Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Δεν άντεξα την κοροϊδία της μάνας μου, πως θα αντέξω την ντροπή προς τον Χριστό;


Διηγήθηκε ἕνας γέροντας, ὅτι κάποιος ἀδελφός, θέλοντας νὰ ἀναχωρήσῃ, ἐμποδιζόταν ἀπὸ τὴν μητέρα του. Αὐτὸς δὲν παραιτοῦνταν ἀπὸ τὸν σκοπὸ του λέγοντας ὅτι θέλει νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του.

Μετὰ ἀπὸ τὰ πολλά, ἡ μητέρα του δὲν μποροῦσε ἄλλο νὰ τὸν ἐμποδίζῃ καὶ ὑποχώρησε. Αὐτὸς δὲ ἀφοῦ μόνασε, κατανάλωσε ὅλη του τὴν ζωὴ στὴν ἀμέλεια.

Ἔγινε δὲ νὰ πεθάνει ἡ μητέρα του, καὶ μετὰ ἀπὸ ἕναν χρόνο αὐτὸς νὰ ἀσθενήσῃ βαριά. Τότε βρέθηκε σὲ ἔκσταση καὶ τοῦ φάνηκε ὅτι πῆγε νὰ κριθῇ καὶ βρίσκει καὶ τὴν μητέρα του μεταξὺ τῶν κρινόμενων.

Τότε ἐκείνη τοῦ λέει ἔκπληκτη: Τί εἶναι αὐτὸ παιδί μου, καὶ σὺ ἦλθες γιὰ νὰ κριθῇς;
Καὶ ποῦ εἶναι τὰ λόγια σου ποὺ ἔλεγες ὅτι θὲς νὰ σώσῃς τὴν ψυχή σου;

Ἐκεῖνος τότε καταντράπηκε μὴ ἔχοντας νὰ τῆς ἀπαντήσῃ. Κατ’ οἰκονομία ὅμως τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ, ἀφοῦ εἶδε αὐτά, ἔγινε καλά· καὶ σκεφτόμενος ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἦταν ὅτι εἶδε, κλείστηκε στὸν ἑαυτό του καὶ τὸ ὑπόλοιπό του βίου του, τὸ πέρασε μὲ μετάνοια καὶ κλαίοντας γιὰ ὅτι ἔπραξε πρίν.

Τόση ἦταν αὐτοῦ ἡ κατάνυξη, ὥστε πολλοὶ παρακαλοῦσαν νὰ τὸν δοῦν, φοβούμενοι μήπως πάθει τίποτε ἀπὸ τὸ πολὺ κλάμα.

Αὐτὸς δὲν ἤθελε νὰ παρηγορηθεῖ λέγοντας: Δὲν ἄντεξα στὴν κοροϊδία τῆς μάνας μου, πῶς λοιπὸν θὰ ἀντέξω τὴν ντροπὴ πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς Ἀγγέλους τὴν μέρα τῆς κρίσης;