(Ματθ. ιη΄ 23-35)
Ἡ ὅλη προβληματικὴ τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἑστιάζεται στὴ διαφορετικὴ λειτουργία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ τὸν ὀφειλέτη ὑπάλληλό του «μυρίων ταλάντων» -ἑξήκοντα ἑκατομμύρια χρυσὲς δραχμές- «σπλαγχνισθείς, τὸν ἄφησε ἐλεύθερο καὶ χάρισε τὸ δάνειο».
Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἄνθρωπος, ποὺ πρὸ ὀλίγου ἐλεήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, τὸν συνάδελφό του, ποὺ τοῦ ὄφειλε ἑκατὸ δηνάρια ἕνα εὐτελὲς ποσό δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἀφήσει, δείχνοντας ὑπομονὴ γιὰ τὴν ἐξόφληση τοῦ μικροῦ δανείου.
Δύο διαφορετικοὶ τρόποι λειτουργίας καὶ φυσικὰ δύο ἀντίθετα ἀποτελέσματα. Τὸ ἕνα ὑπάρχει ὡς μέτρο εὐσπλαγχνίας καὶ χάριτος γιὰ τὰ ὀφειλόμενα. Καὶ τὸ ἄλλο ὡς μέτρο ἀσπλαγχνίας καὶ ἀπαιτήσεως τοῦ δανείου.
Γιὰ τὸ πρῶτο ὁ σχολιαστὴς Ζιγαβηνὸς σημειώνει πὼς «ένῶ ζήτησε μόνο προθεσμία γιὰ ἐξόφληση τοῦ χρέους, ὁ Κύριος τοῦ χάρισε τὴν ὀφειλή. Ἔτσι ὁ χρεώστης πῆρε περισσότερα ἀπ᾿ ὅ,τι ζήτησε. Παρεκάλεσε δηλαδὴ γιὰ μιὰ χάρη καὶ ἔλαβε ἀντ᾿ αὐτῆς, δύο».
Γιὰ τὸν δεύτερο δέ, ζητεῖ προθεσμία ἐξόφλησης τοῦ μικροῦ χρέους· ἐνῶ τὸν παρακαλεῖ πέφτοντας στὰ πόδια του νὰ δείξει ὑπομονὴ καὶ εὐσπλαγχνία, ἐκεῖνος «ἀπελθὼν στοὺς κριτὲς γιὰ τὴν ὀφειλή, τὸν ἔρριξε στὴ φυλακὴ ἕως ὅτου πληρώσει ὅ,τι χρεωστοῦσε».
Εἶναι πάντως γνωστό πὼς ὁ Κύριος τῆς παραβολῆς αὐτῆς εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὁ δοῦλος, ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ἡ συνομιλία ποὺ γίνεται, ἔχει σκοπὸ νὰ ἀναδείξει τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συγγνώμη, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τὶς βασικὲς προϋποθέσεις εἰσόδου στὴ Βασιλεία Του.
Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι οἰκτίρμων καὶ εὔσπλαγχνος, εὔκολα γίνεται ἀντιληπτό, ἀφοῦ τὰ ἴδια τὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς μαρτυροῦν γι᾿ αὐτό. Στὸν ἑκατοστὸ δεύτερο Ψάλμο τοῦ Δαυΐδ, ποὺ ἐνδεικτικὰ ἀναφερόμαστε, διαβάζουμε τὰ ἀκόλουθα: «Εἶναι οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος. Δὲν παρατείνεται διηνεκῶς καὶ ἀπαύστως ἡ κατὰ τῶν ἁμαρτιῶν μας ὀργή του, οὔτε μνησικακεῖ κατὰ τῶν παρεκτροπῶν μας αἰωνίως».
Γι᾿ αὐτὸ ὁ λόγος Του εἶναι πάντοτε παρακλητικὸς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· νὰ στέργουν πρὸς εὐσπλαγχνία καὶ συγγνώμη πάντα. «Τέκνον μου μὴ στερήσης τὸν πτωχὸν ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν ζωήν του καὶ νὰ μὴν ἀναβάλης τὴν βοήθειάν σου πρὸς ἐκεῖνον, τοῦ ὁποίου οἱ ὀφθαλμοί σὲ κοιτοῦν παρακλητικά».
Τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὶς περισσότερες φορὲς ἄσπλαγχνος καὶ ἀδιάφορος στὸν πόνο, τὴ δυστυχία καὶ τὴν ἀρρώστια τοῦ ἄλλου, δὲν εἶναι ἀνάγκη ἐμεῖς σήμερα νὰ τὸ ποῦμε. Ὅλοι γνωρίζουμε σὲ τί κόσμο ζοῦμε καὶ ὅλοι καθημερινὰ εἰσπράττουμε τὴν ἀδιαφορία καὶ τὴν κακότητα τῶν ἀνθρώπων.
Πόσο πολὺ ἐμεῖς στὸ σημερινὸ κόσμο μας ἀπέχουμε ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Ἰώβ, ποὺ ἐκφράζει μιὰ στάση εὐσπλαγχνίας καὶ συμπόνιας πρὸς τὸν συνάνθρωπο! Νὰ τὶ λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ πολύπαθος Ἰώβ: «Ἐγὼ, ὁ Ἰώβ, ἔκλαυσα γιὰ κάθε ἀδύναμο καὶ ἀπροστάτευτο ἄνθρωπο καὶ στέναξα ἀπὸ συμπόνια βλέποντας κάθε ἄνθρωπο ποὺ βρισκόταν σὲ ἀνάγκες καὶ δυσκολίες».
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο κλείνει μὲ μιὰ οὐσιαστικὴ διαπίστωση, τὴν ὁποία κάνει ὁ Χριστός, δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀξία τῆς εὐσπλαγχνίας καὶ τῆς συγχώρησης. Νὰ τί ἀκριβῶς λέγει: «Ἔτσι καὶ ὁ Οὐράνιος Πατέρας μου, πρὸς τὸν ὁποῖο λόγω τῶν ἀναρίθμητων ἁμαρτιῶν σας εἶσθε χρεῶσται ἀναρίθμητου χρέους, θὰ κάνη σὲ σᾶς, ἐὰν δὲν συγχωρέσετε καθένας σας τὸν ἀδελφόν του ὄχι μὲ τὸ στόμα σας μόνο, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὴν καρδιά σας».
Καλούμαστε λοιπὸν ὅλοι ἐμεῖς νὰ γίνουμε εὔσπλαγχνοι καὶ ἐλεήμονες πρὸς τοὺς ἄλλους. Ν᾿ ἀκολουθήσουμε τὰ παράδειγμα τοῦ Θεοῦ Πατέρα καὶ νὰ τὸ κάνουμε ὄχι τυπικὰ καὶ ἐπιπόλαια, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιά μας. Δηλαδὴ δὲν θὰ ὁμιλεῖ μονάχα τὸ στόμα, μὰ πρὸ πάντων ἡ καρδιά.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς συγχωράει εἶναι δεδομένο. Τὸ ὅτι μᾶς ἀγαπᾶ κι αὐτὸ εἶναι ξεκάθαρο. Συνεπῶς κάθε τί ποὺ λέγεται καὶ εἶναι ἔξω ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, εἶναι μὴ ἀληθινό, καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν μποροῦμε νὰ τὸ δεχθοῦμε.
Ἕνας Θεὸς μὲ κακοῦργα ἔνστικτα, κακότητα καὶ ἐκδίκηση, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι Πατέρας, νὰ λειτουργεῖ ὡς Πατέρας. Καὶ ἕνας Θεὸς δίχως τὴν πατρότητα εἶναι ἐπικίνδυνος.
Τὸ ὅτι ἐμεῖς στεκόμαστε εὔσπλαγχνοι καὶ συγχωρετικοὶ γιὰ τοὺς ἄλλους, δὲν εἶναι μήτε δεδομένο, μήτε ξεκάθαρο. Μᾶλλον εἶναι ζητούμενο. Ἀλλιῶς δὲν θὰ εἶχαν θέση τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ μᾶς ὑπενθυμίζει πὼς, ἂν δὲν συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους μὲ τὴν καρδιά μας, θὰ μᾶς παραδώσει ὁ Θεὸς στὴν σκληρότητα τῆς φυλακῆς.
Τί μένει λοιπὸν σὲ μᾶς; Νὰ μιμηθοῦμε τὸ Θεό – Πατέρα καὶ νὰ κάνουμε τὴν εὐσπλαγχνία καὶ τὴν συγχώρηση βίωμα καθημερινό, μετατρέποντάς τις ἀπὸ ζητούμενα σὲ δεδομένα. Ἔτσι μονάχα θὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ ἐμᾶς.
Ἀρχιμ. Ν.Π.
imml.gr