Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Ο Τελωνισμός των Ψυχών

Διήγηση του Γρηγορίου, 
μαθητού του Αγίου Βασιλείου του Νέου


ΠΡΟΛΟΓΟΣ 

Η διήγησις αυτή ελήφθη από τήν περίληψιν του βιβλίου «Στόμα Θανάτου» της Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου, τό όποιον λόγω τού όγκου του έκυκλοφόρησε κατ' αρχάς είς ολίγας μόνον χιλιάδας αντιτύπων και σώζεται είς δύο χειρόγραφους Κώδικας τού Αγίου Όρους, είς τάς βιβλιοθήκας τής Ιεράς Μονής Αγίας Άννης και Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου. 

Παλαιότερον, λόγω των δυσκολιών που παρουσίασεν η έκτύπωσις των βιβλίων τόσον είς τήν Ελλάδα όσον και είς τόν Όρθόδοξον κόσμον τού εξωτερικού, έκυκλοφόρησαν πολλαί είκονογραφίαι, αί όποίαι περιγράφουν τόν Τελωνισμόν της Ψυχής.

Άργότερον όμως ομάς ζηλωτών αγιορειτών έξέδωκε τό βιβλίον «Στόμα Θανάτου» είς αρκετά αντίτυπα καί έν συνεχεία πολλοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί συνέχισαν τήν έκδοσίν του. 

Τά περί τής εξόδου και τελωνισμού της ψυχής θέματα περιγράφονται πολλάκις μέ Ζωηράς εικόνας, όπως φαίνεται είς αρκετούς Βίους Αγίων και μάλιστα του Αγίου Αντωνίου, Αγίου Μακαρίου, Μάρκου Αθηναίου, των διηγήσεων του Εύεργετινού κ.λ.π. 

Κατά τήν Όρθόδοξον πίστιν τήν ώραν τού θανάτου και τής εξόδου τής ψυχής άπό τό σώμα καί προτού η ψυχή μεταβή είς τήν μέσην κατάστασιν των ψυχών άναμένουσα την γενικήν καί τελικήν κρίσιν άπό τόν Θεάνθρωπον Κύριον κατά την ήμέραν τής Δευτέρας Παρουσίας, υφίσταται τελωνισμόν από τά πονηρά πνεύματα. Τούτο άλλωστε βεβαιούται και άπό τόν λόγον του Κυρίου, ο οποίος είπεν. 

«Έρχεται γάρ ό τού κόσμου άρχων, και έν έμοί ουκ έχει ουδέν. (Ιωάννην ιδ', στ, 30).


ΔΙΗΓΗΣΙΣ
 
Ο άγιώτατος Πατήρ Βασίλειος ήτο είς τον καιρόν του βασιλέως Λέοντος του Σοφού και έκατοικούσε πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως. Επειδή δέ είχεν αποθάνει ό Γέροντας μου, έζήτουν πνευματικόν πατέρα να μέ όδηγα είς τα ουράνια. Ό δέ Θεός, πού κάμνει το θέλημα των φοβούμενων Αυτόν, μου έφανέρωσε τον άγιώτατον τούτον Γέροντα και έσύχναζα, καθώς και άλλοι πολλοί, και μας έδίδασκεν.

Ητο δέ και κάποια γραία καλόγνωμος και έκαμνε πολλήν διακονίαν είς τόν Άγιον, και ό Αγιος είχε πολλήν συμπάθειαν είς τήν γραίαν, διότι ητον ευλαβής και έθυσιάζετο δια τήν άγάπην του Χριστού.

Αυτή λέγω, η τιμία γερόντισσα Θεοδώρα, απέθανε μετά ολίγα έτη και πάντες, οί μαθηταί του Αγίου τήν έλυπήθησαν, μάλιστα δέ έγώ ό Γρηγόριος διότι πολύ μέ άγαπούσεν. Έγώ δέ ένοχλούμενος άπό τον λογισμόν πολλάκις έλεγα, άραγε να έσώθη ή Θεοδώρα;

Ερωτούσα δέ τον Γέροντα πολλάς φοράς να μάθω τίποτε περί της Θεοδώρας, και δεν μου άπεκρίνετο. Άλλ' έγώ ένοχλούμενος ύπό τοιούτων λογισμών δέν έπαυα άπό του να ερωτώ και νά ενοχλώ αυτόν περί της Θεοδώρας. Μίαν λοιπόν των ήμερων χαμογελώντας μου λέγει, θέλεις τέκνον, νά ίδης τήν Θεοδώραν; 

Έγώ του είπα* και πώς είναι δυνατόν, Πάτερ μου, νά ίδώ τήν Θεοδώραν, η όποια προ πολλού απέθανε και ευρίσκεται είς τήν άλλην ζωήν; Ό δέ Αγιος μου είπε* ταύτην τήν έσπέραν θέλεις ίδεί τήν Θεοδώραν.

Έγώ δέ απορούσα συλλογιζόμενος που και πώς έχω νά τήν ιδώ, και βαλών μετάνοιαν ήσπάσθην τήν δεξιάν του καί άνεχώρησα, συλλογιζόμενος τους λόγους του Γέροντος.

Τήν νύκτα λοιπόν κοιμώμενος βλέπω ένα νέον και μου λέγει* σηκώσου και έλθέ όπου ό Γέροντας σου θά ύπάγη, τώρα, είς τήν Θεοδώραν έλθέ νά ύπάγης μαζί του νά τήν ιδής. Έγώ δέ άκουσας τούτο, ένόμισα πώς παρευθύς έσηκώθην και επήγα είς το κελλι του Άγιου και δεν τόν εύρον. Ήρώτησα και μου είπαν ότι υπάγει νά ίδή τήν ύποτακτίκήν του Θεοδώραν.

Άκουσας δέ έγώ έλυπήθην, πώς δέν τόν έπρόφθασα. Άλλ' ένας άνθρωπος μού έδειξε τόν δρόμον καί μού είπε* τρέχα καί θέλεις φθάσει τόν Γέροντα σου. Έγώ δε έτρεχα και μού έφαίνετο πώς πηγαίνω είς τόν ναόν της Παναγίας των Βλαχερνών. Καί αίφνης ευρέθηκα είς ένα πολύ στενόν και άνηφορικόν μέρος καί άναβαίνων αυτό με πολύν κόπον και φόβον έφθασα είς μίαν ώραίαν θύραν κεκλεισμένην.

Θεωρήσας δέ άπό μίαν θυρίδα μήπως ίδώ κανέναν καί τού είπώ καί μού άνοίξη, βλέπω δύο γυναίκας καί έκάθηντο καί έσυνωμιλούσαν. Έγώ δέ είπα είς τήν μίαν κυρά, τίνος είναι αυτό το ώραίον παλάτιον; Καί αυτή μού είπεν* τού Όσίου Πατρός μας Βασιλείου, ότι όλίγη ώρα ήτον όπου ήλθε καί έπεσκέφθη τα πνευματικά του τέκνα. 

Έγώ δέ άκουσας έτούτο έχάρην μεγάλως καί τήν παρεκάλουν νά μού ανοίξη νά είσέλθω, διότι καί έγώ τέκνον του είμαι, της είπα, καί πολλάκις ήλθον έδώ με τόν Γέροντα μας. Καί εκείνη μού είπεν* έσύ δέν έξαναήλθες έδώ καί ούτε σε γνωρίζομεν καί δια τούτο φεύγα άπό έδώ, διότι χωρίς της κυρίας Θεοδώρας τήν άδειαν δέν είναι δυνατόν νά έλθη κανείς έδώ.

Αυτά τά παλάτια είναι τού Όσίου Πατρός ημών Βασιλείου καί τά έχάρισεν είς τήν ύποτακτικήν του Θεοδώραν, καί χωρίς τήν άδειαν αυτής είναι αδύνατον νά είσέλθη τις έδώ. Έγώ δέ άκουσας δια τήν Θεοδώραν έλαβον θάρρος καί ήρχισα νά χτυπώ καί νά φωνάζω.

Άκούσασα δέ η Θεοδώρα έπλησίασεν είς τήν θυρίδα νά ίδη τις ήτο όπου έκτύπα καί έφώναζε, βλέπουσα με δέ λέγει αμέσως προς τάς γυναίκας* ανοίξατε γρήγορα διότι αυτός είναι ό κύριος Γρηγόριος, ό ήγαπημένος υίός του Πατρός μας. 

Καί άμα αύταί ήνοιξαν καί είσήλθον, έτρεξεν ή Θεοδώρα καί μέ ένηγκαλίσθη περιχαρών λέγουσά μοι* κύριε Γρηγόριε, τις σε έφερεν έδώ; Άραγε απέθανες καί ήξιώθης νά έλθης είς τό μακάριον τούτο μέρος καί τήν αίώνιον ζωήν; Έγώ δέ άπορούσα καί δέν ήξευρα τί νά είπώ, διότι δέν μού έφαίνετο δράμα, άλλ' ώς πραγματικά. Όθεν της είπα* κυρία καί μήτηρ μου, δέν απέθανα, άλλ' ευρίσκομαι ακόμα είς τήν πρόσκαιρον ζωήν, πλην μέ τήν εύχήν καί βοήθειαν τού Πατρός μας έφθασα έδώ νά σέ ίδώ καί νά μάθω είς ποίαν κατάστασιν καί μέρος ευρίσκεσαι* καί πώς ύπέμεινας τού θανάτου τήν βίαν καί πώς έπέρασες τά πονηρά δαιμόνια τού αέρος, πώς διέφυγες τάς πανουργίας αυτών* διότι ήξεύρω καλώς οτί εντός ολίγου είς τό τέλος τής ζωής μου θά διέλθω καί έγώ ταύτα. 

Εκείνη δέ μού άπεκρίθη λέγουσα* ώ τέκνον μου ήγαπημένον Γρηγόριε, πώς νά σου διηγηθώ τον κίνδυνον καί φόβον όπου ύπέμεινα, ότε ήτο διά νά χωρισθή ή ψυχή μου του σώματος;
Πώς νά εξηγήσω τους πόνους και τάς στενοχώριας οπού υπέφερα έως ότου νά χωρισθή ή ψυχή μου άπό το σώμα;
Τους πόνους τούτους παρομοιάζω ώς ό ζωντανός νά ριφθή μέσα είς τήν φωτιάν γυμνός, καί νά κατακαίεται καί να σπαράττη άπό τους πόνους, καί ολίγον κατ' ολίγον νά άναλύη, έως ότου νά αναχώρηση, ή ψυχή έκ του σώματος. Τόσον πικρός τέκνον μου είναι ό θάνατος. Πολύ δε περισσότερον του αμαρτωλού, ώς έγώ. Διά δε τους δικαίους δέν ήξεύρω τέκνον μου, οποίου είδους είναι, διότι έγώ ή ταλαίπωρος ήμουν αμαρτωλή.

Όταν δε έψυχομάχουν, έβλεπον γύρωθεν τής κλίνης μου στεκαμένους πολλούς μαύρους καί άσχημους οί όποίοι άνεκατεύοντο καί εταράσσοντο καί έτριζαν τά δόντια τους κατ' έμού καί έγαύγιζαν ώς σκύλοι καί λύκοι, καί έκαμναν διαφόρων ζώων λαλιάς, βροντώντες, λυσσώντες καί μουγκρίζοντες ώς βόδια, στρέφοντες τά άγρια βλέμματα καί σκοτεινά πρόσωπα των καί μέ έφοβέριζαν, τών οποίων καί μόνον ή θεωρία είναι ανωτέρα πάσης κολάσεως. 

Καί όχι μόνον ετούτα αλλά τό χειρότερον ήτο οπού δέν ημπορούν νά στερηθώ τής θεωρίας των. Διότι γυρίζοντας τά ομμάτια μου εδώ και έκεί διά νά μή τους βλέπω, ητον όμως αδύνατον νά φύγω τήν θεωρίαν καί τάς φωνάς των. Διότι άπ' όπου ήθελα στρέψει τους οφθαλμούς μου, τους έβλεπα. Και ένω ταύτα έπασχα καί έστενοχωρούμην, βλέπω αίφνης δύο λαμπρότατους νέους - χαρούμενους, μέ χρυσά μαλλιά, πού έλαμπαν ώς ό ήλιος, ένδεδυμένοι φορέματα άστράπτοντα.

Οι νέοι ούτοι έστάθησαν προς δεξιάν τής κλίνης μου, ομιλούντες μυστικώς, ό ένας δέ άπό αυτούς τους ωραίους νέους αρχίνησε νά φοβερίζη, μέ αύστηράν, αλλά καί γλυκυτάτην φωνήν εκείνους τους μαύρους, λέγων προς αυτους* άδικοι καί παμμίαροι πονηροί δαίμονες, τίνος ένεκεν προφθάνετε είς τον θάνατον τών ανθρώπων και τους ταράσσετε καί τους συγχύζετε μέ τάς φλυαρίας καί άγριας φωνάς σας; Ώ κακοί καί άγριοπρόσωποι, μή πολύ χαίρεσθε, διότι δέν έχετε άπόλαυσιν καμμίαν, μόνον καθώς ήλθετε, ούτω καί θά αναχωρήσετε κατησχυμένοι.

Ταύτα καί άλλα όμοια έλεγεν εκείνος ό λαμπρότατος νέος μέ γλυκυτάτην φωνήν. Εκείνοι δέ έφερον έν τω μέσω τάς εκ νεότητας μου κακάς πράξεις, είτε έν λόγω είτε έν έργω φλυαρούντες και φωνάζοντες όλα μου τα αμαρτήματα και άλλα περισσότερα, και εγώ έτρεμον και έπρόσμενον τον θάνατον. Τότε ήρθε και ένας νέος χονδρός, βάρβαρος, τού οποίου ή μορφή ήτον ως τού ώρυομένου λέοντος, και ήτο φορτωμένος διάφορα σιδηρά εργαλεία και ό όποιος δίδει τον θάνατον κάθε ανθρώπου.

Βλέπουσα ή ταπεινή μου ψυχή εκείνον τον τύραννον, εκυριεύθη άπό φόβον και τρόμον. Τότε οι δύο νέοι λέγουν προς τον τύραννον εκείνον τι στέκεις; λύσον τα δεσμά τού σώματος και μή της δώσης πολύν πόνον, διότι, δεν έχει πολλά και μεγάλα αμαρτήματα. Γεμίσας λοιπόν ένα ποτήριον εκείνος ό τύραννος μου τό έδωσε να τό πίω, και εγώ μή θέλοντας τό έπιον και ευθύς έξήλθεν ή ψυχή μου εκ τού σώματος με τρομερωτάτην βίαν. 

Ήτον δε τόσο πικρόν και άνοστον τό ποτόν, όπου μή υποφέροντας τήν πικράδα, έξήλθεν ή ψυχή εκ τού σώματος μου. Έξερχομένην τήν ψυχήν τήν έλαβον οί νέοι εκείνοι, περιτυλίξαντες δια των έπανωφορίων των, έγώ δε έπαρατήρουν τό σώμα μου οπού έκείτετο νεκρόν και έθαύμαζα. Διότι δεν ήξευρα οτι συμβαίνουν ταύτα πάντα εν καιρώ θανάτου είς τον ταλαίπώρον άνθρωπον.

Ένώ δε με έκράτουν οι Άγγελοι, τους περιεκύκλωσαν οί άγριοι και άνελεήμονες δαίμονες και μεγαλοφώνως έλεγον αυτή έχει πολλά αμαρτήματα, τά όποία έχομεν γραμμένα και είναι ανάγκη νά μας άποκριθήτε δια όλα αυτά. 

Και οί άγιοι Άγγελοι έξήταζον τι καλόν έκαμα εν τη ζωη μου και τό έπαρουσίαζον, διότι και έγώ ή πτωχή θά είχον κάμει τό κατά δύναμιν διά τήν ψυχήν μου. Και έάν έδωσα εις κανένα πεινώντα άρτον ή διψώντα έπότισα ή έπεσκέφθην ασθενή ή φυλακωμένον ή έδέχθην ξένον καί τον άνέπαυσα* ή έάν έπήγαινα εις τήν έκκλησίαν καί έστεκόμην μέ φόβον Θεού καί εύλάβειαν ή έάν έβαλα έλαιον είς κανδήλια εικόνος• ή έφιλίωσα κανέναν όπου είχεν έχθραν μέ τον πλησίον του* ή αν έκλαυσα διά τάς αμαρτίας μου ή μέ ύβρισε τις καί ύπέμεινα ή αν έδωκα καλόν παράδειγμα είς τους ανθρώπους διά νά κάμουν τό καλόν ή έάν έπαρηγόρησα άπηλπισμένον, διά νά έχη ύπομονήν καί νά έλπίζη είς τόν Θεόν καί νά κάμη έργα θεάρεστα* αν ένήστευσα διά τήν άγάπην τού Θεού, άν έγκρατεύθην άπό ψεύδη καί δρκους καί λόγια υβριστικά καί έν γένει πάντα τά καλά οπού έκαμα έν τω κόσμω τά έζύγισαν μετά των αμαρτημάτων καί έδιώρθωνον αυτά.

Διά όλα ταύτα έδυσαρεστούντο οί δαίμονες έξαγριώνοντες εναντίον μου, και εμάχοντο μετά των Αγγέλων δοκιμάζοντες πάντοτε νά με άρπάσουν εκ των χειρών των και νά με ρίψουν είς τον άχαρον 'Αδην. 

Μετά δε ταύτα βλέπω τον άγιώτατόν Γέροντα μας Βασίλειον μετά της θεοχαρίστου δυνάμεως του και λέγει προς τους Αγγέλους* κύριοι μου, αυτή ή ψυχή μου έκαμε πολλάς υπηρεσίας και μέ άνεπαυσεν εις τά γηρατειά μου. Δια τούτο έπαρεκάλεσα τον Θεόν δι' αυτήν και μού τήν έχάρισεν ή ευσπλαχνία Του. Μ' όλον τούτο δεχθήτε και αυτά, δια νά πληρώσετε τά χρέη της, βαίνοντες τά εναέρια τελώνια, νά τήν έξαγοράσητε εκ των δαιμόνων. Διότι έγώ με τήν χάριν του Θεού είμαι πολύ πλούσιος είς τά ουράνια και Θεϊκά χαρίσματα, ταύτα δέ τά έσύναξα έκ των πολλών κόπων και ιδρωτών και της τά χαρίζω νά έξαγορασθή.

Μού έφάνη δέ πώς ήταν μία σακκούλα γεμάτη φλουριά* δίδοντας δέ ταύτα τών Αγγέλων έγινεν άφαντος. Ώς είδον δέ ταύτα εκείνοι οι μαύροι έμειναν άφωνοι, μή δυνάμενοι νά στερεώσωσι τήν κακίαν των, και ευρισκόμενοι πολλήν ώραν είς σύγχυσιν και άπελπισθεντες και μουγκρίζοντες άνεχώρησαν άπό ημάς. 

Μετά δέ ταύτα ήλθε πάλιν ό Άγιος Γέροντας μας, φέρων πολλά άγγεία γεμάτα άπό αγίου ελαίου, τά όποια έκράτουν εύμορφότατοι νέοι μέ χρυσά μαλλιά, και διέταξε νά τά ανοίξουν και νά τά ρίψουν ένα προς ενα όλα επάνω μου. 

Χύνοντες δέ ταύτα, έγέμισα θαυμαστής και ουράνιας ευωδιάς, και καθορισθείσα, έγινε το πρόσωπον μου λαμπρόν και ευγενές, έθεώρουν δέ έαυτήν και ήμουν εύμορφη και άσπρη ώς το χιόνι και έγέμισα άπό θεϊκής ευφροσύνης.

Τότε είπεν ό Άγιος Γέροντας μας προς τους νέους* κύριοι μου, άφού τελέσητε όσα χρήσιμα ανήκουν είς τήν ψυχήν ταύτην, φέρετε την είς τήν ούράνιον κατοικίαν, τήν οποίαν μού έχει έτοίμην ό Θεός διά νά κατοικώ μέ τά πνευματικά μου τέκνα. Και ούτως άνεχώρησεν άπό ημάς. 

Ύψώσαντες δέ οί Άγγελοι τάς χρυσοειδείς πτέρυγας των έπέταξαν είς τον αέρα ώς τά σύννεφα, όταν τά διώκη ό άνεμος, και κρατούντες με άνεβαίναμεν κατά ανατολάς.