Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Σήμερα, τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων στεκόμαστε μὲ δέος καὶ θαυμασμὸ μπροστὰ σ’ αὐτὸ ποὺ συνέβη, στὸ πῶς οἱ Ἰουδαῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ συναντήσουν τὸν Χριστό, γιατί τὸν συνάντησαν μὲ τὴν φαντασία ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἕνας ἔνδοξος βασιλιὰς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀναλάβει τὴν ἐξουσία τώρα μὲ κάθε ἰσχύ, νὰ ἐπικρατήσει καὶ νὰ καταρρίψει τοὺς ἀλλόθρησκους, τοὺς Ρωμαίους ποὺ εἶχαν κατακτήσει τὴν χώρα τους, καὶ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπανιδρύσει ἕνα Βασίλειο, ἕνα ἐπὶ γῆς βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ. Ξέρουμε ὅτι Ἐκεῖνος δὲν ἦρθε γι’ αὐτό, ἦρθε γιὰ νὰ ἱδρύσει ἕνα Βασίλειο ποὺ δὲν θὰ ἔχει τέλος, ἕνα βασίλειο αἰώνιο, ἕνα Βασίλειο ποὺ δὲν θὰ εἶναι ἀνοιχτὸ σ’ ἕνα ἔθνος, ἀλλὰ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, ἕνα βασίλειο ποὺ θὰ βασιζόταν στὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Μ. Ἑβδομάδα εἶναι ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος μία περίοδος τρομερῆς σύγχυσης. Οἱ Ἰουδαῖοι συναντοῦν τὸν Χριστὸ στὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐπειδὴ περιμένουν ἀπὸ Ἐκεῖνον ἕναν θριαμβευτὴ στρατιωτικὸ ἡγέτη, ἀλλὰ Ἐκεῖνος θὰ ἔρθει γιὰ νὰ πλύνει τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του, νὰ δώσει τὴν ζωή Του γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ὄχι γιὰ νὰ κατακτήσει μὲ βία καὶ δύναμη. Κι αὐτοί, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ Τὸν πλησίαζαν φωνάζοντας « Ὡσαννά, Υἱὲ Δαυὶδ» σὲ λίγες μέρες θὰ φωνάξουν «Σταυρωθήτω, σταυρωθήτω» ἐπειδὴ πρόδωσε τὶς προσδοκίες τους. Αὐτοὶ προσδοκοῦσαν ἕναν ἐπίγειο νικητὴ καὶ αὐτὸς ποὺ βλέπουν εἶναι ἕνας νικημένος βασιλιάς. Τὸν μισοῦν γιὰ τὴν ματαίωση ὅλων τῶν ἐλπίδων τους.
Αὐτὸ δὲν εἶναι τόσο ξένο γιὰ μᾶς στὶς μέρες μας. Πόσοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπομακρύνονται μὲ ἔχθρα ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιατί τοὺς ἀπογοήτευσε στὴν μία ἢ στὴν ἄλλη ἐλπίδα τους. Θυμᾶμαι μία γυναίκα ποὺ ἦταν πιστὴ ὅλη τὴν ζωή της, καὶ ὅταν ὁ ἐγγονὸς της πέθανε- ἕνα μικρὸ ἀγόρι- μοῦ εἶπε: «Δὲν πιστεύω πιὰ στὸν Θεὸ· πῶς μπόρεσε νὰ μοῦ πάρει τὸν ἐγγονό μου;». Κι ἐγὼ τῆς εἶπα: «Ἄλλα πιστεύατε, ἐνῶ πέθαιναν χιλιάδες, μυριάδες ἄνθρωποι…» Μὲ κοίταξε καὶ μοῦ εἶπε: «Μὰ γιατί ἔγινε αὐτὸ σὲ μένα; Δὲν μ’ ἐνδιαφέρει, αὐτὰ δὲν ἦταν παιδιά μου».
Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ συμβαίνει καὶ σὲ μᾶς σὲ μικρότερο βαθμὸ τόσο συχνὰ ποὺ ἀμφιταλαντευόμαστε στὴν πίστη μας, στὴν ἐμπιστοσύνη πρὸς τὸν Θεό, ὅταν κάτι ποὺ περιμένουμε ἀπὸ Ἐκεῖνον νὰ κάνει γιά μᾶς, δὲν γίνεται, ὅταν Ἐκεῖνος δὲν γίνεται ὁ Ὑπάκουος ὑπηρέτης μας, κι ὅταν προβάλλουμε τὴν ἐπιθυμία μας, Ἐκεῖνος δὲν λέει «Ἀμὴν» καὶ δὲν τὴν πραγματοποιεῖ. Ἄρα δὲν εἴμαστε τόσο ξένοι ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συνάντησαν τὸν Χριστὸ στὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ μετὰ στράφηκαν μακριά Του.
Καὶ τώρα, μπαίνουμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα. Πῶς ἀντικρίζουμε αὐτὰ τὰ γεγονότα; Νομίζω πὼς ὀφείλουμε νὰ μποῦμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα ὄχι σὰν θεατές, ὄχι ἁπλὰ διαβάζοντας τὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα τοῦ Εὐαγγελίου, πρέπει νὰ μποῦμε σὰν νὰ εἴμαστε μέτοχοι τῶν γεγονότων, ἀλήθεια, διαβάζουμε γι’ αὐτά, ἀλλὰ θάπρεπε νὰ μπερδευτοῦμε μὲ τὸ πλῆθος ποὺ περιβάλλει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ρωτήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας: «ποῦ βρίσκομαι μέσα σ΄αὐτὸ τὸ πλῆθος; Εἶμαι ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ λένε: «Ὡσαννά, Υἱὲ Δαυίδ»; Εἶμαι μήπως ἀπ’ τοὺς περιθωριακοὺς ποὺ κραυγάζουν «Σταύρωσον αὐτόν»; Εἶμαι κάποιος ἀπ’ τοὺς μαθητὲς ποὺ πίστευαν μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἔσχατος κίνδυνος φάνηκε νὰ ἔρχεται; Θυμάστε ὅτι στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ τρεῖς ἀπὸ τοὺς μαθητὲς εἶχαν ἐπιλεγεῖ γιὰ νὰ Τοῦ συμπαρασταθοῦν στὶς ὧρες τῆς ὑπέρτατης ἀγωνίας Του, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκαναν, ἦταν κουρασμένοι, εἶχαν χάσει τὸ θάρρος τους κι ἀποκοιμήθηκαν. Τρεῖς φορὲς ἦρθε σ’ αὐτούς, τρεῖς φορὲς ἦταν μακρυά Του.
Δὲν συναντᾶμε τὸν Χριστὸ κάτω ἀπ’ τὶς ἴδιες συνθῆκες, ἀλλὰ συναντᾶμε τόσους ἀνθρώπους ποὺ εἶναι σὲ ἀγωνία, ὄχι μόνο γιατί πεθαίνουν σωματικά, …κι αὐτὸ συμβαίνει σὲ φίλους, σὲ συγγενεῖς, σὲ ἀνθρώπους γύρω μας ποὺ ἀγωνιοῦν μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο. Εἴμαστε ζωντανοί, γεμάτοι ἐνδιαφέρον γι’ αὐτούς, ἕτοιμοι νὰ τοὺς βοηθήσουμε, στεκόμαστε δίπλα τους, ἢ ἀποκοιμιόμαστε, ποὺ σημαίνει ἀποσυρόμαστε, γυρνᾶμε τὴν πλάτη, τοὺς ἀφήνουμε σὲ ἀγωνία, στὸν φόβο, στὴν ἀθλιότητά τους; Καὶ δὲν θὰ μιλήσω γιὰ τὸν Ἰούδα, γιατί κανένας μας δὲν ἔχει πρόθεση νὰ προδώσει τὸν Χριστὸ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἀλλὰ δὲν τὸν προδίδουμε ὅταν ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὶς ἐντολές Του; Ὅταν λέει: «Σᾶς δίνω παράδειγμα, ν’ ἀκολουθήσετε..» κι ἐμεῖς κουνᾶμε τὰ κεφάλια μας καὶ λέμε: «Ὄχι θέλω μόνο ν’ ἀκολουθήσω τὶς ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς μου.» Ἂς σκεφτοῦμε τὸν Πέτρο, τὸν δυνατότερο, ἐκεῖνον ποὺ μποροῦσε νὰ μιλᾶ ἐκ μέρους τῶν ὑπολοίπων, ὅταν ἔφθασε νὰ ριψοκινδυνεύσει τὴ ζωή του, ἢ μᾶλλον ὄχι τὴν ζωή του, ἁπλὰ ν’ ἀπορριφθεῖ, γιατί κανεὶς δὲν θέλησε νὰ τὸν σκοτώσει, ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ τρεῖς φορές.
Ἐμεῖς τί κάνουμε, ὅταν ἔχουμε τέτοια πρόκληση, ὅταν κινδυνεύουμε νὰ μᾶς κοροϊδέψουν, νὰ γελοιοποιθοῦμε, νὰ μᾶς ἀπομονώσουν φίλοι καὶ γνωστοὶ ποὺ σηκώνουν τοὺς ὤμους καὶ λένε: «Ἄ, Χριστιανός; Καὶ πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, πιστεύεις στὸ Εὐαγγέλιό Του, πιστεύεις ὅτι θὰ εἶναι στὸ πλάι σου; Πόσο συχνά…! Ὤ, ἂς μὴν ποῦμε: «Δὲν εἶμαι…» ἀλλὰ ἂς ποῦμε: «Ναί, εἶναι δόξα μου, κι ἂν θέλεις νὰ Τὸν σταυρώσεις, ἂν θέλεις νὰ Τὸν ἀπορρίψεις, ἀπόρριψε κι ἐμένα ἐπίσης ἐπειδὴ ἐπιλέγω νὰ σταθῶ στὸ πλευρό Του, εἶμαι μαθητὴς Του ἀκόμα κι ἂν μὲ ἀπορρίψουν, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν μοῦ ἐπιτρέψεις νὰ μπῶ στὸ σπίτι σου ξανά».
Ἂς σκεφτοῦμε τὸ πλῆθος στὸν Γολγοθά. Ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἦταν ὄργανα στὴν καταδίκη Του, Τὸν περιγέλασαν, εἶχαν πάρει τὴν νίκη τους, τουλάχιστον ἔτσι νόμιζαν. Ἀκόμα ὑπῆρχαν οἱ στρατιῶτες, οἱ στρατιῶτες ποὺ Τὸν Σταύρωσαν• εἶχαν σταυρώσει ἀμέτρητους ἀκόμα ἀνθρώπους, ἔκαναν τὴν δουλειά τους. Δὲν τοὺς ἔνοιαζε ποιὸν σταύρωναν. Κι ὁ Χριστὸς προσευχόταν γι’ αὐτούς: «Συγχώρησε τοὺς Πατέρα, δὲν ξέρουν τί κάνουν…» Δὲν σταυρωνόμαστε μὲν μὲ φυσικὸ τρόπο, ἀλλὰ λέμε: «Συγχώρησε Πατέρα μου, ὅλους αὐτοὺς ποὺ μᾶς προσβάλλουν, μᾶς ἀπορρίπτουν, ποὺ σκοτώνουν τὴν χαρὰ καὶ σκοτεινιάζουν τὶς ζωές μας..» Τὸ κάνουμε; Ὄχι δὲν τὸ κάνουμε. Ἀναγνωρίζουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας σ’ αὐτοὺς τοὺς σταυρωτές;
Καὶ ἔπειτα ὑπῆρχε ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ κατέκλυσαν τὴν πόλη γιὰ νὰ δοῦν ἕναν ἄνθρωπο νὰ πεθαίνει, μὲ μία τρελλὴ περιέργεια, ποὺ πιέζει τόσους ἀπὸ μᾶς νὰ γινόμαστε περίεργοι, γιὰ ὅσους ὑποφέρουν, γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀγωνιοῦν. Θὰ πεῖτε, δὲν συμβαίνει; Ρωτῆστε τὸν ἑαυτό σας, πῶς βλέπετε τηλεόραση, πόσο παθιασμένα βλέπετε τὰ ὅσα τρομερὰ συμβαίνουν στὴν Σομαλία, στὸ Σουδάν, στὴν Βοσνία καὶ ὅποια ἄλλη χώρα. Τὰ βλέπετε μὲ ραγισμένη καρδιά; Εἶναι ὅτι δὲν μπορεῖτε νὰ ὑπομείνετε τὸν τρόμο, ἀλλὰ στρέφεστε στὸν Θεὸ μὲ προσευχή, καὶ δίνετε, δίνετε γενναιόδωρα ὅ,τι μπορεῖτε γιὰ νὰ περιοριστεῖ ἡ πείνα καὶ ἡ μιζέρια; Ἔτσι εἶναι; Ὄχι, εἴμαστε οἱ ἴδιοι ποὺ πῆγαν στὸν Γολγοθὰ γιὰ νὰ δοῦν κάποιον νὰ πεθαίνει. Περιέργεια, ἐνδιαφέρον; Ναί, ἀλίμονο.
Ὑπῆρχαν ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦλθαν μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι Ἐκεῖνος θὰ πεθάνει• ἐπειδὴ ὅταν Ἐκεῖνος πεθάνει στὸν Σταυρό, ἐκεῖνοι θὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸ τρομερὸ μήνυμα ποὺ Ἐκεῖνος φέρνει• ὅτι ὀφείλουμε νὰ ἀγαπᾶμε τὸν ἄλλο, ἔτσι ποὺ νά εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ νὰ πεθάνουμε γι’ αὐτόν. Αὐτὸ τὸ μήνυμα τῆς σταυρωμένης, θυσιαστικῆς ἀγάπης, θὰ μποροῦσε νὰ καταργηθεῖ διαπαντός, καὶ γιὰ ὅλους. Κι ἂν Ἐκεῖνος ποὺ τὸ κηρύττει, πεθάνει, θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἕνας ψευδοπροφήτης, ἕνας ψεύτης.
Κι ἀκόμα, ὑπῆρχαν κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦρθαν μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ κατέβει ἀπὸ τὸν Σταυρό, κι ὅτι τότε θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι πιστοὶ χωρὶς ρίσκο, θὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν «μερίδα» τῶν νικητῶν. Δὲν τοὺς μοιάζουμε τόσο συχνά;
Κι ἔπειτα τὸ σημεῖο ποὺ πολὺ δύσκολα τολμᾶμε ν ἀντικρύσουμε τὴν Μητέρα τοῦ θυσιαζόμενου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, σιωπηλή, προσφέροντας τὸν θάνατό Του γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, σιωπηλά, σβήνοντας μαζί Του, ὥρα τὴν ὥρα, καὶ ὁ μαθητὴς ποὺ γνώριζε μὲ τὸν νεανικὸ τρόπο, πῶς ν’ ἀγαπᾶ τὸν Κύριό του, στεκόμενος μὲ φόβο, κοιτάζοντας τὸν Κύριό του νὰ πεθαίνει καὶ τὴν Μητέρα ν’ ἀγωνιᾶ. Νοιώθουμε ἔτσι ὅταν διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο, νοιώθουμε τὴν ἀγωνία στοὺς ἀνθρώπους γύρω μας;
Ἂς μποῦμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα μὲ σκοπὸ ὄχι νὰ εἴμαστε θεατὲς ὅσων συμβαίνουν, ἂς μπερδευτοῦμε μὲ τὸ πλῆθος καὶ σὲ κάθε βῆμα ἂς ρωτᾶμε τὸν ἑαυτό μας: ποιὸς εἶμαι μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πλῆθος; Εἶμαι ἡ Μητέρα; Εἶμαι ὁ μαθητής; Εἶμαι ἕνας ἀπὸ τοὺς σταυρωτές; Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ φθάσουμε στὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης μαζὶ μ’ αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἦταν πραγματικὰ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση• ὅταν ἡ ἀπελπισία εἶχε φύγει, ἦρθε ἡ νέα ἐλπίδα, ὁ Θεὸς εἶχε νικήσει.
Σήμερα, τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων στεκόμαστε μὲ δέος καὶ θαυμασμὸ μπροστὰ σ’ αὐτὸ ποὺ συνέβη, στὸ πῶς οἱ Ἰουδαῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ συναντήσουν τὸν Χριστό, γιατί τὸν συνάντησαν μὲ τὴν φαντασία ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἕνας ἔνδοξος βασιλιὰς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀναλάβει τὴν ἐξουσία τώρα μὲ κάθε ἰσχύ, νὰ ἐπικρατήσει καὶ νὰ καταρρίψει τοὺς ἀλλόθρησκους, τοὺς Ρωμαίους ποὺ εἶχαν κατακτήσει τὴν χώρα τους, καὶ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπανιδρύσει ἕνα Βασίλειο, ἕνα ἐπὶ γῆς βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ. Ξέρουμε ὅτι Ἐκεῖνος δὲν ἦρθε γι’ αὐτό, ἦρθε γιὰ νὰ ἱδρύσει ἕνα Βασίλειο ποὺ δὲν θὰ ἔχει τέλος, ἕνα βασίλειο αἰώνιο, ἕνα Βασίλειο ποὺ δὲν θὰ εἶναι ἀνοιχτὸ σ’ ἕνα ἔθνος, ἀλλὰ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, ἕνα βασίλειο ποὺ θὰ βασιζόταν στὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Μ. Ἑβδομάδα εἶναι ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος μία περίοδος τρομερῆς σύγχυσης. Οἱ Ἰουδαῖοι συναντοῦν τὸν Χριστὸ στὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐπειδὴ περιμένουν ἀπὸ Ἐκεῖνον ἕναν θριαμβευτὴ στρατιωτικὸ ἡγέτη, ἀλλὰ Ἐκεῖνος θὰ ἔρθει γιὰ νὰ πλύνει τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του, νὰ δώσει τὴν ζωή Του γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ὄχι γιὰ νὰ κατακτήσει μὲ βία καὶ δύναμη. Κι αὐτοί, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ Τὸν πλησίαζαν φωνάζοντας « Ὡσαννά, Υἱὲ Δαυὶδ» σὲ λίγες μέρες θὰ φωνάξουν «Σταυρωθήτω, σταυρωθήτω» ἐπειδὴ πρόδωσε τὶς προσδοκίες τους. Αὐτοὶ προσδοκοῦσαν ἕναν ἐπίγειο νικητὴ καὶ αὐτὸς ποὺ βλέπουν εἶναι ἕνας νικημένος βασιλιάς. Τὸν μισοῦν γιὰ τὴν ματαίωση ὅλων τῶν ἐλπίδων τους.
Αὐτὸ δὲν εἶναι τόσο ξένο γιὰ μᾶς στὶς μέρες μας. Πόσοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπομακρύνονται μὲ ἔχθρα ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιατί τοὺς ἀπογοήτευσε στὴν μία ἢ στὴν ἄλλη ἐλπίδα τους. Θυμᾶμαι μία γυναίκα ποὺ ἦταν πιστὴ ὅλη τὴν ζωή της, καὶ ὅταν ὁ ἐγγονὸς της πέθανε- ἕνα μικρὸ ἀγόρι- μοῦ εἶπε: «Δὲν πιστεύω πιὰ στὸν Θεὸ· πῶς μπόρεσε νὰ μοῦ πάρει τὸν ἐγγονό μου;». Κι ἐγὼ τῆς εἶπα: «Ἄλλα πιστεύατε, ἐνῶ πέθαιναν χιλιάδες, μυριάδες ἄνθρωποι…» Μὲ κοίταξε καὶ μοῦ εἶπε: «Μὰ γιατί ἔγινε αὐτὸ σὲ μένα; Δὲν μ’ ἐνδιαφέρει, αὐτὰ δὲν ἦταν παιδιά μου».
Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ συμβαίνει καὶ σὲ μᾶς σὲ μικρότερο βαθμὸ τόσο συχνὰ ποὺ ἀμφιταλαντευόμαστε στὴν πίστη μας, στὴν ἐμπιστοσύνη πρὸς τὸν Θεό, ὅταν κάτι ποὺ περιμένουμε ἀπὸ Ἐκεῖνον νὰ κάνει γιά μᾶς, δὲν γίνεται, ὅταν Ἐκεῖνος δὲν γίνεται ὁ Ὑπάκουος ὑπηρέτης μας, κι ὅταν προβάλλουμε τὴν ἐπιθυμία μας, Ἐκεῖνος δὲν λέει «Ἀμὴν» καὶ δὲν τὴν πραγματοποιεῖ. Ἄρα δὲν εἴμαστε τόσο ξένοι ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συνάντησαν τὸν Χριστὸ στὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ μετὰ στράφηκαν μακριά Του.
Καὶ τώρα, μπαίνουμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα. Πῶς ἀντικρίζουμε αὐτὰ τὰ γεγονότα; Νομίζω πὼς ὀφείλουμε νὰ μποῦμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα ὄχι σὰν θεατές, ὄχι ἁπλὰ διαβάζοντας τὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα τοῦ Εὐαγγελίου, πρέπει νὰ μποῦμε σὰν νὰ εἴμαστε μέτοχοι τῶν γεγονότων, ἀλήθεια, διαβάζουμε γι’ αὐτά, ἀλλὰ θάπρεπε νὰ μπερδευτοῦμε μὲ τὸ πλῆθος ποὺ περιβάλλει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ρωτήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας: «ποῦ βρίσκομαι μέσα σ΄αὐτὸ τὸ πλῆθος; Εἶμαι ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ λένε: «Ὡσαννά, Υἱὲ Δαυίδ»; Εἶμαι μήπως ἀπ’ τοὺς περιθωριακοὺς ποὺ κραυγάζουν «Σταύρωσον αὐτόν»; Εἶμαι κάποιος ἀπ’ τοὺς μαθητὲς ποὺ πίστευαν μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἔσχατος κίνδυνος φάνηκε νὰ ἔρχεται; Θυμάστε ὅτι στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ τρεῖς ἀπὸ τοὺς μαθητὲς εἶχαν ἐπιλεγεῖ γιὰ νὰ Τοῦ συμπαρασταθοῦν στὶς ὧρες τῆς ὑπέρτατης ἀγωνίας Του, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκαναν, ἦταν κουρασμένοι, εἶχαν χάσει τὸ θάρρος τους κι ἀποκοιμήθηκαν. Τρεῖς φορὲς ἦρθε σ’ αὐτούς, τρεῖς φορὲς ἦταν μακρυά Του.
Δὲν συναντᾶμε τὸν Χριστὸ κάτω ἀπ’ τὶς ἴδιες συνθῆκες, ἀλλὰ συναντᾶμε τόσους ἀνθρώπους ποὺ εἶναι σὲ ἀγωνία, ὄχι μόνο γιατί πεθαίνουν σωματικά, …κι αὐτὸ συμβαίνει σὲ φίλους, σὲ συγγενεῖς, σὲ ἀνθρώπους γύρω μας ποὺ ἀγωνιοῦν μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο. Εἴμαστε ζωντανοί, γεμάτοι ἐνδιαφέρον γι’ αὐτούς, ἕτοιμοι νὰ τοὺς βοηθήσουμε, στεκόμαστε δίπλα τους, ἢ ἀποκοιμιόμαστε, ποὺ σημαίνει ἀποσυρόμαστε, γυρνᾶμε τὴν πλάτη, τοὺς ἀφήνουμε σὲ ἀγωνία, στὸν φόβο, στὴν ἀθλιότητά τους; Καὶ δὲν θὰ μιλήσω γιὰ τὸν Ἰούδα, γιατί κανένας μας δὲν ἔχει πρόθεση νὰ προδώσει τὸν Χριστὸ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἀλλὰ δὲν τὸν προδίδουμε ὅταν ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὶς ἐντολές Του; Ὅταν λέει: «Σᾶς δίνω παράδειγμα, ν’ ἀκολουθήσετε..» κι ἐμεῖς κουνᾶμε τὰ κεφάλια μας καὶ λέμε: «Ὄχι θέλω μόνο ν’ ἀκολουθήσω τὶς ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς μου.» Ἂς σκεφτοῦμε τὸν Πέτρο, τὸν δυνατότερο, ἐκεῖνον ποὺ μποροῦσε νὰ μιλᾶ ἐκ μέρους τῶν ὑπολοίπων, ὅταν ἔφθασε νὰ ριψοκινδυνεύσει τὴ ζωή του, ἢ μᾶλλον ὄχι τὴν ζωή του, ἁπλὰ ν’ ἀπορριφθεῖ, γιατί κανεὶς δὲν θέλησε νὰ τὸν σκοτώσει, ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ τρεῖς φορές.
Ἐμεῖς τί κάνουμε, ὅταν ἔχουμε τέτοια πρόκληση, ὅταν κινδυνεύουμε νὰ μᾶς κοροϊδέψουν, νὰ γελοιοποιθοῦμε, νὰ μᾶς ἀπομονώσουν φίλοι καὶ γνωστοὶ ποὺ σηκώνουν τοὺς ὤμους καὶ λένε: «Ἄ, Χριστιανός; Καὶ πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, πιστεύεις στὸ Εὐαγγέλιό Του, πιστεύεις ὅτι θὰ εἶναι στὸ πλάι σου; Πόσο συχνά…! Ὤ, ἂς μὴν ποῦμε: «Δὲν εἶμαι…» ἀλλὰ ἂς ποῦμε: «Ναί, εἶναι δόξα μου, κι ἂν θέλεις νὰ Τὸν σταυρώσεις, ἂν θέλεις νὰ Τὸν ἀπορρίψεις, ἀπόρριψε κι ἐμένα ἐπίσης ἐπειδὴ ἐπιλέγω νὰ σταθῶ στὸ πλευρό Του, εἶμαι μαθητὴς Του ἀκόμα κι ἂν μὲ ἀπορρίψουν, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν μοῦ ἐπιτρέψεις νὰ μπῶ στὸ σπίτι σου ξανά».
Ἂς σκεφτοῦμε τὸ πλῆθος στὸν Γολγοθά. Ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἦταν ὄργανα στὴν καταδίκη Του, Τὸν περιγέλασαν, εἶχαν πάρει τὴν νίκη τους, τουλάχιστον ἔτσι νόμιζαν. Ἀκόμα ὑπῆρχαν οἱ στρατιῶτες, οἱ στρατιῶτες ποὺ Τὸν Σταύρωσαν• εἶχαν σταυρώσει ἀμέτρητους ἀκόμα ἀνθρώπους, ἔκαναν τὴν δουλειά τους. Δὲν τοὺς ἔνοιαζε ποιὸν σταύρωναν. Κι ὁ Χριστὸς προσευχόταν γι’ αὐτούς: «Συγχώρησε τοὺς Πατέρα, δὲν ξέρουν τί κάνουν…» Δὲν σταυρωνόμαστε μὲν μὲ φυσικὸ τρόπο, ἀλλὰ λέμε: «Συγχώρησε Πατέρα μου, ὅλους αὐτοὺς ποὺ μᾶς προσβάλλουν, μᾶς ἀπορρίπτουν, ποὺ σκοτώνουν τὴν χαρὰ καὶ σκοτεινιάζουν τὶς ζωές μας..» Τὸ κάνουμε; Ὄχι δὲν τὸ κάνουμε. Ἀναγνωρίζουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας σ’ αὐτοὺς τοὺς σταυρωτές;
Καὶ ἔπειτα ὑπῆρχε ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ κατέκλυσαν τὴν πόλη γιὰ νὰ δοῦν ἕναν ἄνθρωπο νὰ πεθαίνει, μὲ μία τρελλὴ περιέργεια, ποὺ πιέζει τόσους ἀπὸ μᾶς νὰ γινόμαστε περίεργοι, γιὰ ὅσους ὑποφέρουν, γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀγωνιοῦν. Θὰ πεῖτε, δὲν συμβαίνει; Ρωτῆστε τὸν ἑαυτό σας, πῶς βλέπετε τηλεόραση, πόσο παθιασμένα βλέπετε τὰ ὅσα τρομερὰ συμβαίνουν στὴν Σομαλία, στὸ Σουδάν, στὴν Βοσνία καὶ ὅποια ἄλλη χώρα. Τὰ βλέπετε μὲ ραγισμένη καρδιά; Εἶναι ὅτι δὲν μπορεῖτε νὰ ὑπομείνετε τὸν τρόμο, ἀλλὰ στρέφεστε στὸν Θεὸ μὲ προσευχή, καὶ δίνετε, δίνετε γενναιόδωρα ὅ,τι μπορεῖτε γιὰ νὰ περιοριστεῖ ἡ πείνα καὶ ἡ μιζέρια; Ἔτσι εἶναι; Ὄχι, εἴμαστε οἱ ἴδιοι ποὺ πῆγαν στὸν Γολγοθὰ γιὰ νὰ δοῦν κάποιον νὰ πεθαίνει. Περιέργεια, ἐνδιαφέρον; Ναί, ἀλίμονο.
Ὑπῆρχαν ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦλθαν μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι Ἐκεῖνος θὰ πεθάνει• ἐπειδὴ ὅταν Ἐκεῖνος πεθάνει στὸν Σταυρό, ἐκεῖνοι θὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸ τρομερὸ μήνυμα ποὺ Ἐκεῖνος φέρνει• ὅτι ὀφείλουμε νὰ ἀγαπᾶμε τὸν ἄλλο, ἔτσι ποὺ νά εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ νὰ πεθάνουμε γι’ αὐτόν. Αὐτὸ τὸ μήνυμα τῆς σταυρωμένης, θυσιαστικῆς ἀγάπης, θὰ μποροῦσε νὰ καταργηθεῖ διαπαντός, καὶ γιὰ ὅλους. Κι ἂν Ἐκεῖνος ποὺ τὸ κηρύττει, πεθάνει, θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἕνας ψευδοπροφήτης, ἕνας ψεύτης.
Κι ἀκόμα, ὑπῆρχαν κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦρθαν μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ κατέβει ἀπὸ τὸν Σταυρό, κι ὅτι τότε θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι πιστοὶ χωρὶς ρίσκο, θὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν «μερίδα» τῶν νικητῶν. Δὲν τοὺς μοιάζουμε τόσο συχνά;
Κι ἔπειτα τὸ σημεῖο ποὺ πολὺ δύσκολα τολμᾶμε ν ἀντικρύσουμε τὴν Μητέρα τοῦ θυσιαζόμενου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, σιωπηλή, προσφέροντας τὸν θάνατό Του γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, σιωπηλά, σβήνοντας μαζί Του, ὥρα τὴν ὥρα, καὶ ὁ μαθητὴς ποὺ γνώριζε μὲ τὸν νεανικὸ τρόπο, πῶς ν’ ἀγαπᾶ τὸν Κύριό του, στεκόμενος μὲ φόβο, κοιτάζοντας τὸν Κύριό του νὰ πεθαίνει καὶ τὴν Μητέρα ν’ ἀγωνιᾶ. Νοιώθουμε ἔτσι ὅταν διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο, νοιώθουμε τὴν ἀγωνία στοὺς ἀνθρώπους γύρω μας;
Ἂς μποῦμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα μὲ σκοπὸ ὄχι νὰ εἴμαστε θεατὲς ὅσων συμβαίνουν, ἂς μπερδευτοῦμε μὲ τὸ πλῆθος καὶ σὲ κάθε βῆμα ἂς ρωτᾶμε τὸν ἑαυτό μας: ποιὸς εἶμαι μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πλῆθος; Εἶμαι ἡ Μητέρα; Εἶμαι ὁ μαθητής; Εἶμαι ἕνας ἀπὸ τοὺς σταυρωτές; Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ φθάσουμε στὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης μαζὶ μ’ αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἦταν πραγματικὰ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση• ὅταν ἡ ἀπελπισία εἶχε φύγει, ἦρθε ἡ νέα ἐλπίδα, ὁ Θεὸς εἶχε νικήσει.
Ἀμήν.