Ἀπό τήν σημερινή μεγάλη ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ θά βγάλουμε καί θά κρατήσουμε κάποια διδάγματα, ἀπό τό ἱερό Εὐαγγέλιο καί ἀπό τήν ἱστορία. Ὅταν ὁ βασιλιάς Ἡρώδης κατάλαβε, ὅτι τόν ἐνέπαιξαν οἱ Μάγοι, ὅτι ἔφυγαν στήν πατρίδα τους ἀπό ἄλλο δρόμο, θύμωσε πάρα πολύ καί διέταξε νά σφαγοῦν ὅλα τά νήπια τῆς Βηθλεέμ καί τῆς γύρω περιοχῆς, ἀπό ἡλικίας δύο ἐτῶν καί κάτω.
Ἔτσι ὑπολόγιζε, ὅτι μεταξύ αὐτῶν θά εἶναι καί ὁ Χριστός, ὁ βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων. Ἀλλά λέμε, ἄλλαι αἱ βουλαί ἀνθρώπων, ἄλλα ὁ Θεός κελεύει. Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στόν Ἰωσήφ καί τοῦ εἶπε: Σήκω, πᾶρε τό παιδί καί τήν μητέρα του καί πήγαινε στήν Αἴγυπτο, γιατί πρόκειται ὁ Ἡρώδης νά τό σκοτώσει. Καί ὁ Ἰωσήφ σηκώθηκε ἀμέσως, τούς πῆρε καί ἔφυγε. Ἐδῶ τί ἔχουμε νά παρατηρήσουμε; Τί μᾶς λένε τά λόγια αὐτά;
Ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι παιδί τοῦ Ἰωσήφ, οὔτε ἡ Μαρία εἶναι γυναίκα του. Διαφορετικά θά ἔλεγε, πᾶρε τό παιδί σου καί τήν γυναίκα σου. Ὅμως οὔτε ὁ Χριστός ἦταν παιδί τοῦ Ἰωσήφ, οὔτε ἡ Παναγία γυναίκα του. Γι᾿ αὐτό λέγει τό παιδί καί τήν μητέρα του. Στήν ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου του γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος τό γενεαλογικό δέντρο τοῦ Μεσία: Ἀβραάμ ἐγέννησε τόν Ἰσαάκ, Ἰσαάκ δέ ἐγέννησε τόν Ἰακώβ κλπ. Ἡ ἀρχαία ἑλληνική γλώσσα γιά μέν τόν ἄνδρα χρησιμοποιεῖ τό ρῆμα γεννῶ, ἐγέννησεν, γιά δέ τήν γυναίκα τό ρῆμα τίκτω, ἔτεκεν. Ὅταν ὅμως φτάνει στήν Παναγία, ἐνῷ θά ἔπρεπε νά γράψει ἐξ ἧς ἐτέχθη, γράφει ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς, ὁ λεγόμενος Χριστός. Αὐτό φανερώνει, ὅτι ἡ Παναγία ἐγέννησε τόν Ἰησοῦ ἄνευ ἀνδρός.
Ἐπίσης, ὅταν φάνηκε ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς Παναγίας, φίδια ἔζωσαν τόν Ἰωσήφ. Τί νά εἶναι τώρα αὐτό; τί νά συμβαίνει, ἀφοῦ τό κυοφορούμενο δέν εἶναι δικό μου παιδί; Ἔτσι σκέφθηκε νά τήν ἀποπέμψει, νά τήν διώξει, νά τήν χωρίσει στά κρυφά.
Ὅταν πάλι πῆγαν στή Βηθλεέμ γιά νά ἀπογραφοῦν, λέγει τό ἱερό κείμενο, ὅτι πῆγε ὁ Ἰωσήφ μέ τήν Μαριάμ, πού ἦταν μνηστή του καί ὄχι γυναίκα του. Μνηστή, πού μάλιστα ἦταν ἔγκυος. Ἄρα λοιπόν ὁ Ἰωσήφ δέν ὑπῆρξε σύζυγος τῆς Παναγίας, οὔτε ὁ Χριστός ἦταν γυιός του. Λοιπόν σηκώνεται ἀπό τόν ὕπνο, τούς παίρνει καί φεύγουν γιά τήν Αἴγυπτο. Αὐτό πάλι μᾶς λέει πολλά καί σπουδαῖα.
Δέν διαμαρτυρήθηκε, δέν παραπονέθηκε. Δέν εἶπε, ποῦ νά πάω, Κύριε; Ποῦ θά πήγαινε στό ἄγνωστο ἀνάμεσα σέ ξένους χωρίς κανένα γνωστό, συγγενῆ ἤ φίλο; Δέν εἶχε κάνει καμμιά προετοιμασία, δέν εἶχε χρήματα, συνάλλαγμα θά λέγαμε σήμερα, οὔτε φαγητό, οὔτε ροῦχα γιά τόσο μακρινό ταξίδι. Κι᾿ ἐκεῖ πού θά πάνε, πῶς θά ζήσουν; πῶς θά τά βγάλουν πέρα; πόσο καιρό θά κάνουν; δέν γνωρίζει τίποτε. Καί ὅμως κάνει ὑπακοή καί φεύγει.
Ἀφοῦ τό λέει ὁ Θεός, ἔτσι πρέπει νά γίνει. Λέγει τό εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Ἰωσήφ ἦταν ἄνθρωπος δίκαιος, δηλαδή εὐσεβής καί ἐνάρετος. Εἶχε μεγάλη πίστη καί ἐμπιστοσύνη στό Θεό. Ἔχει ὁ Θεός, θά τά οἰκονομήσει, θά τά φέρει βολικά. Σύμφωνα μέ κάποια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τούς λόγους κάποιων Πατέρων, ἔμειναν στήν Αἴγυπτο ἑπτά χρόνια.
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶναι μεγάλο δίδαγμα γιά μᾶς. Νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στό Θεό. Νά μή ἀμφιβάλουμε γιά τήν θεία Του πρόνοια. Ὅταν ἐμεῖς θελήσουμε νά ἐφαρμώσουμε τό ἅγιο θέλημά Του, Ἐκεῖνος θά μᾶς βοηθήσει νά τό ἐπιτύχουμε. Τό λάθος εἶναι, ὅταν μόνοι μας, μέ τίς δικές μας δυνάμεις προσπαθοῦμε νά τά βγάλουμε πέρα, χωρίς τόν Θεό. Τότε εἶναι πού θά ἀποτύχουμε, θά φᾶμε τά μοῦτρα μας.
Πολλοί διερωτῶνται, τί θά κάνουμε στά δύσκολα χρόνια τοῦ ἀντιχρίστου; Ὅσοι δέν δεχτοῦν τό χάραγμά του πῶς θά ζήσουν; Ὅπως ἔζησε ὁ Ἰωσήφ μέ τήν Παναγία καί τόν διετῆ Χριστό κάτω ἀπό τήν προστασία τοῦ Θεοῦ στήν Αἴγυπτο. Ἔχει ὁ Θεός πολλούς τρόπους νά φροντίσει τούς δικούς του. Ὅταν ἔρθει ἐκεῖνος ὁ καιρός, θά μᾶς τό δείξει ὁ Θεός. Δέν θά ἀφήσει τούς δικούς του στά χέρια καί στήν τυραννία τοῦ ἀντιχρίστου.
Ἀκόμη κάτι πολύ σπουδαῖο, πού πρέπει νά προσέξουμε. Μέσα στό κρύο καί στή νύχτα ἡ Ἁγία Οἰκογένεια φεύγει γιά τήν Αἴγυπτο. Ἄν κάποιος τούς ἔβλεπε καί τούς ρωτοῦσε, γιατί φεύγετε; Τί θά ἀπαντοῦσαν; Ἀποφεύγουμε τήν ὀργή τοῦ Ἡρώδη. Δέν μποροῦσε διαφορετικά νά γλυτώσει ὁ Χριστός; Ἀσφαλῶς καί μποροῦσε, Θεός εἶναι. Χίλιους δυό τρόπους μποροῦσε νά χρησιμοποιήσει. Γιατί χρησιμοποιεῖ αὐτόν τόν συγκεκριμένο τρόπο τῆς φυγῆς; Γιά νά διδάξει ἐμᾶς. Τί νά μᾶς διδάξει; Νά δίνουμε τόπο στήν ὀργή καί νά ἀποφεύγουμε τίς ἐντάσεις. Ὅταν ἕνας Θεός δίνει τόπο στήν ὀργή, ἐμεῖς τί πρέπει νά κάνουμε; Θά ἐπιμένουμε μέ πεῖσμα στήν δική μας ἄποψη καί θά χαλᾶμε τίς καρδιές μας;
Αὐτά ἀπό τό ἱερό Εὐαγγέλιο. Ἄς μάθουμε τό τέλος τοῦ Ἡρώδη. Νά δοῦμε καί νά τρομάξουμε γιά τό τέλος τῶν ἀσεβῶν. Γιά νά σώσει τόν θρόνο του, πού οὕτως ἤ ἄλλως κάποια μέρα θά τόν ἔχανε, σκότωσε τήν γυναίκα του, τήν πεθερά του, ἀκόμη καί δύο παιδιά του. Μετά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἔσφαξε 14.000 νήπια. Εἶναι αἱμοσταγής, παρανοϊκός καί ἀδίστακτος ἐγκληματίας.
Ἀλλά τό τέλος τῶν ἀσεβῶν εἶναι ἄθλιο καί ὀδυνηρό. Λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός. Ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι φοβερός, γεμάτος πόνο. Αὐτό ἔπαθε καί ὁ Ἡρώδης. Ὅλο του τό σῶμα, ἀπό τήν κορφή μέχρι τά νύχια γέμισε πληγές, σάπησε καί τόν ἔτρωγαν τά σκουλίκια. Ἔπεφταν οἱ σάρκες καί φαινόταν γυμνά τά ὀστᾶ του. Ὁ πόνος ἦταν ἀφόρητος, γι᾿ αὐτό καί πολλές φορές ἀποπειράθηκε νά αὐτοκτονήσει. Τοῦ ἔπαιρναν ὅμως τά μαχαίρι ἀπό τά χέρια καί ἔτσι τό μαρτύριό του συνεχιζόταν. Ἡ βρώμα καί ἡ δυσοσμία ἦταν ἀνυπόφορη. Κανείς δέν μποροῦσε νά τόν πλησιάσει. Μέ ἕνα μακρύ φτυάρι, σάν αὐτό πού χρησιμοποιοῦν οἱ ἀρτοποιοί, τοῦ ἔδιναν φαγητό.
Γνώριζε πολύ καλά πώς, σάν πεθάνει, ὅλοι θά χαίρωνται καί θά πανηγυρίζουν. Γι᾿ αὐτό ἔδωσε ἐντολή καί ἔκλεισαν στή φυλακή πολλούς ἀξιωματούχους, μέ τήν ἐντολή, ὅταν οἱ σάλπιγγες ἀνακοινώσουν τόν θάνατό του, οἱ στρατιῶται νά σφάξουν τούς φυλακισμένους, γιά νά κλαῖνε κάποιοι τήν ὥρα τοῦ θανάτου του. Βέβαια ἡ διαταγή αὐτή δέν ἐκτελέσθηκε ποτέ. Τόσο πολύ δέ εἶχε πρησθεῖ, ὥστε μετά τόν θάνατό του, γιά νά τόν βγάλουν καί νά τόν κηδεύσουν χάλασαν τήν πόρτα τοῦ δωματίου του. Τέτοιο ἄσχημο τέλος θά ἔχουν οἱ ἁμαρτωλοί καί ὅλοι ἐκεῖνοι γονεῖς καί γιατροί, πού σκοτώνουν τά παιδιά, εἴτε γεννημένα, εἴτε ἀγέννητα, ἄν δέν μετανοήσουν εἰλικρινά.
Ἀγαπητοί μου,
Ἄς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη πάντοτε στήν πρόνοια καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Νά ζοῦμε κατά τό ἅγιο θέλημά Του καί νά ἀποφεύγουμε τήν ἁμαρτία, τήν κάθε εἴδους ἁμαρτία. Νά παρακαλοῦμε δέν τόν δίκαιο Ἰωσήφ καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, νά μεσιτεύουν γιά μᾶς, ὥστε ὁ ἐν σπηλαίῳ τεχθείς Κύριος νά μᾶς συναριθμήσει μέ τούς δικούς Του ἀνθρώπους, νά μᾶς κατατάξει στήν δική Του οἰκογένεια, στήν οἰκογένεια τοῦ οὐρανοῦ. Ἀμήν.-