Η κανονική θέσις του κηρύγματος στην θεία λειτουργία είναι ευθύς αμέσως μετά την ανάγνωσι του ιερού Ευαγγελίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, την ανάγνωσι του ιερού κειμένου ακολουθεί η ερμηνεία του, ο σχολιασμός του και η εξαγωγή των διδαγμάτων, που συνάγονται από τις περικοπές που έχουν αναγνωσθή και που οι λόγοι των ηχούν ακόμη στα αυτιά των ακροατών. Έτσι ολοκληρώνεται το πρώτο, το διδακτικό μέρος της λειτουργικής συνάξεως.
Αυτό ακριβώς εγίνετο ανέκαθεν στην χριστιανική Εκκλησία, κατά το παράδειγμα εξ άλλου της πράξεως της Ιουδαϊκής συναγωγής. Η τάξις αυτή της συναγωγής μαρτυρείται και από τον ευαγγελιστή Λουκά, κατά την περιγραφή του πρώτου κηρύγματος του Κυρίου στην Ναζαρέτ. Ο Κύριος ανέγνωσε πρώτα την περικοπή του Ησαϊου «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ…» και κατόπιν εξ αφορμής της περικοπής αυτής «ήρξατο λέγειν προς αυτούς…» (Λουκά δ’, 16-27).
Και ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς (+165) περιγράφοντας την σύναξι των χριστιανών κατά την Κυριακή, λέγει ότι μετά την ανάγνωσι των περικοπών εκ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης «παυσαμένου του αναγινώσκοντος, ο προεστώς δια λόγου την νουθεσίαν και πρόκλησιν της των καλών τούτων μιμήσεως ποιείται» (Α’ Απολογία, κεφ. 67). Οι κατηχούμενοι, που παρακολουθούσαν την θεία λειτουργία, άκουαν τα αναγνώσματα και το κήρυγμα και μετά από αυτό και τις δεήσεις υπέρ αυτών που επακολουθούσαν, αποχωρούσαν για να συνεχισθή η τέλεσις του μυστηρίου, παρουσία μόνον των πιστών. Η σύνδεσις αυτή αναγνωσμάτων και κηρύγματος διετηρήθη πάντοτε στην Εκκλησία, μέχρι σχεδόν και τις ημέρες μας.
Κατά τους νεωτάτους όμως χρόνους στην Εκκλησία μας άρχισε να συνηθίζεται η μετάθεσις του κηρύγματος από την αρχική του θέσι στην ώρα του κοινωνικού. Αυτό γίνεται για δύο κυρίως λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι κατά την ανάγνωσι του Ευαγγελίου δεν έχουν ακόμη προσέλθει στον ναό όλοι οι πιστοί, ενώ κατά την ώρα του κοινωνικού και οι περισσότερο καθυστερημένοι είναι παρόντες.
Ο δεύτερος λόγος πρέπει να αναζητηθή στην τάσι προς συντομία, που ιδιαιτέρως χαρακτηρίζει την εποχή μας. Όταν το κήρυγμα γίνη κατά την ώρα που θα εψάλλετο το κοινωνικό, κερδίζονται ασφαλώς ολίγα λεπτά και η διάρκεια της όλης ακολουθίας δεν παρατείνεται τόσο, όσο αν η ομιλία εγίνετο μετά από το ευαγγέλιο.
Οι δύο αυτοί λόγοι είναι αρκετά σοβαροί, γι’ αυτό και συνηθέστερα ακούεται το κήρυγμα στο κοινωνικό παρά στο ευαγγέλιο. Σ’ αυτό εβοήθησε και το γεγονός, ότι το κήρυγμα δεν γίνεται τις περισσότερες φορές από τον ιερουργούντα κληρικό, όπως παλαιότερα, πράγμα που θα τον εμπόδιζε να ομιλήση κατά το κοινωνικό.
Πρέπει όμως να τονισθή, ότι η λύσις αυτή δεν είναι η ενδεδειγμένη και θα ήτο προτιμότερο να υποστούμε τα μειονεκτήματα της ορθής πράξεως, παρά να επωφεληθούμε από τα αμφίβολα πλεονεκτήματα της μεταθέσεως. Λέγω «αμφίβολα», γιατί η οικονομία του χρόνου, όταν το κήρυγμα διατηρήται στα φυσιολογικά χρονικά του όρια, δεν είναι και τόσο σημαντική και μπορεί να θεραπευθή, όταν η ψαλμωδία είναι συντομωτέρα ή όταν ληφθή πρόνοια η ακολουθία να αρχίζη πέντε ή δέκα λεπτά ενωρίτερα.
Δεύτερον, η προσέλευσις των πιστών κανονικώς πρέπει να έχη γίνει τουλάχιστον προ της ενάρξεως των αναγνωσμάτων. Βεβαίως πάντοτε θα υπάρχουν και οι καθυστερημένοι, αλλά θα ήταν προτιμότερο να συνηθίσωμε τον λαό να προσέρχεται κατά την κανονική ώρα στην εκκλησία και σ’ αυτό θα συντελούσε πολύ ένα καλό κήρυγμα, που ασφαλώς θα έκαμνε τους πιστούς να επισπεύσουν την μετάβασί των στον ναό για να μη το στερηθούν.
Οι λόγοι που συνηγορούν στο να προτιμάται η ορθή πράξις είναι κυρίως λειτουργικοί. Εκτός της λογικώς και ιστορικώς μαρτυρουμένης θέσεως του κηρύγματος μετά από τα αναγνώσματα, για την οποία κάμαμε λόγο στην αρχή της απαντήσεως, η ώρα του κοινωνικού δεν προσφέρεται ως ο κατάλληλος χρόνος για την μετάθεσί του κατ’ αυτή. Το κοινωνικό είναι ύμνος που αποσκοπεί αφ’ ενός μεν να καλύψη τον χρόνο που απαιτείται για την κοινωνία του ιερέως, αφ’ ετέρου δε στο να προπαρασκευάση τους πιστούς στην θεία μετάληψι.
Δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι η θεία λειτουργία τελείται για να κοινωνήσουν οι πιστοί. Αυτό δε το σημείο της όλης ιερουργίας, είναι το κατ’ εξοχήν κατάλληλο για την προπαρασκευή του πιστού, την αυτοσυγκέντρωσί του, την εν κατανύξει δέησί του προ του ιερωτάτου μυστηρίου, του οποίου κοινωνός θα γίνη εντός ολίγου. Ασφαλώς τέτοιες σκέψεις μπορεί να προκαλέση και ένα καλό μυσταγωγικό κήρυγμα.
Αλλά ο λόγος δεν αφορά πάντοτε στην προσέλευσι στην θεία κοινωνία και όσο και επιτυχής και αν είναι δεν θα δώση αυτό που απαιτείται για τον χρόνο αυτόν. Θα φέρη οπωσδήποτε μία διάσπασι στην τέλεσι του μυστηρίου, μία παρέκβασι στην ιερουργία, που αν μη τι άλλο δεν θα διευκολύνη τον πιστό στο να σκέπτεται αποκλειστικώς και μόνο την αθάνατο τράπεζα του Κυρίου, της οποίας θα κληθή να μετάσχη. Και κάτι άλλο ακόμη˙ όταν το κήρυγμα γίνεται στο κοινωνικό, δεν θα ήταν υπερβολικό να λέγαμε, ότι δίδεται η εντύπωσις ότι αυτό αφορά μόνο στον λαό και όχι και στον ιερέα, που απησχολημένος την ώρα εκείνη, από την κοινωνία του και τις πράξεις και τις ευχές που προηγούνται και που την συνοδεύουν, δεν ακούει ούτε, και αν ήθελε, θα μπορούσε να παρακολουθήση τα λεγόμενα. Αυτό όμως δεν είναι ορθό.
Αντιθέτως, αν το κήρυγμα γίνη μετά το ευαγγέλιο, ολόκληρος η κοινότης με επί κεφαλής το πνευματικό της ποιμένα κάθεται και ακροάται τον λόγο του Θεού, που εξαγγέλλεται, αν όχι από τον ίδιο τον προεστώτα, τουλάχιστον από πρόσωπο που τον αναπληρώνει στο ιερώτατο έργο της εξαγγελίας του λόγου του Θεού και της ερμηνείας του ευαγγελίου της αληθείας Του.
Για τους λόγους αυτούς θα μπορούσαμε εν συμπεράσματι να ειπούμε, ότι μόνον ως εξαίρεσις εις εκτάκτους περιστάσεις και κατ’ οικονομίαν θα μπορούσε να γίνη το κήρυγμα κατά το κοινωνικό. Η ορθή του θέσις ευρίσκεται στο διδακτικό μέρος της λειτουργικής συνάξεως, αμέσως μετά τα αναγνώσματα.
Αυτό παρουσιάζει σήμερα στην πράξι ωρισμένα μειονεκτήματα. Αλλά ούτε αυτά είναι τόσα ώστε να καθιστούν απαραίτητο την μετάθεσί του, ούτε τα πλεονεκτήματα της μεταθέσεως υπερτερούν από τα μειονεκτήματα της μη μεταθέσεώς του κατά την ώρα του κοινωνικού. Θα ήταν επίσης μάταιο να αναζητηθή άλλος χρόνος γι’ αυτό, τουλάχιστον στα μέρη μας. Στις σλαβικές εκκλησίες συνηθίζουν οι λειτουργοί να ομιλούν προ της απολύσεως.
Η λύσις αυτή συνδυάζει και τα πλεονεκτήματα της μεταθέσεως και αποφεύγονται τα μειονεκτήματα του κηρύγματος κατά το κοινωνικό. Αλλά η ιδική μας ψυχοσύνθεσις είναι κάπως διαφορετική. Δεν διαθέτομε τόση υπομονή, όση θα χρειάζεται για να παρακολουθήσωμε με ψυχραιμία και το καλλίτερο ακόμη κήρυγμα, που θα γινόταν την ώρα που έχομε συνηθίσει να ετοιμαζώμαστε για αναχώρησι. Εξ άλλου αυτό δεν έχει δοκιμασθή στην πατρίδα μας.
Από το βιβλίο του αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ., Ιωάννου Μ. Φουντούλη: Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας. Τόμος Α”. ΣΤ’ έκδοσις.
Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1991.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη