Ὁ ἥλιος, σὰν ἁπλώνει στὴν γῆ τὶς ἀκτίνες του, καλύπτει τοὺς χοροὺς τῶν ἄστρων καὶ σκοτίζει τὸ φέγγος τῆς σελήνης, ἀφαιρώντας τὴν θέα τῶν φωτεινῶν σωμάτων μὲ τὴν ἀσύγκριτη λαμπρότητά του. Σταματᾶ τὴν νύχτα διαλύοντας μὲ τὸ φῶς τὸ σκοτάδι, ἐνδύει τὰ πάντα μὲ τὴν χάρη τοῦ φωτὸς ἀφαιρώντας τὸ μαῦρο τους ἔνδυμα καὶ δείχνει τὶς μεγάλες πεδιάδες στεφανωμένες μὲ ἄνθη, πορφυρὴ τὴν θάλασσα, καὶ αὐτὸς μόνος του καταυγάζει τὸ πρόσωπο τῆς ὁρατῆς κτίσεως.
Ὡστόσο, ἂν καὶ εἶναι τόσο μεγάλος, δὲν ἔφθασε ἀκόμη στὴν ἀκρότητα τοῦ φέγγους. Διότι ὀφθαλμοὶ θνητοὶ τολμοῦν καὶ τὸν βλέπουν, καὶ πολλὲς φορὲς ὁ δρόμος τοῦ σύννεφου ἀναχαίτισε τὶς μαρμαρυγές του, καὶ ὁ βαθὺς ἴσκιος τῶν δένδρων κάλυψε τὴν αὐγή, κι ἡ νύχτα, παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Δημιουργοῦ, μοιράζεται ἴσα τὸν χρόνο μαζί του. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πλήρης κόπων καὶ πόνων, γι’ αὐτὸ ὁ Κτίστης ἅπλωσε τὴν ἡμέρα πρὸς ἐργασίαν, ἡ δὲ νύχτα, ὅταν ἔλθει καὶ βρεῖ τὸν κουρασμένο, δίνει μὲ τὸ πλάγιασμα τὴν ξεκούραση, χαλαρώνει μὲ τὸν ὕπνο τὰ μέλη τοῦ σώματος, παρέχει χρόνο στὴν φύση νὰ συγκεντρώσει λίγο-λίγο τὴν δύναμή της.
Μέγα λοιπὸν καὶ λαμπρὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ σύμμετρο πρὸς τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων. Ἄλλα δὲν εἶναι τέτοιας λογῆς τὸ φῶς τοῦ Δεσπότου —καὶ δὲν εἶναι βεβαίως σωστὸ νὰ παραβάλλεται τὸ κτίσμα πρὸς τὸν Κτίστη— οὔτε ἐκτιμᾶται μὲ σύγκριση πρὸς τὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες τὸ φῶς πού δὲν καλύπτεται ἀπὸ τὶς διαδοχὲς τῆς νύχτας, ἀλλά εἶναι ἐκθαμβωτικὸ στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπρόσιτο στοὺς ἀγγέλους. Μὲ αὐτὸ τὸ φῶς περιβαλλόμενος ὁ Δεσπότης Χριστός, ὡς νικητὴς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ θὰ ἔλθει κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.
Τότε μεταβάλλοντας τὸ πολεμικὸ σχῆμα θὰ περιβληθεῖ τὴν στολὴ τοῦ νικητή. Καθὼς ὁ προφήτης λέει· «γιατί εἶναι κόκκινα τὰ ἱμάτιά σου;». Διότι τὸ ποτὸ τοῦ πολέμου κοκκίνησε τὸ ροῦχο τοῦ πολεμιστῆ. Ἐπειδὴ γιὰ τὸν Θεὸ σκοπὸς ὅλης της οἰκονομίας εἶναι τὸ ὄφελος τοῦ ἀνθρώπου, ποικιλοτρόπως ἀπεργάζεται τὸ σχέδιό Του καὶ ἐνδύεται σχήματα ταπεινὰ ἀναλόγως μὲ τὴν περίσταση. Ἔτσι, ὅταν κρύβεται ὁ πρωτόπλαστος, περπατώντας στὸν παράδεισο τὸν καλεῖ σὲ συζήτηση. Καὶ πάλι μιλᾶ στοὺς ἀνθρώπους μέσα ἀπὸ νεφέλη. Ἀλλά στοὺς ἔσχατους καιροὺς προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἐμφανίζεται ἀκολουθώντας τοὺς σταθεροὺς νόμους τῆς φύσεως, πιστοποιώντας μὲ τὰ παθήματα τὴν γέννηση: τόκος καὶ φάτνη καὶ σπάργανα, περιτομὴ καὶ καθαρμὸς καὶ ἀντίδοση νομίμων λύτρων. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ σταυρὸς καὶ πάθος καὶ θάνατος. Αὐτὸ ἦταν τὸ ταπεινὸ σχῆμα τοῦ πρώτου μέρους τῆς οἰκονομίας, ὥστε ἡ ἐμφάνιση νὰ ἐξυπηρετεῖ τὴν ἀνάγκη. Ἀλλά στὸν καιρὸ τῆς δεύτερης ἐπιφάνειας τὸ σχῆμα ἀλλάζει. Δὲν εἶναι πιὰ ταπεινό, ὅπως ἄλλοτε, ἀλλά φοβερὸ καὶ λαμπρότατο.
Ἐκείνης λοιπὸν τῆς παρουσίας τὴν δόξα θέλοντας νὰ ἀποκαλύψει στοὺς μαθητές, εἶπε: «Εἶναι κάποιοι ἀπό σᾶς, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, ἕως νὰ δοῦν τὸν Υιό τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται μέσα στὴν δόξα τοῦ Πατρός Του». Ἐσεῖς μὲν βλέποντας τὴν ταπεινότητα τοῦ σχήματος μὲ τὴν ἄγνοιά σας, δὲν θεωρεῖτε τὸ βάθος τῆς κρυμμένης σοφίας, καὶ μέτρο τῆς γνώσεως γιὰ σᾶς γίνεται τὸ μέτρο τῆς ὄψεως. «Τόσον καιρὸ ἔχω κοντά σας καὶ δὲν μὲ γνωρίσατε;». Ε! αὐτὸ λοιπὸν ἀποκαλύπτω σὲ σᾶς μέρος τῆς ἀθέατης θέας καὶ βεβαιώνω μὲ τὴν θεωρία αὐτὴ τὶς μελλοντικὲς ἐλπίδες. Σᾶς μίλησα γιὰ τὸ πάθος καὶ ἡ ψυχὴ σας ναρκώθηκε. Εἶπα ὅτι πρέπει νὰ σταυρωθῶ καὶ ὁ λογισμὸς σας κατέρρευσε ἀπ’ τὸν τρόμο. Εἶπα: «ἐὰν θέλει κανεὶς νὰ ἔλθει μαζί μου, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸν σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσει». Ἀλλά μὲ τὴν μνήμη τοῦ πάθους καὶ ἡ σταθερότητα χανόταν.
Εἶπα: «τί ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν κερδίσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ ζημιώσει τὴν ψυχή του;». Πλὴν ὅμως μὲ τοὺς λόγους δὲν ἐκρίζωνα τὸν φόβο σας· μόνο ἔμενε τὸ πάθος ἀκίνητο. Εἰσήγαγα ἀδωροδόκητο κριτή, πού δὲν ἐξαργυρώνει μὲ δῶρα τὰ πταίσματα, λέγοντας «τί θὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του;» κι ἦταν ὁ λόγος ἀνάμεσά σας ἀμφίβολος. Εἶπα: «θὰ ἔλθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου στὴν δόξα Του» καὶ νομίσατε ὅτι μυθολογῶ. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι ἀνεπαρκὴς ὁ λόγος, θὰ διδάξουν τὰ πράγματα: «Εἶναι κάποιοι ἀπό σᾶς ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, ἕως νὰ δοῦν τὸν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται στὴν δόξα τοῦ Πατρός του». Δὲν εἶναι ἀκόμη ὁ χρόνος τῆς μέλλουσας παρουσίας. Πρέπει νὰ στηθεῖ ὁ σταυρός, νὰ δεθεῖ ὁ ἅδης, νὰ δοθεῖ στοὺς νεκροὺς τὸ μήνυμα τῆς ἐλευθερίας, ὁ ἐκ νεκρῶν ἀναστάς νὰ ἀνέλθει στούς οὐρανούς, νὰ γίνει παντοῦ ὁ ἀγώνας τοῦ κηρύγματος, πρέπει μὲ τὸ κήρυγμα νὰ διαδοθεῖ καὶ νὰ ἐπικρατήσει τὸ εὐαγγέλιο καὶ τότε νὰ φανεῖ ὁ εὐαγγελιζόμενος. Ἀλλά σὲ σᾶς, τοὺς μαθητές μου σπεύδω νὰ χαρίσω ἀπὸ τώρα μιὰ εἰκόνα τῆς παρουσίας, ὥστε, ἔχοντας τρυγήσει πρόωρη θέα, νὰ ἔχετε τὰ τωρινὰ πιστοποίηση τῶν μελλόντων. Εἶναι κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς πού βρίσκονται ἐδῶ —κάποιοι, ὄχι ὅλοι. Ὁπωσδήποτε δὲν κάνω φανερὴ σὲ ὅλους τὴν θέα· αὐτὸ πού ἔγινε ὁρατὸ ἂς μείνει καὶ μετὰ τὴν θέα μυστήριο.
Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε, «παραλαμβάνει τρεῖς μαθητές του, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη». Αὐτοὺς κατέστησε θεατές, τοὺς ἄλλους ἄφησε ἀκροατές. Καὶ «τοὺς ἀνέβασε σὲ ὄρος ὑψηλό». Καλῶς λέει «ὑψηλό», ὥστε καὶ τὸ ὄρος νὰ γειτνιάζει μὲ τὸν οὐρανό, καθὼς ὁ Παῦλος κήρυττε «θὰ ἁρπαγοῦμε σὲ νεφέλες, γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε τὸν Κύριο στὸν ἀέρα». Καὶ τώρα ἀναζητᾶ τόπο νὰ συνυψώνεται μὲ τὰ σύννεφα. Οἱ μὲν θεατές, λοιπόν, εὐπρεπεῖς. οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ μὲ τὶς ἐλπίδες ἀναπτερώνονταν καὶ ἡ ψυχὴ μὲ δέος τῆς θέας ἔτεκε τὸν πόθο. Ἔτσι ἐνῶ ἀπέβλεπαν πρὸς τὸ μέλλον, ξαφνικὰ μεταμορφώνεται ὁ Χριστὸς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν, τὴν μορφὴ μεταβάλλει καὶ ἐνδυόμενος χιτώνα φωτὸς δείχνει θέαμα ἀπαστράπτον.
Ὢ τοῦ θαύματος! Ἀπὸ ἀνθρώπινη μορφὴ ἐκτοξεύονταν ἀκτίνες, πού ἀποστέλλονταν μὲ θεϊκὲς ἐνέργειες. Εἶδε ὁ ἥλιος αὐτὸ πού δὲν εἶχε γνωρίσει προηγουμένως καί, ἀφοῦ διδάχθηκε ἀπὸ τὸ φέγγος ἄλλου φωτός, κρύβεται. «Σταμάτησες κάποτε, ἥλιε, ἀναμένοντας τὴν νίκη τῶν Ἑβραίων. Σεβάστηκες διαταγὴ τοῦ στρατηγοῦ Ἰησοῦ, τιμώντας τὸ δεσποτικὸ ὄνομα τοῦ ὁμοδούλου. Τώρα εἶδες φῶς, πού δὲν εἶχες δεῖ ποτέ». Αὐτὴ τὴν θεωρία διηγούμενοι οἱ συγγραφεῖς τῶν εὐαγγελίων χρησιμοποιοῦν διαφορετικὲς ἐκφράσεις, μὴ δυνάμενοι νὰ παραστήσουν μὲ λόγους τὸ ὅραμα. Ὁ ἕνας λέει: «ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του σὰν τὸν ἥλιο», μὴ ἔχοντας ἄλλη λαμπρότερη εἰκόνα. Ὁ ἄλλος: «ἔλαμψαν τὰ ἱμάτιά Του ὅπως τὸ φῶς». Προβαίνουμε δηλαδὴ σὲ συγκρίσεις μὲ μέτρο αὐτὰ πού βλέπουμε. Ἀδυνατεῖ μαζὶ καὶ ἡ κτίση νὰ προσφέρει εἰκόνα, γιὰ νὰ παραβληθεῖ τὸ θέαμα. Ἂς βεβαιώσουν τὰ μάτια. Ἡ γλώσσα δὲν ἔμαθε γι’ αὐτὰ νὰ μιλάει.
Ἡ θέα λοιπὸν περιβάλλοντας τοὺς θεατὲς μὲ τὴν λαμπρότητα αὐτῶν πού ἔβλεπαν, ὑποδήλωσε τὸν μέλλοντα κριτὴ τῆς οἰκουμένης. Ἐμφανίσθηκαν δὲ ἀνάμεσά σας οἱ κορυφαῖοι στὴν ἀρετὴ μεταξὺ τῶν ζώντων καὶ τῶν νεκρῶν, γιὰ νὰ κηρύξουν στοὺς παρόντες τὸν Δεσπότη δικαστὴ ζώντων καὶ νεκρῶν. Ὁ Μωυσῆς, ἀφοῦ ἔγινε ἀρχηγέτης καὶ ἐργάτης τῆς ἀρετῆς καὶ νομοθέτης, πεθαίνει καὶ ἀποχωρίζεται τὴν ζωή. Κι ὁ Ἠλίας πυρακτωμένος ἀπὸ θεῖο ζῆλο ἔγινε ἡνίοχος πυρὸς καὶ ἱππεύοντας στὸν ἀέρα ὑπερπήδησε τοὺς νόμους τῆς φύσεως, βρίσκοντας ὁδό ἀνώτερη τοῦ θανάτου.
Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο θυμήσου τὶς ἐρωτήσεις τοῦ Δεσπότη καὶ τὶς ἀποκρίσεις τῶν μαθητῶν, πού τὸν ὀνόμαζαν ἄλλοι Ἠλία κι ἄλλοι ἕναν ἀπό τους προφῆτες. Βλέποντάς Τον ὅμως τώρα προσκυνούμενο ἀπό τούς προφῆτες… Ὁ Μωυσῆς ἱκετεύει, ὁ Ἠλίας ὑποκλίνεται δίνοντας μαρτυρία ὅτι ὁ παρὼν εἶναι Δεσπότης καὶ ὄχι δοῦλος. Ἀλλ’ ὁ Πέτρος μολονότι βλέπει αὐτὰ δὲν διδάσκεται. Στέκει σὰν κατακεραυνωμένος ἐνώπιον πρωτοφανῶν θαυμάτων. Ἀπὸ τὴν εὐχαρίστηση γιὰ ὅσα βλέπει, ξεχνᾶ τὰ πάντα. Δένεται στὸν τόπο ἀπὸ χαρὰ μεγάλη διακατεχόμενος. «Ἂς κάνουμε, λέει, τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία». Ἀποδεικνύει τὴν ἄγνοιά του, συναριθμώντας τὸν Δεσπότη στοὺς δούλους, θεωρώντας ὁμότιμους Δεσπότη καὶ ὑπηκόους. Ὡστόσο δὲν παρέμεινε στῆς ἄγνοιας τὸ πάθος ὁ Πέτρος. Βροντὴ ἦλθε ἀπ’ τὸν οὐρανὸ καὶ θεραπεύει μὲ τὸν φόβο τὴν ἄγνοια, σὰν νὰ φώναζε μὲ τὸν ἦχο τὰ ἀκόλουθα: Γιατί συναριθμεῖτε μὲ τοὺς δούλους τὸν Δεσπότη; Θέλετε νὰ μάθετε τὴν διαφορά; Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός. Ἐκείνους δημιούργησα δούλους, Αὐτὸν τὸν γέννησα Υἱὸ ἐκ τῆς οὐσίας μου. Δικός μου Υἱὸς εἶναι, κι ἂς ἔχει περιβληθεῖ μορφὴ δούλου γιὰ χάρη σας. Ἀπρόσιτο ἔχει τὸ φῶς, ἀκόμα κι ἂν ἔκανε ὁρατὲς γιὰ σᾶς τὶς ἀκτίνες.
Μακάρια τὰ μάτια ἐκεῖνα πού εἶδαν τὸν Χριστὸ στολισμένο ὡς νυμφίο. Μακάρια τὰ μάτια πού εἶδαν σὲ ἤπιο σχῆμα τὴν φοβερὴ ἡμέρα της κρίσεως. Διότι ἔβλεπαν μὲ χαρὰ αὐτὰ πού ἄλλοι θὰ δοῦν μὲ τρόμο. Ἀλήθεια, ποιὰ μάτια θὰ μπορέσουν νὰ ἀντέξουν τὴν φοβερὴ ἡμέρα τῆς κρίσεως, ὅταν ἡ γῆ θὰ κλονίζεται καὶ ἡ θάλασσα, βγάζοντας στὴν ἐπιφάνεια τὰ ἀπὸ τὸν ‘Ἀδὰμ ἀνθρώπινα σώματα, καὶ οἱ ἄνθρωποι μαζὶ μὲ τὶς οὐράνιες δυνάμεις θὰ τρέμουν μὴ ὑποφέροντας τὸν φόβο; Τυλίγεται σὰν εἰλητάρι ὁ οὐρανὸς στὴν παρουσία τοῦ Βασιλιά. Ξαφνικὰ οἱ δορυφόροι ἀφαιροῦν τὰ καταπετάσματα τῶν θυρῶν. Καὶ μὲ τὸ ἄνοιγμα τ’ οὐρανοῦ παρουσιάζονται προτρέχοντας μὲ λαμπρότητα οἱ τάξεις τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, χίλιες χιλιάδων ἀγγέλων καὶ μύριες μυριάδες. Φαίνεται δὲ κατερχόμενος ὁ Δεσπότης ἀκτινοβολώντας ἄπλετο φῶς στὰ σύμπαντα. Ποιὸς λοιπὸν θὰ ὑπομείνει αὐτὴ τὴν θέα; Ποιὸς θὰ μετρήσει τὸν φόβο; Ἐὰν τὶς συνεχεῖς λάμψεις τῆς ἀστραπῆς δὲν ὑπομένουμε, ἀλλά πολλὲς φορὲς ἡ λάμψη μᾶς ρίχνει στὸ ἔδαφος, τί θὰ συμβεῖ σ’ αὐτὸν πού ἀντικρύζει τὴν ἀνατολὴ Ἐκείνου πού προκαλεῖ τὴν ἀστραπή; Ὅταν ἦχοι σαλπίγγων καλοῦν τοὺς νεκροὺς ἀπό τούς τάφους, ὅταν σπάζουν τὰ μνήματα ἀπελευθερώνοντας τοὺς δεσμῶτες, ὅταν κρίνονται προθέσεις καὶ πράξεις καὶ σκέψεις, ὅταν προσάγεται δεσμώτης ὁ διάβολος καὶ εἰσπράττει τὴν τιμωρία του γιὰ τοὺς τυραννικοὺς λογισμοὺς (τοὺς ὁποίους ὑπέβαλλε στοὺς ἀνθρώπους), ὅταν χωρίζονται οἱ ὁμάδες τῶν ἀνθρώπων, ποιὸς καὶ σὲ ποιὰ μερίδα θὰ ἔχει τὸν κλῆρο του;
Ὅταν ζῶντες μαζὶ καὶ πεθαμένοι συρρέουν, ποιὸς θὰ εἶναι τοῦ δικαστὴ Χριστοῦ καὶ ποιὸς τοῦ κατάκριτου ληστή; Κοινὴ ἀπὸ ὅλους ἡ προσκύνηση. Ἐπειδὴ ἡ ταχύτητα τῆς ἀναστάσεως φέρνει τοὺς νεκροὺς μαζὶ μὲ τοὺς ζωντανούς, σύμφωνα μὲ τὸν μακάριο Παῦλο, πού λέει ὅτι «ἐμεῖς οἱ ζῶντες, πού θὰ ἔχουμε ἀπομείνει, δὲν θὰ προηγηθοῦμε αὐτῶν πού θὰ ἔχουν κοιμηθεῖ». Ἔτσι κανεὶς νεκρὸς δὲν θὰ ἀργοπορήσει ἐξ αἰτίας τοῦ τάφου. Ὅλοι λοιπὸν τὴν ἀπόφασή Του ἀναμένουν ἔμφοβοι, μὴ γνωρίζοντας ἂν θὰ ἀκούσουν τὸ «ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου» ἤ «πηγαίνετε ἔξω στὸ σκοτάδι, πού ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του».
Ἔτσι ζυγίζοντας τὰ ἔργα δίνει στὰ πράγματα τὸ πρόσφορο τέλος τους. Εἰκόνες αὐτῆς τῆς στιγμῆς ἔδωσε ὁ Δεσπότης στοὺς ἀποστόλους. Ὥστε ἐμεῖς ἀναλογιζόμενοι τὸν φόβο ἐκεῖνο, νὰ μεταβάλουμε ὅσο εἶναι καιρὸς τὸν βίο μας, μὲ ἀγαθὰ ἔργα νὰ κερδίσουμε τὴν παρρησία καί, προτοῦ φθάσει ἡ Κρίση, νὰ προετοιμάσουμε τὴν ἀπολογία μας. Ἂς μὴ συγκατακριθοῦμε μὲ τὸν κρινόμενο ἐχθρό, ἀλλά μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, πού μᾶς ἀγαπᾶ, ἂς ἀνέβουμε στὸν οὐρανό, γενόμενοι κληρονόμοι Θεοῦ καὶ συγκληρονόμοι Χριστοῦ.
Διότι σ’ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση, μαζὶ καὶ στὸν ἄναρχο Πατέρα καὶ στὸ Πανάγαθο καὶ Ζωοποιὸ καὶ ὁμοούσιο Πνεῦμα τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ὡστόσο, ἂν καὶ εἶναι τόσο μεγάλος, δὲν ἔφθασε ἀκόμη στὴν ἀκρότητα τοῦ φέγγους. Διότι ὀφθαλμοὶ θνητοὶ τολμοῦν καὶ τὸν βλέπουν, καὶ πολλὲς φορὲς ὁ δρόμος τοῦ σύννεφου ἀναχαίτισε τὶς μαρμαρυγές του, καὶ ὁ βαθὺς ἴσκιος τῶν δένδρων κάλυψε τὴν αὐγή, κι ἡ νύχτα, παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Δημιουργοῦ, μοιράζεται ἴσα τὸν χρόνο μαζί του. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πλήρης κόπων καὶ πόνων, γι’ αὐτὸ ὁ Κτίστης ἅπλωσε τὴν ἡμέρα πρὸς ἐργασίαν, ἡ δὲ νύχτα, ὅταν ἔλθει καὶ βρεῖ τὸν κουρασμένο, δίνει μὲ τὸ πλάγιασμα τὴν ξεκούραση, χαλαρώνει μὲ τὸν ὕπνο τὰ μέλη τοῦ σώματος, παρέχει χρόνο στὴν φύση νὰ συγκεντρώσει λίγο-λίγο τὴν δύναμή της.
Μέγα λοιπὸν καὶ λαμπρὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ σύμμετρο πρὸς τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων. Ἄλλα δὲν εἶναι τέτοιας λογῆς τὸ φῶς τοῦ Δεσπότου —καὶ δὲν εἶναι βεβαίως σωστὸ νὰ παραβάλλεται τὸ κτίσμα πρὸς τὸν Κτίστη— οὔτε ἐκτιμᾶται μὲ σύγκριση πρὸς τὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες τὸ φῶς πού δὲν καλύπτεται ἀπὸ τὶς διαδοχὲς τῆς νύχτας, ἀλλά εἶναι ἐκθαμβωτικὸ στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπρόσιτο στοὺς ἀγγέλους. Μὲ αὐτὸ τὸ φῶς περιβαλλόμενος ὁ Δεσπότης Χριστός, ὡς νικητὴς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ θὰ ἔλθει κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.
Τότε μεταβάλλοντας τὸ πολεμικὸ σχῆμα θὰ περιβληθεῖ τὴν στολὴ τοῦ νικητή. Καθὼς ὁ προφήτης λέει· «γιατί εἶναι κόκκινα τὰ ἱμάτιά σου;». Διότι τὸ ποτὸ τοῦ πολέμου κοκκίνησε τὸ ροῦχο τοῦ πολεμιστῆ. Ἐπειδὴ γιὰ τὸν Θεὸ σκοπὸς ὅλης της οἰκονομίας εἶναι τὸ ὄφελος τοῦ ἀνθρώπου, ποικιλοτρόπως ἀπεργάζεται τὸ σχέδιό Του καὶ ἐνδύεται σχήματα ταπεινὰ ἀναλόγως μὲ τὴν περίσταση. Ἔτσι, ὅταν κρύβεται ὁ πρωτόπλαστος, περπατώντας στὸν παράδεισο τὸν καλεῖ σὲ συζήτηση. Καὶ πάλι μιλᾶ στοὺς ἀνθρώπους μέσα ἀπὸ νεφέλη. Ἀλλά στοὺς ἔσχατους καιροὺς προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἐμφανίζεται ἀκολουθώντας τοὺς σταθεροὺς νόμους τῆς φύσεως, πιστοποιώντας μὲ τὰ παθήματα τὴν γέννηση: τόκος καὶ φάτνη καὶ σπάργανα, περιτομὴ καὶ καθαρμὸς καὶ ἀντίδοση νομίμων λύτρων. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ σταυρὸς καὶ πάθος καὶ θάνατος. Αὐτὸ ἦταν τὸ ταπεινὸ σχῆμα τοῦ πρώτου μέρους τῆς οἰκονομίας, ὥστε ἡ ἐμφάνιση νὰ ἐξυπηρετεῖ τὴν ἀνάγκη. Ἀλλά στὸν καιρὸ τῆς δεύτερης ἐπιφάνειας τὸ σχῆμα ἀλλάζει. Δὲν εἶναι πιὰ ταπεινό, ὅπως ἄλλοτε, ἀλλά φοβερὸ καὶ λαμπρότατο.
Ἐκείνης λοιπὸν τῆς παρουσίας τὴν δόξα θέλοντας νὰ ἀποκαλύψει στοὺς μαθητές, εἶπε: «Εἶναι κάποιοι ἀπό σᾶς, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, ἕως νὰ δοῦν τὸν Υιό τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται μέσα στὴν δόξα τοῦ Πατρός Του». Ἐσεῖς μὲν βλέποντας τὴν ταπεινότητα τοῦ σχήματος μὲ τὴν ἄγνοιά σας, δὲν θεωρεῖτε τὸ βάθος τῆς κρυμμένης σοφίας, καὶ μέτρο τῆς γνώσεως γιὰ σᾶς γίνεται τὸ μέτρο τῆς ὄψεως. «Τόσον καιρὸ ἔχω κοντά σας καὶ δὲν μὲ γνωρίσατε;». Ε! αὐτὸ λοιπὸν ἀποκαλύπτω σὲ σᾶς μέρος τῆς ἀθέατης θέας καὶ βεβαιώνω μὲ τὴν θεωρία αὐτὴ τὶς μελλοντικὲς ἐλπίδες. Σᾶς μίλησα γιὰ τὸ πάθος καὶ ἡ ψυχὴ σας ναρκώθηκε. Εἶπα ὅτι πρέπει νὰ σταυρωθῶ καὶ ὁ λογισμὸς σας κατέρρευσε ἀπ’ τὸν τρόμο. Εἶπα: «ἐὰν θέλει κανεὶς νὰ ἔλθει μαζί μου, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸν σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσει». Ἀλλά μὲ τὴν μνήμη τοῦ πάθους καὶ ἡ σταθερότητα χανόταν.
Εἶπα: «τί ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν κερδίσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ ζημιώσει τὴν ψυχή του;». Πλὴν ὅμως μὲ τοὺς λόγους δὲν ἐκρίζωνα τὸν φόβο σας· μόνο ἔμενε τὸ πάθος ἀκίνητο. Εἰσήγαγα ἀδωροδόκητο κριτή, πού δὲν ἐξαργυρώνει μὲ δῶρα τὰ πταίσματα, λέγοντας «τί θὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του;» κι ἦταν ὁ λόγος ἀνάμεσά σας ἀμφίβολος. Εἶπα: «θὰ ἔλθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου στὴν δόξα Του» καὶ νομίσατε ὅτι μυθολογῶ. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι ἀνεπαρκὴς ὁ λόγος, θὰ διδάξουν τὰ πράγματα: «Εἶναι κάποιοι ἀπό σᾶς ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, ἕως νὰ δοῦν τὸν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται στὴν δόξα τοῦ Πατρός του». Δὲν εἶναι ἀκόμη ὁ χρόνος τῆς μέλλουσας παρουσίας. Πρέπει νὰ στηθεῖ ὁ σταυρός, νὰ δεθεῖ ὁ ἅδης, νὰ δοθεῖ στοὺς νεκροὺς τὸ μήνυμα τῆς ἐλευθερίας, ὁ ἐκ νεκρῶν ἀναστάς νὰ ἀνέλθει στούς οὐρανούς, νὰ γίνει παντοῦ ὁ ἀγώνας τοῦ κηρύγματος, πρέπει μὲ τὸ κήρυγμα νὰ διαδοθεῖ καὶ νὰ ἐπικρατήσει τὸ εὐαγγέλιο καὶ τότε νὰ φανεῖ ὁ εὐαγγελιζόμενος. Ἀλλά σὲ σᾶς, τοὺς μαθητές μου σπεύδω νὰ χαρίσω ἀπὸ τώρα μιὰ εἰκόνα τῆς παρουσίας, ὥστε, ἔχοντας τρυγήσει πρόωρη θέα, νὰ ἔχετε τὰ τωρινὰ πιστοποίηση τῶν μελλόντων. Εἶναι κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς πού βρίσκονται ἐδῶ —κάποιοι, ὄχι ὅλοι. Ὁπωσδήποτε δὲν κάνω φανερὴ σὲ ὅλους τὴν θέα· αὐτὸ πού ἔγινε ὁρατὸ ἂς μείνει καὶ μετὰ τὴν θέα μυστήριο.
Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε, «παραλαμβάνει τρεῖς μαθητές του, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη». Αὐτοὺς κατέστησε θεατές, τοὺς ἄλλους ἄφησε ἀκροατές. Καὶ «τοὺς ἀνέβασε σὲ ὄρος ὑψηλό». Καλῶς λέει «ὑψηλό», ὥστε καὶ τὸ ὄρος νὰ γειτνιάζει μὲ τὸν οὐρανό, καθὼς ὁ Παῦλος κήρυττε «θὰ ἁρπαγοῦμε σὲ νεφέλες, γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε τὸν Κύριο στὸν ἀέρα». Καὶ τώρα ἀναζητᾶ τόπο νὰ συνυψώνεται μὲ τὰ σύννεφα. Οἱ μὲν θεατές, λοιπόν, εὐπρεπεῖς. οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ μὲ τὶς ἐλπίδες ἀναπτερώνονταν καὶ ἡ ψυχὴ μὲ δέος τῆς θέας ἔτεκε τὸν πόθο. Ἔτσι ἐνῶ ἀπέβλεπαν πρὸς τὸ μέλλον, ξαφνικὰ μεταμορφώνεται ὁ Χριστὸς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν, τὴν μορφὴ μεταβάλλει καὶ ἐνδυόμενος χιτώνα φωτὸς δείχνει θέαμα ἀπαστράπτον.
Ὢ τοῦ θαύματος! Ἀπὸ ἀνθρώπινη μορφὴ ἐκτοξεύονταν ἀκτίνες, πού ἀποστέλλονταν μὲ θεϊκὲς ἐνέργειες. Εἶδε ὁ ἥλιος αὐτὸ πού δὲν εἶχε γνωρίσει προηγουμένως καί, ἀφοῦ διδάχθηκε ἀπὸ τὸ φέγγος ἄλλου φωτός, κρύβεται. «Σταμάτησες κάποτε, ἥλιε, ἀναμένοντας τὴν νίκη τῶν Ἑβραίων. Σεβάστηκες διαταγὴ τοῦ στρατηγοῦ Ἰησοῦ, τιμώντας τὸ δεσποτικὸ ὄνομα τοῦ ὁμοδούλου. Τώρα εἶδες φῶς, πού δὲν εἶχες δεῖ ποτέ». Αὐτὴ τὴν θεωρία διηγούμενοι οἱ συγγραφεῖς τῶν εὐαγγελίων χρησιμοποιοῦν διαφορετικὲς ἐκφράσεις, μὴ δυνάμενοι νὰ παραστήσουν μὲ λόγους τὸ ὅραμα. Ὁ ἕνας λέει: «ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του σὰν τὸν ἥλιο», μὴ ἔχοντας ἄλλη λαμπρότερη εἰκόνα. Ὁ ἄλλος: «ἔλαμψαν τὰ ἱμάτιά Του ὅπως τὸ φῶς». Προβαίνουμε δηλαδὴ σὲ συγκρίσεις μὲ μέτρο αὐτὰ πού βλέπουμε. Ἀδυνατεῖ μαζὶ καὶ ἡ κτίση νὰ προσφέρει εἰκόνα, γιὰ νὰ παραβληθεῖ τὸ θέαμα. Ἂς βεβαιώσουν τὰ μάτια. Ἡ γλώσσα δὲν ἔμαθε γι’ αὐτὰ νὰ μιλάει.
Ἡ θέα λοιπὸν περιβάλλοντας τοὺς θεατὲς μὲ τὴν λαμπρότητα αὐτῶν πού ἔβλεπαν, ὑποδήλωσε τὸν μέλλοντα κριτὴ τῆς οἰκουμένης. Ἐμφανίσθηκαν δὲ ἀνάμεσά σας οἱ κορυφαῖοι στὴν ἀρετὴ μεταξὺ τῶν ζώντων καὶ τῶν νεκρῶν, γιὰ νὰ κηρύξουν στοὺς παρόντες τὸν Δεσπότη δικαστὴ ζώντων καὶ νεκρῶν. Ὁ Μωυσῆς, ἀφοῦ ἔγινε ἀρχηγέτης καὶ ἐργάτης τῆς ἀρετῆς καὶ νομοθέτης, πεθαίνει καὶ ἀποχωρίζεται τὴν ζωή. Κι ὁ Ἠλίας πυρακτωμένος ἀπὸ θεῖο ζῆλο ἔγινε ἡνίοχος πυρὸς καὶ ἱππεύοντας στὸν ἀέρα ὑπερπήδησε τοὺς νόμους τῆς φύσεως, βρίσκοντας ὁδό ἀνώτερη τοῦ θανάτου.
Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο θυμήσου τὶς ἐρωτήσεις τοῦ Δεσπότη καὶ τὶς ἀποκρίσεις τῶν μαθητῶν, πού τὸν ὀνόμαζαν ἄλλοι Ἠλία κι ἄλλοι ἕναν ἀπό τους προφῆτες. Βλέποντάς Τον ὅμως τώρα προσκυνούμενο ἀπό τούς προφῆτες… Ὁ Μωυσῆς ἱκετεύει, ὁ Ἠλίας ὑποκλίνεται δίνοντας μαρτυρία ὅτι ὁ παρὼν εἶναι Δεσπότης καὶ ὄχι δοῦλος. Ἀλλ’ ὁ Πέτρος μολονότι βλέπει αὐτὰ δὲν διδάσκεται. Στέκει σὰν κατακεραυνωμένος ἐνώπιον πρωτοφανῶν θαυμάτων. Ἀπὸ τὴν εὐχαρίστηση γιὰ ὅσα βλέπει, ξεχνᾶ τὰ πάντα. Δένεται στὸν τόπο ἀπὸ χαρὰ μεγάλη διακατεχόμενος. «Ἂς κάνουμε, λέει, τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία». Ἀποδεικνύει τὴν ἄγνοιά του, συναριθμώντας τὸν Δεσπότη στοὺς δούλους, θεωρώντας ὁμότιμους Δεσπότη καὶ ὑπηκόους. Ὡστόσο δὲν παρέμεινε στῆς ἄγνοιας τὸ πάθος ὁ Πέτρος. Βροντὴ ἦλθε ἀπ’ τὸν οὐρανὸ καὶ θεραπεύει μὲ τὸν φόβο τὴν ἄγνοια, σὰν νὰ φώναζε μὲ τὸν ἦχο τὰ ἀκόλουθα: Γιατί συναριθμεῖτε μὲ τοὺς δούλους τὸν Δεσπότη; Θέλετε νὰ μάθετε τὴν διαφορά; Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός. Ἐκείνους δημιούργησα δούλους, Αὐτὸν τὸν γέννησα Υἱὸ ἐκ τῆς οὐσίας μου. Δικός μου Υἱὸς εἶναι, κι ἂς ἔχει περιβληθεῖ μορφὴ δούλου γιὰ χάρη σας. Ἀπρόσιτο ἔχει τὸ φῶς, ἀκόμα κι ἂν ἔκανε ὁρατὲς γιὰ σᾶς τὶς ἀκτίνες.
Μακάρια τὰ μάτια ἐκεῖνα πού εἶδαν τὸν Χριστὸ στολισμένο ὡς νυμφίο. Μακάρια τὰ μάτια πού εἶδαν σὲ ἤπιο σχῆμα τὴν φοβερὴ ἡμέρα της κρίσεως. Διότι ἔβλεπαν μὲ χαρὰ αὐτὰ πού ἄλλοι θὰ δοῦν μὲ τρόμο. Ἀλήθεια, ποιὰ μάτια θὰ μπορέσουν νὰ ἀντέξουν τὴν φοβερὴ ἡμέρα τῆς κρίσεως, ὅταν ἡ γῆ θὰ κλονίζεται καὶ ἡ θάλασσα, βγάζοντας στὴν ἐπιφάνεια τὰ ἀπὸ τὸν ‘Ἀδὰμ ἀνθρώπινα σώματα, καὶ οἱ ἄνθρωποι μαζὶ μὲ τὶς οὐράνιες δυνάμεις θὰ τρέμουν μὴ ὑποφέροντας τὸν φόβο; Τυλίγεται σὰν εἰλητάρι ὁ οὐρανὸς στὴν παρουσία τοῦ Βασιλιά. Ξαφνικὰ οἱ δορυφόροι ἀφαιροῦν τὰ καταπετάσματα τῶν θυρῶν. Καὶ μὲ τὸ ἄνοιγμα τ’ οὐρανοῦ παρουσιάζονται προτρέχοντας μὲ λαμπρότητα οἱ τάξεις τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, χίλιες χιλιάδων ἀγγέλων καὶ μύριες μυριάδες. Φαίνεται δὲ κατερχόμενος ὁ Δεσπότης ἀκτινοβολώντας ἄπλετο φῶς στὰ σύμπαντα. Ποιὸς λοιπὸν θὰ ὑπομείνει αὐτὴ τὴν θέα; Ποιὸς θὰ μετρήσει τὸν φόβο; Ἐὰν τὶς συνεχεῖς λάμψεις τῆς ἀστραπῆς δὲν ὑπομένουμε, ἀλλά πολλὲς φορὲς ἡ λάμψη μᾶς ρίχνει στὸ ἔδαφος, τί θὰ συμβεῖ σ’ αὐτὸν πού ἀντικρύζει τὴν ἀνατολὴ Ἐκείνου πού προκαλεῖ τὴν ἀστραπή; Ὅταν ἦχοι σαλπίγγων καλοῦν τοὺς νεκροὺς ἀπό τούς τάφους, ὅταν σπάζουν τὰ μνήματα ἀπελευθερώνοντας τοὺς δεσμῶτες, ὅταν κρίνονται προθέσεις καὶ πράξεις καὶ σκέψεις, ὅταν προσάγεται δεσμώτης ὁ διάβολος καὶ εἰσπράττει τὴν τιμωρία του γιὰ τοὺς τυραννικοὺς λογισμοὺς (τοὺς ὁποίους ὑπέβαλλε στοὺς ἀνθρώπους), ὅταν χωρίζονται οἱ ὁμάδες τῶν ἀνθρώπων, ποιὸς καὶ σὲ ποιὰ μερίδα θὰ ἔχει τὸν κλῆρο του;
Ὅταν ζῶντες μαζὶ καὶ πεθαμένοι συρρέουν, ποιὸς θὰ εἶναι τοῦ δικαστὴ Χριστοῦ καὶ ποιὸς τοῦ κατάκριτου ληστή; Κοινὴ ἀπὸ ὅλους ἡ προσκύνηση. Ἐπειδὴ ἡ ταχύτητα τῆς ἀναστάσεως φέρνει τοὺς νεκροὺς μαζὶ μὲ τοὺς ζωντανούς, σύμφωνα μὲ τὸν μακάριο Παῦλο, πού λέει ὅτι «ἐμεῖς οἱ ζῶντες, πού θὰ ἔχουμε ἀπομείνει, δὲν θὰ προηγηθοῦμε αὐτῶν πού θὰ ἔχουν κοιμηθεῖ». Ἔτσι κανεὶς νεκρὸς δὲν θὰ ἀργοπορήσει ἐξ αἰτίας τοῦ τάφου. Ὅλοι λοιπὸν τὴν ἀπόφασή Του ἀναμένουν ἔμφοβοι, μὴ γνωρίζοντας ἂν θὰ ἀκούσουν τὸ «ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου» ἤ «πηγαίνετε ἔξω στὸ σκοτάδι, πού ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του».
Ἔτσι ζυγίζοντας τὰ ἔργα δίνει στὰ πράγματα τὸ πρόσφορο τέλος τους. Εἰκόνες αὐτῆς τῆς στιγμῆς ἔδωσε ὁ Δεσπότης στοὺς ἀποστόλους. Ὥστε ἐμεῖς ἀναλογιζόμενοι τὸν φόβο ἐκεῖνο, νὰ μεταβάλουμε ὅσο εἶναι καιρὸς τὸν βίο μας, μὲ ἀγαθὰ ἔργα νὰ κερδίσουμε τὴν παρρησία καί, προτοῦ φθάσει ἡ Κρίση, νὰ προετοιμάσουμε τὴν ἀπολογία μας. Ἂς μὴ συγκατακριθοῦμε μὲ τὸν κρινόμενο ἐχθρό, ἀλλά μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, πού μᾶς ἀγαπᾶ, ἂς ἀνέβουμε στὸν οὐρανό, γενόμενοι κληρονόμοι Θεοῦ καὶ συγκληρονόμοι Χριστοῦ.
Διότι σ’ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση, μαζὶ καὶ στὸν ἄναρχο Πατέρα καὶ στὸ Πανάγαθο καὶ Ζωοποιὸ καὶ ὁμοούσιο Πνεῦμα τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.