Τὸ 1967, μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Γέροντα Ἀμφιλοχίου τοῦ Πατμίου, τρεῖς ἀδελφοὶ ἐπισκέφθηκαμε τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μία παλιὰ γνωριμία μᾶς ἔφερε στὴν Κέλλα τοῦ μοναχοῦ Παϊσίου. Τοῦ ζητήσαμε νὰ μᾶς ὑποδείξει κάποιους πνευματικοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀκροασθοῦμε λόγον ἀγαθόν. Ἀποκρίθηκε:
-Ὁ λόγος ποὺ βρίσκομαι σ’ αὐτὴν τὴν ἔρημο εἶναι ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ἀφάνεια.
***
Ἀπὸ ἄλλον νεώτερο μοναχό, πληροφορηθήκαμε πὼς στὰ Κατουνάκια ὑπάρχει Ἱερομόναχος ποὺ κάνει τὸν ἀγῶνά του, χωρὶς νὰ γίνεται καθόλου λόγος γιὰ προορατικά, προφητικὰ καὶ θαυματουργικὰ χαρίσματα. Καλογερικὲς κουβέντες: «Ἀγωνίζεται».
***
Ψάχνοντας τὸν Ἐφραίμ, βρεθήκαμε στὰ Κατουνάκια. Ἡ ἀδελφότητα τῶν Δανιηλαίων, εἶναι ἀπὸ παλιὰ ἕνα καλὸ στέκι γιὰ νὰ φέρει κανεὶς γυροβολιὰ τὴν «ἔρημο», ὅπως χαρακτηρίζονται ἐκεῖνα τὰ βραχώδη τοπία τοῦ Ἄθωνα. Στὴν συνοδία αὐτὴν ὁ μετὰ τὸν Γέροντα Πατὴρ Μόδεστος ξεχώριζε γιὰ τὸ ἱλαρὸν τοῦ προσώπου, τὴν ἀκακία του τρόπου του καὶ τὴν ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς. Ἀργότερα, ποὺ ἔγινε Γέροντας τοῦ Κελλιοῦ, αὐτὰ ἔγιναν ἐμφανῆ καὶ ἐπίσημα στολίδια στὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς Μοδέστου. Ἦταν καὶ αὐτὸς γνήσιο παιδὶ τῆς ἀθωνικῆς πολιτείας.
Ὁ ἁπλὸς καὶ ἀνεπιτήδευτος λόγος του ἦτανε νᾶμα Χάριτος. Τὸ χέρι του τὸ ἀσπαζόσουνα ὅπως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας στὶς ἅγιες εἰκόνες. Ἔφερνε καὶ αὐτὸς σεβαστικὰ τὸ ψωμὶ στὸ στόμα του σὰν τοὺς παλιοὺς ἀνθρώπους. Μειδιοῦσε σὰν παιδὶ καὶ σοβαρευότανε σὰν μεγάλος μέσα στὴν ἐλαχιστότητά του. Μιλοῦσε ὄχι ἀπὸ καθέδρας, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ σκίμποδο τοῦ ἁγιορείτου μαθητοῦ. Σπάνιες χάρες σήμερα. Ποῦ «γεροντισμὸς» στὸν γέροντα Μόδεστο καὶ «σοβαρότητα» ἱκανοῦ διδασκάλου; Μιλοῦσε, καὶ ῥόδιζε τὸ πρόσωπό του σὰν ντροπαλὴ παιδίσκη.
«Κύριε, μὴ μᾶς στερήσεις ἀπὸ τὴν παρουσία τους. Δίνε μας πάντα τέτοια ``κάντρα``».
***
Καὶ ἄλλη μία συνοδία μᾶς ἐκαρδίωσε: τοῦ Γέροντα Χριστόδουλου. Τὸ Κελλὶ βρισκότανε κάτω ἀπὸ τοὺς Δανιηλαίους πρὸς τὰ Καρούλια. Ὁ Γέροντας καὶ ὁ ὑποτακτικὸς μᾶς ὑποδέχθηκαν στὴν ἀληθινὴ ἀετοφωλιά τους σὰν παλιοὺς γνώριμους. Ἐκεῖνο ποὺ ἀβίαστα διέκρινες ἦταν ὁ ἀλληλοσεβασμὸς μεταξύ τους· ἦταν ἄλλωστε καὶ οἱ δύο ἡλικιωμένοι. Ὁ καθένας κοίταζε νὰ κρυφτῆ πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλον, γι’ αὐτὸ φαίνοντα καὶ οἱ δύο. Μόνον ὁ Γέροντας, χωρὶς νὰ τὸν διορθώνει ὁ ὑποτακτικός, σιγομιλοῦσε, νὰ μὴν χαλάσει τὴν ἡσυχία τοῦ τόπου. Εἴχαμε ἕνα κοινὸ σημεῖο ἐπαφῆς. Αὐτὸ ἦταν ὁ θαυμασμός μας στὸν Ὅσιο Χριστόδουλο τὸν Λατρινό. Μιλοῦσε ὁ Γέροντας γιὰ τὸν Ὅσιο, ἀπὸ τὴν Λίμνη τῆς Εὐβοίας ποὺ καταγότανε. Καὶ ἐμεῖς πάλι γιὰ τὸν Ὅσιο συνδιαλεγόμεθα, ἀπὸ τὴν Πάτμο ποὺ προερχόμαστε. Ὄμορφες ἀνοιξιάτικες συναντήσεις, πετροκότσυφες καὶ ἀηδόνια, στὶς βραχώδεις παρυφὲς τοῦ Ἄθωνα.
Τὸν ῥωτήσαμε γιὰ τοὺς «ζηλωτές». Ἀπήντησε εὐθέως:
-Ἐμεῖς, παιδί μου, εἴμαστε ἀγράμματοι ἄνθρωποι. Τὸ ἔργο τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ λατρεία. Ἡ εὐθύνη εἶναι τῶν κρατούντων στὴν Ἐκκλησία καὶ τῶν μορφωμένων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν. Ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε τὴν Ἐκκλησία. Ἀκοῦμε πολλά. Σφίγγεται ἡ καρδιά μας. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήσει.
***
Αὐτὴ ἦταν ἡ μία πλευρὰ τῶν Κατουνακίων. Στὴν ἄλλη φθάσαμε, ὅταν οἱ καυτὲς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου -ἦταν τέλος τοῦ μήνα θεριστῆ- ἔγλειφαν τὶς τελευταῖες νοστιμιὲς τῶν βράχων. Προχωρημένο ἀπόβραδο φθάσαμε στὴν Καλύβα τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ. Μέσα σὲ θαμπὸ φῶς διεκρίνετο ἡ φιγούρα τοῦ Γέροντα. Ὑψίκορμος καὶ δεμένος ὅπως ἤτανε φάνταζε σὰν γερασμένος κορμὸς πλατάνου. Ἀργότερα μοῦ διηγεῖτο:
-Καὶ τὶς τέσσερις πεζοῦλες τοῦ κήπου μας τὶς ἔσκαβα μόνος μου μὲ τὸ δικέλλι. Τώρα προτείνω στοὺς ὑποτακτικοὺς νὰ πιάσει ὁ καθένας ἀπὸ μία πεζούλα νὰ σκάψει καὶ μοῦ καμώνονται πὼς δὲν μποροῦνε -ἄλλος ἔχει τὴν μέση του, ἄλλος τὰ χέρια του- καὶ ζητάνε φρέζα. «-Παιδιά μου, ἡ μηχανὴ θὰ καταστρέψει τὴν ἡσυχία τοῦ τόπου». «-Ὄχι, Γέροντα· νὰ πάρουμε φρέζα». «-Ἔ, πάρτε καὶ χέζα νὰ ἡσυχάσετε».
Ὁ παπα-Ἐφραὶμ ἐκεῖνα τὰ χρόνια δὲν ἦταν ὄνομα μεγάλο στὸν Ἄθωνα. Κάποιοι δειλὰ-δειλὰ σιγοψιθύριζαν γιὰ τὴν ἀξία τοῦ λόγου του. Μέχρι καὶ τὸ 1978, ποὺ ζητήσαμε ἀπὸ τὸν γείτονά του νὰ μᾶς δείξει τὸ μονοπάτι ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Κέλλα του, μᾶς εἶπε:
-Ἔχω ἀκούσει πὼς ἔχει καλὴ διδαχὴ καὶ ἔχω λογισμὸ νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ.
Ὁ Γέρων ἐκεῖνο τὸ εὐλογημένο βράδυ μᾶς ὑποδέχθηκε μὲ περισσὴ καταδεκτικότητα. Μᾶς ὡδήγησε στὴν ἐκκλησία καὶ ξοπίσω του ἀκολουθοῦσε γέροντας ξυπόλυτος, ποὺ φαινόταν τᾶ γηρατειὰ νὰ τοῦ σκόρπισαν τὸν νοῦ καὶ εἶχε ἀπόλυτη ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν παπα-Ἐφραίμ. Ὅταν τοῦ συστηθήκαμε πὼς εἴμαστε θεολόγοι, μᾶς κοίταξε μὲ ἕνα μειδίαμα συμπάθειας ποὺ μᾶς προσγείωσε ἀμέσως. Βρὲ τί μάθαμε στὸ σχολειὸ καὶ τί πάθαμε στὴν ἔρημο! Ἦταν φοβερό: ἐμεῖς τὰ εἰκοσιπεντάχρονα παιδαρέλια νὰ συστηνώμαστε θεολόγοι σ’ ἕνα λευκασμένο Γέροντα τῆς ἐρήμου! Πήραμε μάθημα δυνατὸ καὶ τὸ κρατῶ ἀκόμη:
-Καλά μου παιδιά, θεολόγος εἶναι αὐτὸς ποὺ ὁμιλεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι αὐτὸς ποὺ σπουδάζει θεολογία.
Ὁ γέρος μᾶς ἄφησε νὰ ἐπιστρέψουμε στοὺς Δανιηλαίους καταγοητευμένοι. Φορτίσαμε τὸ εἶναί μας ἀπὸ τὴν σκηνὴ τῆς ἐρήμου καὶ ἦταν ἀλήθεια, γιατὶ καὶ ἀργότερα, ὁσάκις τὸν ἀπαντήσαμε, φορτωμένοι φύγαμε ἀπὸ τὸν παπα-Ἐφραίμ.
Εἶχε μία ἀληθινότητα καὶ στὸν τρόπο καὶ στὸν λόγο του. Κάθε φορὰ ποὺ βρισκόμουνα στὸ Κελλί του ἀκουμποῦσε τὸ ξεροδερμάτινο μάγουλό του στὸ δικό μου καὶ ἔλεγα καθ’ ἑαυτόν: «Μὴν παραδοξῆς· παίρνεις Χάρη καὶ δίνεις ἁμαρτία». Θυμόμουνα πὼς ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς φίλησε τὴν Ὁσία Μαρία στὸ κατάξερο στόμα της, γιὰ νὰ πάρει Χάρη.
***
Ὅταν πνευματικός του ἀδελφὸς τοῦ ἐμπιστεύθηκε: «Θὰ ὑπάγω στὸ νησί μου νὰ ἀφυπνίσω τὸν μοναχισμό· ἂν δὲν τὸ πετύχω, θὰ πετάξω τὰ ῥάσα», γιὰ χρόνια δὲν μποροῦσε νὰ τὸ διασκεδάσει.
-Ἐπιτέλους, ποιοί εἴμαστε, ἀκόμα καὶ τὸν Θεὸν νὰ ἀπειλοῦμε; Εἶναι ἀσέβεια, ἅγιε καθηγούμενε, καὶ μόνον ποὺ τὸ συλλογισθήκαμε, ὄχι νὰ τὸ λέμε κιόλας.
Καὶ ἀργότερα ἔλεγε:
-Μὲ τὴν ἀξιωσύνη ποὺ τοὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς κάτι πέτυχε. Ἀλλὰ καὶ ὁ διάβολος μερίδα μεγάλη κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀκούστηκαν πολλὰ καὶ ἔφυγε διωγμένος.
***
Ὅταν τὸν ῥώτησα γιὰ θέματα ἐξομολογήσεως, μοῦ ὡμολόγησε πὼς ἐκεῖνος ποτὲ δὲν μελέτησε Κανόνες, γι’ αὐτὸ δὲν ἐξομολογεῖ.
-Τὸ ἔργο ποὺ καλλιέργησα ἐδῶ ποὺ κάθομαι εἶναι ἡ προσευχή.
Ῥώτησα:
-Νὰ διαλεχθῶ μὲ ἄλλους Ἡγουμένους καὶ Γεροντάδες;
Καὶ μοῦ ἀποκρίθηκε:
-Οὐδαμῶς. Νὰ κρατήσεις ὅ,τι παρέλαβες ἀπὸ τοὺς Γέροντες Φιλόθεο καὶ Ἀμφιλόχιο. Καὶ ἐγὼ αὐτὰ θὰ κρατήσω.
***
Ἐνῶ ἦταν ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς, δίδασκε τὴν ὑπακοή:
-Γίνου πτυελοδοχεῖο, καθοίκι τοῦ Γέροντά σου.
Ἀναφερόμενος στὸν ἑαυτό του ἔλεγε:
Εφραίμ ιερομόναχος Κατουνακιώτης (1912-1998) με τον γέροντά του ιερομόναχο Νικηφόρο (καθήμενο), τον μοναχό Προκόπιο (αριστερά) και τον πατέρα του μοναχό Ιώβ (δεξιά), 1967 |
-Τριάντα δύο χρόνια ἔκανα ὑποτακτικὸς στὸν Γέροντα Νικηφόρο, ὁ ὁποῖος «ἔχανε». Τὸν παρακαλοῦσα νὰ φέρουμε μὲ λίγους σωλῆνες τὸ νερὸ στὸ Κελλί, γιατὶ «τὰ χρόνια πέρασαν καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸ κουβαλῶ ἀπὸ τόσο μακριά». «Ὄχι», ἔλεγε ὁ Γέροντας, «αὐτὴ εἶναι ἡ καλογερική».
Τὸ τρίπτυχο τῆς διδαχῆς του ἦταν: «Ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ ἡ προσευχὴ καὶ ἀπὸ τὴν προσευχὴ ἡ θεολογία».
-Κάποτε, ἐργοχειροῦσα, σκάλιζα σφραγῖδες, καὶ συγχρόνως μαγείρευα πέρασε ὁ ἀδελφὸς καὶ μοῦ λέει: «Κοίταξε τὸ φαγητό». Καὶ ἐνῶ βρισκόμουνα σὲ ὥρα Χάριτος, δὲν ὑπάκουσα τὸν ἀδελφό. Καὶ τὴν προσευχὴ ἔχασα καὶ τὸ φαγητὸ ἔκαψα.
Στὴν ὑπακοὴ στεκόταν ὁ Γέροντας Ἐφραίμ, ὡς τὴν βάση τοῦ μονήρους βίου.
-Στὸν μοναχισμό, τὰ πάντα στὴν ὑπακοὴ στηρίζονται. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἐκεῖ τελειώνει.
Οἱ Γεροντάδες του ἦταν ἁπλοῖ ἄνθρωποι. Εἶχαν ἐργόχειρο τὴν ψαρική. Παρ’ ὅλο ποὺ δὲν διέθεταν αὐτὰ ποὺ ζητοῦσε ὁ παπα-Ἐφραίμ, παρέμεινε στὴν ὑποταγὴ καὶ διακονία τῶν Γεροντάδων, ἔχοντας σύμβουλο στὰ πνευματικὰ καὶ τὸν Πατέρα Ἰωσήφ, τὸν ἐπιλεγόμενο Σπηλαιώτη.
Κάποτε, λογισμοὶ φυγῆς καὶ ἀπελπισίας τὸν κατέλαβαν. Βγῆκε ἔξω καὶ κάθισε στὸ πίσω μέρος τοῦ Κελλιοῦ μὲ ἐμφανῆ τὴν θλίψη στὸ πρόσωπό του. Περαστικὸς μοναχὸς τοῦ ῥίχνει τὸ πεπυρωμένο βέλος τῆς ἀμφιβολίας:
-Ἐφραίμ, μὴν νομίζεις πὼς μόνον τὸ τζάκι τῆς Καλύβας τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ καπνίζει. Ἔχει καὶ ἄλλα τζάκια πιὸ φωτεινά.
Ἀμέσως συνῆλθε ἀπὸ τὸν χαλασμένο λογισμὸ καὶ ἐπέστρεψε στὴν Καλύβα τῶν πατέρων του.
***
Ὁ λόγος του ἦταν πάντοτε μέσα ἀπὸ τὴν προσευχὴ βγαλμένος καὶ ὄχι ἀπὸ ἀκούσματα καὶ ἀναγνώσεις. Γι’ αὐτὸ ἦταν πάντα καθαρὸς καὶ οἰκοδομητικός. Ἦταν λαλιὰ ποὺ λάμβανε ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ ὄχι ἀπὸ τὶς ἀνεύθυνες κουβέντες τῶν περίεργων. Κάποια φορὰ τὸν ῥώτησε καθηγητής, ποὺ ἔπαιρνε μέρος στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἂν πρέπει νὰ συμμετέχει. Ὁ παπα-Ἐφραὶμ ἀσυζητητὶ τὸν προέτρεψε νὰ μὴν παύσει νὰ συμμετέχει, ἀλλὰ ὁ λόγος του νὰ εἶναι σαφὴς καὶ ζωντανός, γιατὶ μὲ τὰ μεσοβέζικα καὶ αὐτοὶ μπερδεύονται καὶ ἐμεῖς σύγχυση λαμβάνουμε.
Τοὺς προσερχομένους ἤκουε μὲ πολλὴ προσοχή. Γιὰ τὸν παπα-Ἐφραὶμ ἐκείνη τὴν ὥρα ὑπῆρχε μόνον ὁ συνομιλητής του στὸν κόσμο καὶ κανένας ἄλλος. Συνεσταλμένα τοῦ ἔλεγε κάποια πράγματα, γι’ αὐτὸ ἐν κατακλεῖδι συνιστοῦσε παράκληση στὴν Παναγία τὴν Γοργοϋπήκοο:
-Ἂς ἀφήσουμε καὶ τὴν Παναγία νὰ μιλήσει.
Ἔτσι, κάθε μέρα, ἐπιστρέφοντας τὸ καράβι ἀπὸ τὴν Δάφνη, ἀποβίβαζε προσκυνητὲς γιὰ παράκληση στὴν Παναγία. Πέθανε ὁ παπα-Ἐφραίμ, τελείωσε αὐτὸς ὁ τρόπος εὐαγγελισμοῦ τοῦ κόσμου. Οἱ σημερινοὶ Γεροντάδες εἶναι τόσο αὐτάρκεις, ποὺ δὲν χρειάζεται ἡ Παναγία! Τὰ γνωρίζουν ὅλα καὶ τὰ μποροῦν ὅλα!
***
Ὅταν τοῦ ζήτησαν νὰ ἡγουμενεύσει στὴν Μεγίστη Λαύρα, μετὰ τὴν κοινοβιοποίηση τῆς Μονῆς, ἀγχώθηκε πολύ. Πίστευε βαθιὰ πὼς οἱ Ἡγούμενοι κρατοῦν τὸ Ὄρος, εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ τόπου. Ὅταν ἔβλεπε Ἡγούμενο, ἀπὸ μακριὰ μετάνιζε. Θεώρησε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο καὶ πολὺ λίγο γιὰ μία τέτοια θέση. Προσευχήθηκε θερμὰ στὴν Παναγία καὶ πῆρε πληροφορία νὰ μείνει στὴν Καλύβα του. Τὸν ῥώτησα πῶς ἐννοεῖ τὴν πληροφορία καὶ μοῦ ἀπήντησε:
-Εὐθὺς ποὺ εἶπα «ὄχι», ξελάφρωσα· ἔφυγε μεγάλο βάρος ἀπὸ τὴν καρδιά μου.
Ὁ παπα-Ἐφραὶμ δὲν παραμύθιαζε κανένα. Οὔτε «εἶδα» οὔτε«ἄκουσα τὴν Παναγία».
Εἶχε χαρίσματα ὁ γέρος, χωρὶς νὰ τὰ κάνει σημαιάκια. Τὸ 1978 ζητήσαμε τὴν Μονὴ Δοχειαρίου. Ἦταν ἀρνητικοὶ ἀπὸ τὸν Πρῶτο τοῦ Ὄρους μέψρι τὸν πολιτικὸ διοικητὴ καὶ τὴν πατριαρχικὴ Ἐξαρχία. Μόνον ὁ παπα-Ἐφραὶμ ἔλεγε:
-Ἡ Παναγία ἐσᾶς θέλει. Θὰ ἀργήσει, ἀλλὰ θὰ ἀνοίξει ἡ πόρτα.
-Γέροντα, ἑπτὰ ἀδελφότητες ζητοῦνε τὴν Δοχειαρίου· ἐμένα θὰ προτιμήσουνε;
-Ἐσένα θέλει ἡ Παναγία.
Τὸ 1980 κοινοβιάσαμε στὸ Μοναστήρι.
Ὅταν τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1978 συνείκασε τὴν ἀνέχεια τοῦ Μοναστηριοῦ ἀδελφός, ἐδειλίασε καί, πνιγμένος στοὺς λογισμοὺς τῆς φτώχειας, ἐπισκέφθηκε τὸν παπα-Ἐφραίμ. Εὐθὺς ὡς ἀντίκρυσε τὸν Γέροντα, ἐκεῖνος τὸν ἐπέπληξε:
-Ὄχι χρήματα, Πάτερ Γαβριήλ. Τὸ Μοναστήρι ἔχει τὴν Παναγία. Αὐτὴ τὰ καλύπτει ὅλα.
***
Σὲ κάποια ἄλλη συνάντηση εἶχα μαζί μου δύο δοκίμους. Σὲ μία στιγμὴ φώναξε:
-Αὐτὸς εἶναι δικός σου.
Γιὰ τὸν ἄλλο σιώπησε. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ ἕνας εἶναι σήμερα παπᾶς στὸ Μοναστήρι καὶ ὁ ἄλλος ἔγγαμος στὸν κόσμο. Πειρακτικὰ τοῦ εἶπα:
-Γιατί χτυπᾶτε πόρτες ποὺ δὲν ἀνοίγουν στ’ ἀλήθεια;
Μοῦ ἀποκρίθηκε:
-Καὶ ὁ γείτονας νὰ ἀκούσει κέρδος τὸ ἔχουμε.
Ποτὲ δὲν ζητοῦσε ὑπερβολές. Ἤθελε ὅμως αὐτὸ τὸ λίγο ποὺ κάνεις νὰ τὸ ἐνεργῆς κάθε μέρα. Ποτὲ νὰ μὴν μένεις ἀτείχιστος ἀπὸ προσευχή.
***
Ἐπίσης, εἶχε σὰν πληροφορία τὴν εὐωδία ἢ τὴν δυσωδία. Κάποια περίδος ἀσθενείας του προθυμοποιήθηκε ἱερεὺς νὰ τοῦ λειτουργῆ. Στὸ κλείσιμο τῆς ἑβδομάδος εἰσῆλθε στὸ ἅγιο Βῆμα καὶ ὠσφράνθηκε βρώμα ἀφόρητη. «Κύριε, τί ἔγινε; Ἐμένα τὸ Ἱερό μου μοσχομύριζε». Κάλεσε τὸν παπᾶ στὸ πετραχήλι.
-Ἂν ἔχουν ἔτσι τὰ πράγματα, γιατί βεβηλώνεις καὶ μαργαρίζεις τὸ Θυσιαστήριο;
Καὶ ἄλλη μαρτυρία. Τὸν ῥώτησαν τί εἶναι ἡ μασονία.
-Τί νὰ ποῦμε ἐμεῖς; Πάρτε τὸ κομποσχοίνι νὰ μιλήσει ὁ Θεός.
Μετὰ τοὺς πρώτους κόμπους ἐξῆλθε βρῶμα.
Καὶ ἄλλοτε σὲ ἄλλη ἐρώτηση ὠσφράνθηκαν εὐωδία Χάριτος.
***
Εἶχε νοῦν Χριστοῦ ὁ Γέροντας. Κάποτε πῆγε στὸ χωριό του. Στὴν γωνιὰ τῆς ἐκκλησιᾶς βρῆκε πεταμένη τὴν παλιὰ κολυμβήθρα, στὴν ὁποία εἶχε βαπτισθῆ. Τὴν ἀγκάλιασε καὶ τὴν τραγούδησε σὰν τὴν μάννα ποὺ ἔσωσε ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τὸ παιδί της. Ποιός σκέφθηκε ποτὲ νὰ τὸ κάνει αὐτό: νὰ ἀσπασθῆ τὴν κολυμβήθρα του;
Δὲν ἤθελε ἐπ’ οὐδενὶ νὰ φεύγγει ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὸ Μοναστήρι του:
-Ὅπως καὶ νὰ ἔχουν τὰ πράγματα, περιχαρακώνεται μὲ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ Γέροντα καὶ τῶν ἀδελφῶν. Ἔκανε κάποιες προσευχές· μόνος του τίποτα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅπως τὰ ζωντά. Θέλει ἀγελαδάρη γιὰ νὰ προχωρήσει.
Οἱ κουβέντες του ἦταν ὠμὲς καὶ ἀληθινὲς σὰν τὸ χωριάτικο ψωμί. Ἔλεγε τὰ πράγματα μὲ τὸ ὄνομά τους, χωρὶς νὰ φοβᾶται νὰ χρησιμοποιήσει λέξεις ποὺ θεωροῦνται κακές.
***
Ἦταν πολὺ τίμιος μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ ὅ,τι ἐπαγγέλλετο.
-Κάνεις πανηγύρι στὸ Κελλί σου, Πάτερ Ἐφραίμ;
-Τὰ δικά μας τὰ Κελλιὰ λέγονται ξεροκάλυβα. Τὸ πρόγραμμα εἶναι ἡσυχαστικό. Οὔτε γιορτάζουμε οὔτε σὲ πανηγύρια πηγαίνουμε.
Δὲν ἔβαζε μέριμνα στὶς γιορτὲς γιὰ ψάρια, ψάλτες καὶ δεσποτάδες· οὔτε γιὰ κειμήλια καὶ θησαυρούς. Τὸ ἀπέριττο, τὸ φτωχό, τὸ ἁπλὸ ἦταν ὁ πλοῦτος τῆς Καλύβης τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ.
-Καμμία φορὰ στοὺς γείτονες Δανιηλαίους πηγαίνουμε, γιατὶ σ’ ὅλους ἐδῶ γύρω στὶς δυσκολίες μᾶς συμπαραστέκονται.
Στὴν παράκλης:
-Πές, ἀββᾶ, λόγον ἀγαθόν.
Πάντοτε ξεκινοῦσε:
-Ἄνθρωπος ἀγράμματος, ξύλο ἀπελέκητο.
Τὸ «ἀγράμματος» τὸ ὡμιλοῦσε μὲ ἔμφαση, γιὰ νὰ ἀκουστῆ καλύτερα. Τὰ ὀλίγα ποὺ ἔλεγε ἦταν εὐαγγελικά, πατερικά. Ἔμοιαζαν μὲ τὴν ῥητίνη ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸν κορμὸ τοῦ δένδρου ὅταν τὸ τραυματίσεις. Τίποτε δὲν ἦταν φερτό. Ὅλα ἦταν πηγαῖα, βγαλμένα ἀπὸ τὰ βράχια τῶν Κατουνακίων. Στοὺς μικροὺς μοίραζε ἀνεμῶνες, ἀλλὰ στοὺς μεγάλους καὶ ἐπηρμένους προσέφερε κάτι ἀγκάθια, ποὺ τρυποῦσαν καὶ τὶς πιὸ σκληρὲς καρδιές. Καὶ τὸ ἀγκάθι τὸ πετοῦσε ἐντελῶς ἀπρόοπτα, γιὰ νὰ εἶναι ἀφυπνιστικό.
Τὴν ὥρα ποὺ θαύμαζες τὸν λόγο του καὶ ἔκανες σκέψεις ὑψηλὲς γιὰ τὸ πρόσωπό του, σοῦ πέταγε τ’ ἀκόντια καὶ τὰ βέλη. Περιέφερες ἐρευνητικὰ τὰ μάτια, γιὰ νὰ δῆς ἀπὸ ποῦ ἔρχονται. Καὶ ἀναρωτιόσουνα: «Ἀπὸ τὸν Ἐφραὶμ ἐξακοντίζονται, τὸν ἅγιο, ποὺ ἐγὼ τὸν εὐλαβοῦμαι»
Τὸν κούραζε τὸ ἦθος τῶν νέων μοναχῶν. Μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι ἐξωμολογεῖτο:
-Οἱ Γεροντάδες στὴν σκεπὴ ἔχουν κρεμασμένα τὰ ψαρικά τους. 30 χρόνια ποτὲ δὲν σκέφθηκα οὔτε νὰ τὰ κοιτάξω οὔτε νὰ τὰ ξεκρεμάσω. Σήμερα ὅλα τὰ ἔψαξαν, ὅλα τα κατέκτησαν. Δὲν μ’ ἀρέσει, ἀλλὰ σιωπῶ.
***
Ὁ Γέροντας εἶχε καὶ τὶς «ἐπισκέψεις» τοῦ Θεοῦ. Ὅσο καὶ νὰ τοῦ στοίχιζαν, τὶς ὑπέμενε καρτερικά. Τὸν γιατρὸ τὸν ἄκουγε ὅπως τὸ μικρὸ παιδὶ καὶ πειθαρχοῦσε στὶς ὑποδείξεις του. Ἦταν καλὸς ἀσθενής. Ὅταν ἐπεσε στὴν στρωμνὴ τῆς κακώσεως, δὲν τὸν ἐπισκέφθηκα. Δὲν ἄντεχα νὰ βλέπω ἀετὸ τοῦ Ἄθωνα τυλιγμένο στὴν κουβέρτα. Θέλω νὰ πιστεύω πὼς ζῆ, σκαλίζει σφραγῖδες, λειτουργεῖ, προσεύχεται. Μετὰ τὴν ὁσιακή του κοίμηση, ἄδειασαν τὰ Κατουνάκια.
Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς λυπηθῆ, νὰ βλαστήσει ἡ ἔρημος Ἐφραίμ, Μόδεστο, Χριστόδουλο. Ἀμήν.
του Γέροντα Γρηγορίου
Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου
(Έκδοση Ι.Μ. Δοχειαρίου, Άγιο Όρος 2010)