Τὸ καλό εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι διψοῦν τὴν ἁπλότητα καὶ ἔφθασαν σὲ σημεῖο νὰ κάνουν τὴν ἁπλότητα μόδα καὶ ἄς μή νιώθουν ἁπλά.
Ἔρχονται μερικοί στὸ Ἅγιον Ὅρος μὲ κάτι ξεβαμμένα ροῦχα. Λέω: «Αὐτοί δὲν δουλεύουν στὰ χωράφια, γιατί εἶναι ἔτσι;».
Ἄλλος μιλάει χωριάτικα ἀπὸ φυσικοῦ του καὶ τὸν χαίρεσαι. Ἄλλος πάει νὰ μιλήση χωριάτικα καὶ σοῦ ἔρχεται νὰ κάνης ἐμετό.
Εἶναι καὶ μερικοί ποὺ ἔρχονται μὲ τὶς γραβάτες τους… Ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρο στὸ ἄλλο. Ἕνας εἶχε ἔξι-ἑπτά γραβάτες μαζί του. Ἕνα πρωί ποὺ ἑτοιμαζόταν, φόρεσε τὴν γραβάτα, τὸ κουστούμι τοῦ κ.λπ. «Τί κάνεις ἐκεῖ;», τοῦ λέει κάποιος. «Θὰ πάω στὸν π. Παΐσιο», λέει. «Ἔ, καὶ τί εἶναι αὐτὰ ποῦ φορᾶς;». «Τὰ φορῶ, λέει, γιὰ νὰ τὸν τιμήσω». Βρέ, τί πάθαμε!
Ἁπλότητα δὲν ἔχουν καθόλου· Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀλητεία. Ὅταν οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι δὲν ζοῦν ἁπλά, ἀλλὰ εἶναι κουμπωμένοι, δὲν βοηθοῦν τὴν νεολαία.
Ἔτσι τώρα οἱ νέοι, μή ἔχοντας κάποιο πρότυπο, ζοῦν ἀλήτικα.
Γιατί, ὅταν βλέπουν κουμπωμένους Χριστιανούς, ἀνθρώπους σφιγμένους μὲ γραβάτες, καλουπωμένους, δὲν βρίσκουν σ΄ αὐτούς καμμιά διαφορά ἀπὸ τούς κοσμικούς καὶ ἀντιδροῦν.
Ἄν ἔβλεπαν ἁπλότητα στούς πνευματικούς ἀνθρώπους, δὲν θὰ ἔφθαναν σ΄ αὐτήν τὴν κατάσταση.
Ἀλλά τώρα κοσμικό πνεῦμα οἱ νέοι, κοσμική τάξη αὐτοί. «Ἔτσι πρέπει νὰ περπατᾶμε οἱ Χριστιανοί, ἔτσι πρέπει ἐκεῖνο, ἔτσι τὸ ἄλλο…»Καὶ δὲν εἶναι ὅτι τὸ κάνουν ἀπὸ μέσα τους, ἀπὸ εὐλάβεια, ἀλλὰ γιατί «ἔτσι πρέπει».
Ὅποτε καὶ οἱ νέοι λένε: «Τί πράγματα εἶναι αὐτά; Νὰ πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία μὲ σφιγμένο τὸν λαιμό! Ἄντε ἄπ΄ ἐκεῖ!» καὶ τὰ πετοῦν καὶ γυρίζουν γυμνοί. Πιάνουν τὸ ἄλλο ἄκρο. Κατάλαβες; Ὅλα αὐτὰ ἀπὸ ἀντίδραση τὰ κάνουν. Ἐνῶ ἔχουν ἰδανικά, δὲν ἔχουν πρότυπα καὶ εἶναι ἀξιολύπητοι.
Γι’ αὐτὸ χρειάζεται κανεὶς νὰ τούς κεντρίση τὸ φιλότιμο καὶ νὰ τούς συγκινήση μὲ τὴν ἁπλὴ του ζωή.
Ἀγανακτοῦν, ὅταν καὶ αὐτοί οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι καὶ οἱ ἱερεῖς προσπαθοῦν μὲ συστήματα κοσμικά νὰ τούς συγκρατήσουν.
Ὅταν ὅμως βροῦν τὴν σεμνότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἁπλότητα καὶ μία εἰλικρίνεια, τότε προβληματίζονται.
Γιατί, ὅταν κανεὶς ἔχη εἰλικρίνεια καὶ δὲν ὑπολογίζη τὸν ἑαυτό του, εἶναι ἁπλός, ἔχει ταπείνωση. Ὅλα αὐτὰ δίνουν ἀνάπαυση καὶ στὸν ἴδιο, ἀλλὰ εἶναι αἰσθητά καὶ στὸν ἄλλον. Καταλαβαίνει ὁ ἄλλος ἄν τὸν πονᾶς ἤ ὑποκρίνεσαι.
Ἕνας ἀλήτης εἶναι καλύτερος ἀπὸ ἕναν ὑποκριτή Χριστιανό. Γι’ αὐτὸ ὄχι ὑποκριτικό γέλιο ἀγάπης ἀλλὰ φυσιολογική συμπεριφορά· οὔτε κακία οὔτε ὑποκρισία ἀλλὰ ἀγάπη καὶ εἰλικρίνεια.
Περισσότερο μὲ συγκινεῖ, ὅταν ἐσωτερικά εἶναι κανεὶς τοποθετημένος καλά.
Νὰ ἔχη δηλαδή σεβασμό καὶ ἀγάπη πραγματική, νὰ κινῆται ἁπλά, νὰ μήν κινῆται μὲ τύπους, γιατί τότε μένει κανεὶς μόνο στὰ ἐξωτερικά καὶ γίνεται ἄνθρωπος ἐξωτερικός, δηλαδή ἀποκριάτικος καρνάβαλος.
Ἡ ἐσωτερική καθαρότητα τῆς ὄμορφης ψυχῆς τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου ὀμορφαίνει καὶ τὸ ἐξωτερικό του ἀνθρώπου καὶ ἡ θεία ἐκείνη γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γλυκαίνει ἀκόμη καὶ τὴν ὄψη του.
Ἡ ἐσωτερική ὀμορφιά τῆς ψυχῆς, ἐκτός ποὺ ὀμορφαίνει πνευματικά καὶ ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο, ἀκόμη καὶ ἐξωτερικά, καὶ τὸν προδίδει μὲ τὴν θεία Χάρη, ὀμορφαίνει καὶ ἁγιάζει καὶ αὐτὰ τὰ ἄσχημα ροῦχα ποὺ φοράει ὁ χαριτωμένος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Πάπα-Τύχων ἔρραβε μόνος του σκουφιά μὲ τὴν σακκορράφα ἀπὸ κομμάτια ράσου, τὰ ἔκανε σάν σακκοῦλες, καὶ τὰ φοροῦσε, ἀλλὰ σκορποῦσαν πολλή χάρη. Ὅ,τι παλιό φοροῦσε ἤ ἀσουλούπωτο, δὲν φαινόταν ἄσχημο, γιατί ὀμόρφαινε καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἐσωτερική ὀμορφιά τῆς ψυχῆς του.
Κάποτε τὸν φωτογράφισε ἕνας ἐπισκέπτης ὅπως ἦταν, μὲ τὴν σακκούλα γιὰ σκουφί καὶ μὲ μία πιτζάμα, ποὺ τοῦ εἶχε ρίξει στὶς πλάτες του, γιατί εἶδε τὸν Γέροντα νὰ κρυώνει.
Καὶ τώρα ὅσοι βλέπουν στὴν φωτογραφεῖα τὸν Πάπα-Τύχωνα νομίζουν ὅτι φοροῦσε δεσποτικό μανδύα, ἐνῶ ἦταν μία παλιά παρδαλή πιτζάμα. Οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κουρέλια τοῦ τὰ ἔβλεπαν μὲ εὐλάβεια καὶ τὰ ἔπαιρναν γιὰ εὐλογία.
Μεγαλύτερη ἀξία ἔχει ἕνας τέτοιος εὐλογημένος ἄνθρωπος, ποὺ ἄλλαξε ἐσωτερικά καὶ ἁγίασε καὶ ἐξωτερικά, παρά ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀλλάζουν συνέχεια μόνον τὰ ἐξωτερικά (τὰ ροῦχα τους) καὶ διατηροῦν ἐσωτερικά τὸν παλαιό τους ἄνθρωπο μὲ ἀρχαιολογικές ἁμαρτίες.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ,
ΛΟΓΟΙ Α’- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ