Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

«Ἡ πιὸ σημαντικὴ σκέψη, ὁ πιὸ ὑψηλὸς στοχασμὸς ποὺ χώρεσε ποτὲ σ’ ἕνα ἀνθρώπινο μυαλό, εἶναι ἡ σκέψη γιὰ τὸν Θεό»


[…] Ἐμείς, οἱ Χριστιανοί, όταν βλέπουμε την καρποφορία της δουλεμένης γης, την ομορφιά της φύσης, την ώρα που ντύνεται με την πράσινη φορεσιά της, τα αστέρια ψηλά στον ουρανό την νύχτα, τον ήλιο το πρωί, την ομορφιὰ του ἀνθρώπινου σώματος, κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο και με αγάπη προφέρουμε τη λέξη: Θεός.

Αυτή η λέξη ἀποτελεῖ τὸ περιεχόμενο τοῦ κηρύγματός μου. Σύντομη λέξη, μὲ ευρύ νόημα! Μικρὴ λέξη, μὲ θαυμαστὴ δύναμη.


Ὅταν τὴν ἀκούει τὸ ἀνυπάκουο παιδί ὑπακούει.
Ὅταν τὴν ἀκούει ὁ κακοῦργος, ποὺ μὲ ἐγκλήματα πλούτισε, αἰσθάνεται φόβο.
Ὅταν τὴν ἀκούει ὁ δίκαιος ἄνθρωπος, ποὺ ζημιώνεται λόγῳ τῆς δικαιοσύνης του, γεμίζει θάρρος.
Ὅταν τὴν προφέρουμε στὸν ἄρρωστο, τοῦ χαρίζει ὑγεία.
Σὰν τὴν ἀκούσει ὁ ναυαγὸς ποὺ παλεύει στὰ κύματα τῆς θάλασσας, γεμίζει ἐλπίδα.
Σὰν τὴν ἀκούσουν οἱ γονεῖς ποὺ στέκονται πάνω ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ παιδιοῦ τους, παίρνουν μιὰ βαθιὰ ἀνάσα ἀνακουφίσεως.
Σὰν τὴν ἀκούσουν οἱ ἡγέτες ποὺ μεριμνοῦν ἀδιάκοπα γιὰ τὸν λαό τους, δυναμώνει ἡ καρδιά τους καὶ φωτίζεται τὸ πνεῦμα τους.
Ἀκούγοντάς την οἱ ὑπερήφανοι ἠρεμοῦν.
Ἀκούγοντάς την οἱ καταφρονεμένοι καὶ ὑποτιμημένοι ἐνθαρρύνονται, ἀνασηκώνονται ψυχικά.
Ἀκούγοντάς την οἱ στρατιῶτες στὸν πόλεμο διώχνουν μακριὰ τον φόβο τοῦ θανάτου.
Ἀκούγοντάς την οἱ ἀπελπισμένοι τὴν νιώθουν σὰν ἄγκυρα ἀπ᾽ ὅπου μποροῦν νὰ κρατηθοῦν στὴν ζωή.
Ἀκούγοντάς την οἱ προδομένοι ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τοὺς φίλους σώζονται ἀπὸ τὴν αὐτοκτονία.
Ἀκούγοντάς την οι λυπημένοι ξαναγίνονται χαρούμενοι.
Ἀκούγοντάς την οἱ ὑπερβολικὰ εὔθυμοι σοβαρεύουν.


Αὐτὴ ἠ λέξη κάνει τοὺς σοφοὺς σοφοτέρους, τοὺς πλουσίους πλουσιοτέρους, τοὺς μορφωμένους πιὸ φωτισμένους, τοὺς εὐγενεῖς εὐγενεστέρους, τοὺς ἰσχυροὺς ἰσχυροτέρους, τοὺς εὐτυχισμένους εὐτυχεστέρους.


Δὲν εἶναι θαυμαστὴ αὐτὴ ἡ λέξη;
[…] Γνωρίζω πὼς ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ ποὺ δὲν τὸ μνημονεύουν. Γνωρίζω πὼς πολλοὶ δὲν χαίρονται, ὅταν ἀναφέρεται αὐτὸ τὸ ὄνομα. Γνωρίζω, πὼς πολλοὶ ἀσχημονοῦν καὶ τὸ βεβηλώνουν. Αὐτὸ δὲν μὲ ἐκπλήσσει. Ὅσο σημαντικότερος εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, τόσο περισσότερους ἐχθροὺς ἔχει. Ὁ Θεὸς ἔχει περισσότερους ἐχθρούς, ἀπὸ ὁποιοδήποτε σημαντικὸ ἄνθρωπο στὴν γῆ, ἐπειδὴ ἡ μεγαλωσύνη τοῦ Θεοῦ ξεπερνᾶ τὴν μεγαλωσύνη τοῦ κάθε ἀνθρώπου.


Τὸ ὄνομα ὅμως τοῦ Θεοῦ, ἐὰν οἱ ἄνθρωποι δὲν τὸ μνημονεύουν, χάνει τὴν σημασία του καὶ τὴν μεγαλωσύνη του;
Σίγουρα ὄχι. Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι «μέγα», εἴτε τὸ μνημονεύουν οἱ ἄνθρωποι, εἴτε ὄχι. Ἀκόμη καὶ ἐὰν οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπικαλοῦνταν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, θὰ Τὸν ἐπικαλοῦνταν τὰ ἀμέτρητα ἀστέρια καὶ οἱ μυστικὲς λεγεῶνες τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, ποὺ Αὐτὸς δημιούργησε.


Ὁ Θεὸς ἔχει θεμελιώσει τὴν δόξα Του σὲ μία βάση πιὸ στερεὴ ἀπ’ ὅ,τι εἶναι ἡ ἀνθρώπινη γενιά. Τὸ νὰ χτίζει κανεὶς τὴν δόξα του στοὺς ἀνθρώπους, εἶναι σὰν νὰ τὴν χτίζει πάνω στὴν ἄμμο. Τὸ νὰ χτίζει κανεὶς τὴν δόξα του στὸ ἀνθρώπινο γένος, εἶναι σὰν νὰ τὴν χτίζει σὲ μία φευγαλέα σκιά. […]


Ὄχι, κύριοι, ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς, ἀντίθετα ἡ δική μας δόξα ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν Θεὸ – καὶ ἡ δόξα μας καὶ ἡ εὐτυχία μας. Ἀναλογιστήκατε ὅμως πόσο λιγότερη εὐτυχία θὰ ὑπῆρχε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἐὰν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ λησμονιόταν στὴν γῆ ξαφνικά; Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐπικαλοῦνταν κάποιον πιὸ ἰσχυρό, ἀνώτερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του; Ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, ποὺ συνέδεσαν τὴν ζωή τους μόνον μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, θὰ αἰσθάνονταν ὅπως νιώθει ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος κρατιέται πάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ ἀπὸ ἕνα κλαδὶ καὶ ξαφνικὰ γλιστρᾶ τὸ χέρι του ἀπὸ τὸ κλαδί. […]


Ἀκόμη καὶ ἐὰν ἀποσιωπᾶται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἐὰν μισεῖται ἢ καὶ ἐὰν δυσφημεῖται, αὐτὸ τὸ ὄνομα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαλειφθεῖ καὶ νὰ σβηστεῖ.


Ἐμεῖς ἐρχόμαστε καὶ φεύγουμε, ἀλλὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μένει γραμμένο μὲ φλογερὰ γράμματα στὸν οὐρανό.
Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ πλουτίζει τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιος τὸ ἀρνηθεῖ, ἀρνεῖται ἕνα μεγάλο ἀγαθό. Ὅταν τὸ σβήσει ἀπὸ τὴν καρδιά του καὶ ἀπὸ τὸ νοῦ του, στερεύει γι’ αὐτὸν μία ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ πηγή.


Ὅταν προτρέπει ἄλλον ἄνθρωπο νὰ τὸ ἀρνηθεῖ, λεηλατεῖ ἀπὸ τὸν πλησίον του μεγαλύτερο πλοῦτο ἀπὸ τὸ ἀσήμι καὶ τὸν χρυσό, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ὁ «θησαυρὸς» τοῦ ἀνθρώπου.


Ἐπιθυμία μου εἶναι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅλοι ἐσεῖς, νὰ διαφυλάξετε αὐτὸν τὸν θησαυρὸ μέσα σας, ποὺ εἶναι πολυτέλεια γιὰ τὰ ζῶα, ἀλλὰ ἀνάγκη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε μόνο μὲ τὸ ψωμί, ὁ Θεὸς θὰ ἦταν γιὰ αὐτὸν πολυτέλεια. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ μόνον μὲ τὸ ψωμί. Ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶχε μόνο τὸ στομάχι, ὁ Θεὸς θὰ ἦταν τὸ λιγότερο ἀπαραίτητο πράγμα. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ἔχει καὶ νοῦ καὶ καρδιά, τὰ ὁποῖα ἀπαιτοῦν καὶ αὐτὰ τὸ ἴδιο τροφή, ὅπως τὸ στομάχι. Γιὰ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ὑπάρχει πιὸ ὑγιὴς τροφὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅποιος κρύβει στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά του τὸν Θεό, αὐτὸς βαδίζει σὲ σίγουρη νίκη.


Ἐὰν οἱ πιὸ σοφοὶ ἄνθρωποι στὴν ἱστορία, εἶχαν ἀδιαλείπτως τὸν Θεὸ στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδιά, πῶς ἐμεῖς, ποὺ εἴμαστε λιγότερο σοφοί, θὰ ἀρνηθοῦμε νὰ εἰσέλθει ὁ Θεὸς στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδιά μας;


Ἐὰν οἱ πιὸ ἰσχυροὶ ἄνθρωποι στὴν ἱστορία, πίστευαν πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μέγας πλοῦτος, πῶς ἐμεῖς, οἱ λιγότερο δυνατοὶ μποροῦμε νὰ ἀπορρίψουμε αὐτὸν τὸν θησαυρό; Ἐὰν οἱ πιὸ μορφωμένοι λαοὶ τοῦ κόσμου διαφυλάσσουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ σὰν κάτι ἱερό, πῶς ἐμεῖς ποῦ εἴμαστε λιγότερο μορφωμένοι ντρεπόμαστε γιὰ τὸ ὄνομα αὐτό;[…]


Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ δημιουργεῖ μεγάλα ἔργα, αὐτὸς πρέπει νὰ ἔχει καὶ ὑψηλοὺς στοχασμούς. Ἡ πιὸ σημαντικὴ σκέψη, ὁ πιὸ ὑψηλὸς στοχασμὸς ποὺ χώρεσε ποτὲ σ’ ἕνα ἀνθρώπινο μυαλό, εἶναι ἡ σκέψη γιὰ τὸν Θεό.


Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς,
«Ὁμιλίες, γιὰ τὴν αἰσιοδοξία, τὴν ἀπαισιοδοξία, τὸ “Μέγα Ὄνομα”
καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν», 
ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/νίκη 2012,
σελ. 63-63)