Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Η παραβολή της χαμένης δραχμής

( Ερμηνεία Αγ. Γρηγορίου Νύσσης )


«Η εξομοίωση με τον Θεό δεν είναι δικό μας έργο ούτε κατόρθωμα της ανθρώπινης δύναμης. Είναι δώρο της γενναιοδωρίας του Θεού, ο οποίος ευθύς αμέσως μόλις εδημιούργησε τον άνθρωπο του χάρισε την ομοιότητα προς αυτόν.

Η δε ανθρώπινη προσπάθεια, τόσο μόνο συμβάλλει, όσο, για να καθαρίσει τον ρύπο της κακίας, που εκ των υστέρων εδημιούργησε για τον εαυτό του ο άνθρωπος και να αποκαλύψει το κρυμμένο στην ψυχή κάλλος. 

Αυτήν την αλήθεια νομίζω ότι και ο Κύριος διδάσκει στο Ευαγγέλιο, όταν, σ’ αυτούς που μπορούν να ακούν τη σοφία ομιλεί συμβολικά, λέγει ότι ‘’η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν’’ (Λουκάς, 17,21). 

Νομίζω ότι ο λόγος του Κυρίου φανερώνει με αυτό, ότι το αγαθό του Θεού δεν απέχει από τον άνθρωπο, ούτε έχει αποτραβηχτεί κάπου μακριά από αυτούς, οι οποίοι θέλουν να το αναζητούν, αλλά πάντοτε παραμένει μέσα στον καθένα, αγνοούμενο μεν και ξεχασμένο, όταν καταπλακώνεται από τις βιοτικές μέριμνες και απολαύσεις, και που ξαναβρίσκεται όμως, όταν ξαναφέρουμε τον νου μας σ’ αυτό.

Αν πρέπει και με άλλα λόγια του Κυρίου να επιβεβαιώσω τον λόγον αυτόν, νομίζω ότι αυτό μας τονίζει με την αναζήτηση της χαμένης δραχμής.

Δηλαδή λέγει ότι δεν υπάρχει κανένα όφελος από τις άλλες αρετές, τις οποίες η παραβολή ονομάζει δραχμές, ακόμη και αν συμβεί να υπάρχουν όλες, αλλά απουσιάζει εκείνη η μια από την ψυχή, η οποία την στερείται. 

Γι’ αυτό κατά πρώτον μεν προστάζει να ανάπτουμε λυχνάρι, με το οποίο ασφαλώς υπονοεί τον λόγο του Θεού που φωτίζει τα σκοτεινά. Έπειτα δε η αναζήτηση της χαμένης δραχμής να γίνεται στο δικό σου σπίτι, δηλαδή μέσα σου. 

Και με την αναζητούμενη δραχμή υπαινίσσεται οπωσδήποτε τη βασιλική εικόνα, που δεν χάθηκε τελείως, αλλά καλύφθηκε κάτω από τον κόπρο. Νομίζω ότι ως κόπρο πρέπει να εννοούμε τη σαρκική βρωμιά, η οποία όταν σαρωθεί και καθαρισθεί καλά με μια ζωή προσεκτική και φροντισμένη, αποκαλύπτει το ζητούμενο».


(Απόσπασμα από την ‘’Μυστική Θεολογία’’ του αρχ. Π. Μπρούσαλη, 
‘’Περί Παρθενίας’’, αγ. Γρηγορίου Νύσσης, σελ. 171- 175)