Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Ἑβδομάδα μ’ ἑβδομάδα νοιώθουμε ὅτι πλησιάζουμε ὁλοένα τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μᾶς φαίνεται ὅτι κινούμαστε γρήγορα, ἀπὸ Κυριακὴ πρὸς Κυριακή, πρὸς τὴν ἡμέρα ποὺ κάθε φόβος, κάθε φρίκη θὰ χαθεῖ.
Κι ὅμως τόσο εὔκολα ξεχνᾶμε ὅτι πρὶν φτάσουμε τὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, πρέπει μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους Του, νὰ βαδίσουμε τὴν ὁδὸ τῆς Σταύρωσης.
Ἑβδομάδα μ’ ἑβδομάδα νοιώθουμε ὅτι πλησιάζουμε ὁλοένα τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μᾶς φαίνεται ὅτι κινούμαστε γρήγορα, ἀπὸ Κυριακὴ πρὸς Κυριακή, πρὸς τὴν ἡμέρα ποὺ κάθε φόβος, κάθε φρίκη θὰ χαθεῖ.
Κι ὅμως τόσο εὔκολα ξεχνᾶμε ὅτι πρὶν φτάσουμε τὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, πρέπει μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους Του, νὰ βαδίσουμε τὴν ὁδὸ τῆς Σταύρωσης.
«Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου θὰ παραδοθῆ εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ θὰ Τὸν σταυρώσουν, καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν θὰ ἀναστηθεῖ». Ὅλοι ξέρουμε ὅτι θὰ ἀναστηθεῖ, ἀλλὰ ἔχουμε πότε ἀναρωτηθεῖ πῶς γύρισαν οἱ μαθητές Του στὴν Ἱερουσαλήμ, ξέροντας ὅτι ἡ Σταύρωση ἦταν κοντά; Κινοῦνταν φοβισμένοι. Δὲν εἶχαν ὡριμάσει τόσο, ὥστε νὰ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ καὶ τὴν ζωή τους θὰ ἔδιναν γιὰ νὰ διαδοθεῖ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Κινοῦνταν μὲ φόβο. Ὅταν ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε νὰ γυρίσουν στὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν πόλη ποὺ εἶχε ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, βάζοντας τὴν ζωή Του σὲ κίνδυνο, ἐκεῖνοι Τοῦ εἶπαν: «ἂς μὴν πᾶμε..», καὶ μόνον ἕνας μαθητής, ὁ Θωμᾶς, εἶπε: «..Ὄχι. Ἂς πᾶμε μαζί Του, κι ἂς πεθάνουμε μαζί Του…»
Ὁ μαθητὴς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἀνόητα πιστεύω, ὀνομάσαμε Ἄπιστο: ὁ μόνος ποὺ δὲν ἦταν ἕτοιμος νὰ δώσει τὴν ἐμπιστοσύνη του, τὴν πίστη, τὴν ζωή του, τὸ αἷμα του, χωρὶς βεβαιότητα. Ἀλλὰ ἡ καρδιὰ του ἦταν ἀνεπιφύλακτα δοσμένη στὸν Χριστό. Πόσο ὑπέροχο νὰ εἶναι κάποιος ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος! Ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι μαθητὲς δὲν θὰ ἐγκαταλείψουν τὸν Χριστό. Θὰ βαδίσουν μαζί Του πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ.
Ἔχουμε σήμερα ἀκόμα τὸ παράδειγμα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ζοῦσε μιὰ τραγωδία πρὶν συναντήσει τὸν Χριστό. Εἶναι ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Ἦταν ἁμαρτωλή. Ἦταν πόρνη. Δὲν πίστευε στὸν Θεό, οὔτε μὲ τὴν ψυχή, οὔτε μὲ τὸ σῶμα. Δὲν εἶχε σεβασμὸ σὲ αὐτὸ τὸ σῶμα ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει δημιουργήσει, οὔτε σ’ αὐτὴ τὴν ψυχή. Κι ὅμως ἦρθε, μὲ τραγικὸ τρόπο, ἀντιμέτωπη μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ὑπῆρχε τρόπος νὰ τῆς ἐπιτραπεῖ ἡ εἴσοδος στὸν Ναὸ ἐκτὸς ἂν ἀπέρριπτε τὸ κακὸ καὶ διάλεγε τὴν ἁγνότητα, τὴν μετάνοια, τὴν νέα ζωή.
Ἂς συλλογιστοῦμε τοὺς μαθητὲς ποὺ σχεδὸν ἱκέτεψαν τὸν Χριστὸ νὰ μὴν ἐπιστρέψει στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπειδὴ ἡ Ἱερουσαλὴμ ἦταν μιὰ πόλη ὅπου ὅλοι οἱ προφῆτες εἶχαν πεθάνει, δὲν ἤθελαν νὰ πεθάνει ὁ Χριστός, καὶ φοβόντουσαν.
Ὁ μαθητὴς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἀνόητα πιστεύω, ὀνομάσαμε Ἄπιστο: ὁ μόνος ποὺ δὲν ἦταν ἕτοιμος νὰ δώσει τὴν ἐμπιστοσύνη του, τὴν πίστη, τὴν ζωή του, τὸ αἷμα του, χωρὶς βεβαιότητα. Ἀλλὰ ἡ καρδιὰ του ἦταν ἀνεπιφύλακτα δοσμένη στὸν Χριστό. Πόσο ὑπέροχο νὰ εἶναι κάποιος ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος! Ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι μαθητὲς δὲν θὰ ἐγκαταλείψουν τὸν Χριστό. Θὰ βαδίσουν μαζί Του πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ.
Ἔχουμε σήμερα ἀκόμα τὸ παράδειγμα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ζοῦσε μιὰ τραγωδία πρὶν συναντήσει τὸν Χριστό. Εἶναι ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Ἦταν ἁμαρτωλή. Ἦταν πόρνη. Δὲν πίστευε στὸν Θεό, οὔτε μὲ τὴν ψυχή, οὔτε μὲ τὸ σῶμα. Δὲν εἶχε σεβασμὸ σὲ αὐτὸ τὸ σῶμα ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει δημιουργήσει, οὔτε σ’ αὐτὴ τὴν ψυχή. Κι ὅμως ἦρθε, μὲ τραγικὸ τρόπο, ἀντιμέτωπη μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ὑπῆρχε τρόπος νὰ τῆς ἐπιτραπεῖ ἡ εἴσοδος στὸν Ναὸ ἐκτὸς ἂν ἀπέρριπτε τὸ κακὸ καὶ διάλεγε τὴν ἁγνότητα, τὴν μετάνοια, τὴν νέα ζωή.
Ἂς συλλογιστοῦμε τοὺς μαθητὲς ποὺ σχεδὸν ἱκέτεψαν τὸν Χριστὸ νὰ μὴν ἐπιστρέψει στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπειδὴ ἡ Ἱερουσαλὴμ ἦταν μιὰ πόλη ὅπου ὅλοι οἱ προφῆτες εἶχαν πεθάνει, δὲν ἤθελαν νὰ πεθάνει ὁ Χριστός, καὶ φοβόντουσαν.
Ἂς ἀναρωτηθοῦμε πόσο τοὺς μοιάζουμε. Ἂς ἀναρωτηθοῦμε εἰλικρινὰ σήμερα πόσο μοιάζουμε ἢ ὄχι στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία - τὴν Μαρία ποὺ εἶχε ζήσει τὴν ζωὴ της σύμφωνα μὲ τοὺς τρόπους καὶ τὶς ἐπιθυμίες της, παρασυρόμενη ἀπ’ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς· καὶ μία μέρα συνειδητοποίησε ὅτι στὴν κατάσταση ποὺ ἦταν δὲν μποροῦσε νὰ εἰσέλθει στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ.
Πόσο εὔκολα μπαίνουμε ἐμεῖς στὸ ναὸ, ξεχνώντας τόσο εὔκολα ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕνα μικρὸ κομμάτι τοῦ κόσμου ὁ ὁποῖος ἔχει ἐπιλέξει νὰ ζεῖ ἀποκομμένος ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ ἔχει ἀπορρίψει τὸν Θεό, ἔχει χάσει τὸ ἐνδιαφέρον του γι’ Αὐτόν• κι ὅτι οἱ λίγοι πιστοὶ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ σὰν καταφύγιο - ναί, ἡ ἐκκλησία εἶναι ἡ πληρότητα τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἕνα τραγικὸ καταφύγιο, τὸ μόνο μέρος ποὺ ἔχει δικαίωμα νὰ βρίσκεται ὁ Θεὸς ἐπειδὴ εἶναι καταζητούμενος. Κι ὅταν ἐρχόμαστε ἐδῶ, μπαίνουμε στὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Θὰ πρέπει νὰ ἐρχόμαστε μὲ μία αἴσθηση δέους ὄχι ἁπλὰ νὰ περπατᾶμε ἐκεῖ ὅπως σ’ ἕνα ἄλλο μέρος, ἀλλὰ σ’ ἕναν τόπο ποὺ εἶναι ἤδη τὸ Βασίλειο τοῦ Θεοῦ.
Ἂν εἴχαμε αὐτὴν τὴν διάθεση, ὅταν ἐρχόμαστε στὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, θὰ μπορούσαμε νὰ εἴμαστε, ἂν καὶ ἀσήμαντοι, σὰν τὴν Μαρία τὴν Αἰγυπτία. Θὰ σταματούσαμε καὶ θὰ λέγαμε, «πῶς μπορῶ νὰ μπῶ στὸν ναό;» Καὶ ἂν τὸ κάναμε αὐτὸ ὁλόψυχα, μὲ μιὰ καρδιὰ συντετριμμένη, μὲ μιὰ αἴσθηση τρόμου ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε τόσο μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό, τόσο ξένοι, τόσο ἄπιστοι, τότε θὰ ἄνοιγαν οἱ θύρες, καὶ θὰ βλέπαμε ὅτι δὲν βρισκόμαστε ἁπλὰ σ’ ἕναν μεγάλο χῶρο περιτριγυρισμένο ἀπὸ τοίχους, ἀλλὰ βρισκόμαστε σ’ ἕναν τόπο ποὺ εἶναι ὁ Παράδεισος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦλθε στὴν γῆ.
Ἂς μάθουμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία τί σημαίνει νὰ προχωρᾶμε βῆμα-βῆμα πρὸς τὴν Ἀνάσταση, ἐπειδὴ γιὰ νὰ φτάσουμε στὴν Ἀνάσταση πρέπει νὰ περάσουμε μέσα ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ, πρέπει νὰ περάσουμε ἀπὸ τὴν τραγωδία τῆς Μ. Ἑβδομάδας καὶ νὰ τὴν κάνουμε δική μας, μετέχοντας μὲ τὸν Χριστό, τοὺς μαθητές Του καὶ τὰ πλήθη ὁλόγυρα, στὸν φόβο, στὸν τρόμο αὐτοῦ τοῦ γεγονότος· κι ἐπίσης νὰ τὸ ζήσουμε σὰν μιὰ φωτιὰ ποὺ θὰ κατακάψει ὅ,τι εἶναι εὐτελὲς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ θὰ μᾶς καθαρίσει.
Πόσο εὔκολα μπαίνουμε ἐμεῖς στὸ ναὸ, ξεχνώντας τόσο εὔκολα ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕνα μικρὸ κομμάτι τοῦ κόσμου ὁ ὁποῖος ἔχει ἐπιλέξει νὰ ζεῖ ἀποκομμένος ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ ἔχει ἀπορρίψει τὸν Θεό, ἔχει χάσει τὸ ἐνδιαφέρον του γι’ Αὐτόν• κι ὅτι οἱ λίγοι πιστοὶ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ σὰν καταφύγιο - ναί, ἡ ἐκκλησία εἶναι ἡ πληρότητα τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἕνα τραγικὸ καταφύγιο, τὸ μόνο μέρος ποὺ ἔχει δικαίωμα νὰ βρίσκεται ὁ Θεὸς ἐπειδὴ εἶναι καταζητούμενος. Κι ὅταν ἐρχόμαστε ἐδῶ, μπαίνουμε στὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Θὰ πρέπει νὰ ἐρχόμαστε μὲ μία αἴσθηση δέους ὄχι ἁπλὰ νὰ περπατᾶμε ἐκεῖ ὅπως σ’ ἕνα ἄλλο μέρος, ἀλλὰ σ’ ἕναν τόπο ποὺ εἶναι ἤδη τὸ Βασίλειο τοῦ Θεοῦ.
Ἂν εἴχαμε αὐτὴν τὴν διάθεση, ὅταν ἐρχόμαστε στὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, θὰ μπορούσαμε νὰ εἴμαστε, ἂν καὶ ἀσήμαντοι, σὰν τὴν Μαρία τὴν Αἰγυπτία. Θὰ σταματούσαμε καὶ θὰ λέγαμε, «πῶς μπορῶ νὰ μπῶ στὸν ναό;» Καὶ ἂν τὸ κάναμε αὐτὸ ὁλόψυχα, μὲ μιὰ καρδιὰ συντετριμμένη, μὲ μιὰ αἴσθηση τρόμου ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε τόσο μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό, τόσο ξένοι, τόσο ἄπιστοι, τότε θὰ ἄνοιγαν οἱ θύρες, καὶ θὰ βλέπαμε ὅτι δὲν βρισκόμαστε ἁπλὰ σ’ ἕναν μεγάλο χῶρο περιτριγυρισμένο ἀπὸ τοίχους, ἀλλὰ βρισκόμαστε σ’ ἕναν τόπο ποὺ εἶναι ὁ Παράδεισος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦλθε στὴν γῆ.
Ἂς μάθουμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία τί σημαίνει νὰ προχωρᾶμε βῆμα-βῆμα πρὸς τὴν Ἀνάσταση, ἐπειδὴ γιὰ νὰ φτάσουμε στὴν Ἀνάσταση πρέπει νὰ περάσουμε μέσα ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ, πρέπει νὰ περάσουμε ἀπὸ τὴν τραγωδία τῆς Μ. Ἑβδομάδας καὶ νὰ τὴν κάνουμε δική μας, μετέχοντας μὲ τὸν Χριστό, τοὺς μαθητές Του καὶ τὰ πλήθη ὁλόγυρα, στὸν φόβο, στὸν τρόμο αὐτοῦ τοῦ γεγονότος· κι ἐπίσης νὰ τὸ ζήσουμε σὰν μιὰ φωτιὰ ποὺ θὰ κατακάψει ὅ,τι εἶναι εὐτελὲς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ θὰ μᾶς καθαρίσει.
Κι ἴσως μία μέρα, ὅταν ἡ φωτιὰ θὰ ἔχει κατακάψει ὅ,τι δὲν εἶναι ἄξιο γιὰ τὸν Θεό, καθένας ἀπὸ μᾶς ἴσως γίνει μιὰ εἰκόνα τῆς φλεγομένης βάτου, πυρακτωμένης ἀπὸ τὴν θεία φλόγα καὶ μὴ καιομένης, ἐπειδὴ θὰ εἶχε ἀπομείνει σὲ μᾶς μόνο ὅ,τι θὰ ἐπιβίωνε ἀπὸ τὴν θεϊκὴ φωτιά.
Ἀμήν.