Ὁ Πατὴρ Δανιὴλ περνάει τ’ ἀνθίβολο στὸ ξύλο, δίπλα του ὁ Παντελεήμονας γεμίζει τ’ ἀκριβὸ τῆς Παναγίας ῥοῦχο, καὶ ὁ παπα-Γρηγόρης μὲ τὴν βαρειὰ φωνή του, διαβάζει τοὺς Χαιρετισμοὺς στὸ παρεκκλήσι.
Πιὸ πέρα ὁ Γερο-Νήφωνας, τελευταῖος ξυλογλύπτης τοῦ Ὄρους, παλεύει μὲ τὴν σμίλη καὶ τὴν σγόρπια, καὶ ὁ Πνευματικὸς Ἐφραὶμ ταΐζει τ’ ἄλλα πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ.
Ὥρα καλοκαιριάτικου πρωϊνοῦ, ἡλιόλουστου, γαλήνιου. Ἕνας γλάρος βγαίνει κάθε τόσο στὴν στεριά, θαῤῥεῖς γιὰ νὰ τοὺς κρατήσει συντροφιά. Ὅλα εἰρηνεύουν, ἠρεμοῦν, ἀνασαίνουν.
Ὁ Πρόδρομος κατεβάζει χοροπηδώντας τὸ ζῶο στὸν ἀρσανά, νὰ φέρει πάνω τὶς προμήθειες. Ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν Θωμάδων σκορπίζεται μία εὐχάριστη μυρωδιὰ καμένου ξύλου. Τὰ ἔμψυχα καὶ τὰ ἄψυχα, ὁμονοοῦν στὰ Κατουνάκια.
Μονάχα πέρα μακριά, ἕνα τουριστικὸ περνάει, ἀφήνοντας ἀπὸ τὰ μεγάφωνα κραυγὲς σὲ βάρβαρες γλῶσσες. Ἀπομακρύνεται καὶ χάνεται, γυρνώντας ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἦρθε, χωρὶς νὰ διακόψει διόλου τὴν συμφωνία ποὺ βασιλεύει στὴν ἔρημο.
(Χατζηφώτης, Τ’ Ἁγιονορίτικα)