Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Κυριακάτικο Κήρυγμα

Κυριακή Γ΄ Λουκά


Τό σημερινό ἱερόν Εὐαγγέλιον, ἀδελφοί μου, θίγει ἕνα ζήτημα, θά ἔλεγε κανείς, δραματικό. Γιατί κάθε ἄνθρωπος, ὅταν βρεθῇ μπροστά στό θάνατο προσφιλοῦς του προσώπου σπαράσσεται ἡ καρδιά του, κλαίει, ὀδύρεται, καί μερικές φορές, ὄχι σπάνιες, πεθαίνουν ἄνθρωποι μπροστά στό φέρετρο τοῦ δικοῦ τους ἀνθρώπου, ἀπό λύπη.

Ἡ σημερινή περίπτωση εἶναι ἀπό τίς πιό τραγικές. Μιά χήρα μάνα ὁδηγεῖ τό νεκρό παιδί της, τό μοναδικό παιδί της, στόν τάφο. Ἡ σπαρασσόμενη μάνα συναντᾶ στήν ἐκφορά τοῦ παιδιοῦ της τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί Αὐτός τῆς λέγει:«Μή κλαῖε». Δηλαδή, σταμάτα νά κλαῖς. Μήν ἀμφιβάλλετε, ὅτι ὅλοι ὅσοι ἦσαν παρόντες θά θεώρησαν τόν λόγον παράλογον. Ἀλλ’ ὅμως ὄχι. Ὁ λόγος αὐτός ἐπαναλαμβάνεται καί σήμερα. Ὁ Χριστός καί σήμερα μᾶς λέγει: «Μή κλαῖε». Δηλαδή, μπροστά στό φέρετρο προσφιλῶν μας προσώπων δέν πρέπει νά εἴμεθα ἀπαρηγόρητοι, ἀπελπισμένοι. Γιατί;

Α΄ Γιατί ὁ θάνατος, κατά τόν χριστιανισμόν, εἶναι ὕπνος, γι αὐτό καί οἱ τόποι, πού τοποθετοῦν οἱ χριστιανοί τούς νεκρούς λέγονται Κοιμητήρια καί ὁ θάνατος κοίμηση. 

Κοιμᾶται τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἡ ψυχή του, τό καί σπουδαιότερο, ζῇ στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου βεβαίως διαλύεται, ἀλλ’ ὅμως μία τῶν ἡμερῶν θά ἀναστηθῇ, θά ἐπανέλθῃ στή ζωή. 

Γι αὐτό καί λέμε, ὅτι τό σῶμα κοιμᾶται, ἀφοῦ μιά μέρα αὐτό τό σῶμα θά ἀναστηθῆ. Τό λέμε ἄλλωστε καί στό Σύμβολο τῆς πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Τό εἶπε καί ὁ Κύριός μας στό Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως: «Ὅταν θά ἔλθῃ μέ ὅλη Του τήν δόξα θά συναχθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πού ἔζησαν ὅλες τίς ἐποχές, καί θά κριθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Λοιπόν; Καί ἐσεῖς κι ἐγώ καί τά συγγενικά μας πρόσωπα μιά μέρα θά φύγουμε ἀπό τήν ζωήν αὐτήν. Θά κοιμηθοῦμε ἕναν ὕπνο, πού θά διαρκέσῃ ὄχι μερικές ὧρες, ἀλλά χρόνια πολλά, ἴσως καί αἰῶνες. Μιά μέρα ὅμως θά ξυπνήσωμε, θά ἐπανέλθωμε στή ζωή. Νά, λοιπόν, γιατί ὁ Χριστός μας λέγει, ὅτι πρέπει νά μήν ἀπελπιζώμαστε, νά μήν κλαῖμε. Καί

Β΄ Ὁ θάνατος εἶναι προσωρινός χωρισμός. Ποῦ εἶναι προσφιλῆ πρόσωπα, πού ἀγαπήσαμε; Ἔφυγαν ἀπό τήν ζωήν αὐτήν καί μᾶς ἄφησαν τήν ἀγαθή ἀνάμνησή τους. Αὔριο θά φύγομε καί ἐμεῖς. Ποῦ πηγαίνομε; Πηγαίνομε νά συναντήσομε τούς συγγενεῖς, τούς φίλους μας, τούς γονεῖς καί τούς ἀδελφούς μας. 

Ὅλοι αὐτοί καί ἐμεῖς θά συναντηθοῦμε, ἄν καί κατά τήν ἐδῶ παραμονή μας ζήσαμε κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ἐφ’ ὅσον ζήσαμε κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅλοι μαζί ἐμεῖς καί ἡ οἰκογένειά μας θά ζήσωμε πλησίον τοῦ Θεοῦ εὐτυχεῖς. Νά θυμηθοῦμε τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου.

Ἐκεῖ φαίνεται, ὅτι ὁ πλούσιος γνώρισε στήν ἄλλη ζωή τόν Λάζαρο, γνώρισε μάλιστα καί τόν Ἀβραάμ, πού δέν εἶχε δεῖ ποτέ. Μάλιστα ὁ πλούσιος καί ὁ Ἀβραάμ συνεζήτησαν. Νά θυμηθοῦμε τήν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, ὅπου ὁ Κύριος συζητεῖ μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλίαν. Λοιπόν; Λοιπόν ὁ πιστός πιστεύει, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνας προσωρινός χωρισμός. Τί εἶναι οἱ λίγες δεκαετίες τῆς ζωῆς μας; Δέν εἶναι οὔτε ἕνα σπυρί ἄμμου μπροστά στήν αἰωνιότητα. Νά, λοιπόν, γιατί δέν πρέπει νά κλαῖμε.

Ἀδελφοί μου, ὁ ἄνθρωπος πού χάνει τόν συνάνθρωπό του δέν εἶναι ἀναίσθητος δέν εἶναι σκληρός μπροστά στή θλῖψη. Δέν διδάσκει αὐτό ὁ χριστιανισμός. Ὁ θάνατος εἶναι ἕνα πολύ, μά πολύ, θλιβερό γεγονός. Ναί εἶναι. Ἐδῶ ὅμως εἶναι τό θαῦμα. Ὁ χριστιανός τό ξεπερνᾶ μέ τήν πίστη καί ἐνῶ μέ μιά γαλήνια θλῖψη ἀποχαιρετᾶ τό προσφιλές του πρόσωπον ἐπαναλαμβάνει: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Γι αὐτό δέν κλαίει. Γένοιτο!