμερα τους ανθρώπους. Απευθυνόμενος προς την Σαμαρείτιδα, της λέει ότι δεν ξέρεις όχι που να προσκυνήσεις αλλά ποιον. Μήπως αυτό το ερώτημα είναι για τον καθένα μας; Κολλάμε, συχνά, σε τύπους· πού να προσκυνήσουμε τον αληθινό Θεό; Και τότε παίρνουμε διάφορες απαντήσεις από τον καθένα. Άγιο Όρος, Μετέωρα, Ιεροσόλυμα κάποιοι θα πουν.
Όμως, το πραγματικό ζήτημα είναι ποιον προσκυνάμε.
Όχι, αυτό που λέμε. Αλλά αυτό που κάνουμε.
Μπορεί να λέμε ότι είμαστε χριστιανοί και πιστεύουμε στο Θεό, αλλά οι πράξεις μας δείχνουν άλλα πράγματα.
Να πηγαίνουμε κάθε Κυριακή στο ναό, αλλά να μην μιλάμε το γείτονά μας ή το συγγενή μας γιατί είμαστε μαλωμένοι μαζί του.
Εμείς, σήμερα, αν θέλουμε να πάρουμε κάποιο στοιχείο από τη συνάντηση του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα, θα ήταν το ενδιαφέρον μας για την πίστη μας.
Η Σαμαρείτιδα ξέχασε τη στάμνα με το νερό να πάρει, όταν συνειδητοποίησε ότι ο συνομιλητής της ήταν ο ίδιος ο Χριστός. Εμείς, ξέρουμε εδώ και χιλιάδες χρόνια ότι γίνεται η λατρεία του Χριστού στην εκκλησία, ο εαυτός μας; Ξέρουμε τι πιστεύουμε; Ξέρουμε γιατί λέμε αυτή την περίοδο Χριστός Ανέστη; Γνωρίζουμε ότι προσδοκάμε ανάσταση νεκρών;
Η απάντηση, αγαπητοί μου, είναι όχι.
Έχουμε χάσει το δρόμο όχι σήμερα· εδώ και χρόνια.
Νοιαζόμαστε μόνο για το φαίνεσθαι. Νοιαζόμαστε για το σε ποιο μανουάλι θα ανάψουμε το κερί μας και θα μαλώσουμε, αν δε γίνει το δικό μας. Ενδιαφερόμαστε να είναι όλα καλά όταν κάνουμε τρισάγιο ή αρτοκλασία. Όλα αυτά, καλά είναι.
Αλλά, να μην μείνουμε μόνο εκεί.
Να αλλάξουμε μέσα μας.
Να αλλάξουμε το είναι μας.
Να πιστέψουμε, πραγματικά, στο Χριστό. Να συνειδητοποιήσουμε τον λόγο που ήρθε ο Χριστός στη γη. Γιατί ήρθε για όλους μας. Για σένα και για μένα.
Τονίζει ο μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος: «Ποιός αποκτά ζωή αιώνια τρώγοντας και πίνοντας το αίμα του Χριστού; Εκείνος που κοινωνεί όπως τον καλεί η Εκκλησία: «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης». Τι σημαίνει αυτό; Με ευλάβεια. Φοβάται τον Θεό. Με πίστη πάει. Και με αγάπη. Αγωνιζόμενος να έχει την καρδιά του σύμφωνη με το θέλημα του Θεού.
Να γιατί είναι απαραίτητο να διαβάζει και να ψάχνει ο άνθρωπος για τον λόγο του Θεού. Ο λόγος του Θεού φωτίζει. Χωρίς τον φωτισμό του Θεού, ο άνθρωπος ενεργεί όπως τον πάει η φύση. Όπως ενεργεί ένα οποιοδήποτε ζώο. Σκέπτεται μόνο τις φυσικές ανάγκες και αυτήν εδώ τη ζωή».
Ας αγωνιζόμαστε να γίνεται το θέλημα του Θεού στη ζωή μας, για να μεταλαμβάνουμε άξια το Σώμα Του και το αίμα Του.
Χριστός Ανέστη!
Σωτήριος Θεολόγου
Φοιτητής Α.Ε.Α.Θ.