Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Ηθικαί κακίαι (ΙΙ)

6. ΠΕΡΙ ΑΝΑΝΔΡΙΑΣ

Αντίθετος τη ηθική ανδρεία κακία εστίν η ανανδρία.

Η ανανδρία εστίν έλλειψις του ηθικού σθένους˙ ο τούτου εστερημένος ποιμήν εστίν όλως ακατάλληλος διά το μέγα αξίωμα της ποιμαντορίας˙ διότι στερείται των αρετών εκείνων των πρωτίστως αναγκαίων αυτώ προς αγαθήν διακυβέρνησιν της εαυτού ποίμνης. 

Η ανανδρία δε εστί κακία˙ διότι η στέρησις του ηθικού σθένους μαρτυρεί στέρησιν ηθικών αρχών και πεποιθήσεων, και έλλειψιν απολύτου αγάπης προς τον θείον νόμον, προς το θείον θέλημα.

Τη ανανδρία παρακολουθεί η δειλία, η ατολμία, η αδυναμία, η μικροψυχία, η μικροφροσύνη, η μικροπρέπεια, η αστάθεια, η ενδοτικότης και η φιλαυτία.

Ο άνανδρος πτοείται εν πάσι και πτήσσει πάντας, παραδίδωσι την ποίμνην αυτού εις τας διαθέσεις των επιδραμόντων αυτή λύκων, μεταβάλλεται και αλλοιούται κατά τας απαιτήσεις της επιφερομένης βίας, και τα πάντα ποιεί υπέρ εαυτού και των ξένων βιαστών, και ουδέν υπέρ της ποίμνης αυτού˙ ούτος θύει την ποίμνην υπέρ της ζωής αυτού˙ πτύσσει προ των ισχυρών, και δείκνυται θρασύς προς τους αδυνάτους συνιστών δε τοις άλλοις την στενήν και τεθλιμμένην οδόν της αρετής, αυτός βαδίζει την πλατείαν οδόν της κακίας τρέμων προ της όψεως της τεθλιμμένης οδού.

Η ανανδρία του πνευματικού ποιμένος αποβαίνει ολέθριον υπόδειγμα τοις ποιμαινομένοις ˙ διότι προκείμενος τη ποίμνη ως εικών τελειότητος διαπλάττει τας του ποιμνίου ψυχάς προς το ίδιον είδωλον και διαφθείρει και εξαχρειοί τας ψυχάς των προς αυτόν ατενιζόντων, εάν τύχωσιν εστερημένοι βαθέως θρησκευτικού συναισθήματος. Ο ανανδρός εστιν όλως αναρμόδιος προς το μέγα αξίωμα της Αρχιερωσύνης και Ιερωσύνης.


7. ΠΕΡΙ ΣΚΛΗΡΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ

Εναντίαι τη αρετή της μακροθυμίας κακίαι εισίν η σκληρότης (η αστοργία), η ανελεημοσύνη και η αψιθυμία.

Η σκληρότης εστίν αγριότης και χαρακτήρ των δαιμόνων κρημνίζουσα τον άνθρωπον εις άδην (Ιωάν. Κλίμ.).

Αι κακίαι αύται καθιστώσι τον ποιμένα τυραννικόν και αλλότριον του ποιμαντορικού αυτού αξιώματος˙ ο υπό τοιούτων κακιών κατακυριευμένος τελεί όλως αναρμόδιος διά το υψηλόν αξίωμα της ποιμαντορίας.


8. ΠΕΡΙ ΑΣΠΛΑΓΧΝΙΑΣ

Ασπλαγχνία εστίν αναισθησία ψυχής προς τα δεινοπαθήματα του πλησίον.

Η ασπλαγχνία εστί κακία φοβερά και μαρτυρεί τελείαν ηθικήν κατάπτωσιν. Ο άσπλαγχνος εστι πεπωρωμένος˙ διότι η αναισθησία αιτίαν έχει την πώρωσιν της καρδίας. Ο άσπλαγχνος εστι το πρώτιστον των οργάνων του πονηρού το χαίρον διά την εγκατάστασιν της βασιλείας αυτού επί της γης.

Εν τη ασπλαγχνία συμπεριλαμβάνονται άπασαι αι κακίαι. Ο χαρακτηρισμός αυτού χαρακτηριζομένου θα παρείχεν ομοιοτάτην εικόνα προς την εικόνα του πονηρού δαίμονος˙ πρωτίστως εστίν ανηλεής, ανοικτίρμων, ασυμπαθής, σκληρός, τραχύς, άδικος, χαιρέκακος.

Ο τοιούτος γενόμενος ποιμήν κατά θείαν παραχώρησιν, παραδίδωσι την εαυτού ποίμνην τω πονηρώ δαίμονι προς ταλαιπωρίαν.


9. ΠΕΡΙ ΦΕΙΔΩΛΙΑΣ

Φειδωλία εστί το φείδεσθαι τινα ου μόνον των εαυτού, αλλά και των άλλων.

Η φειδωλία εστί κακία, ως πάθος ψυχής δουλωθείσης τη ύλη και αποταγείσης τω Θεώ.

Τη φειδωλία έπονται η φιλαργυρία, η πλεονεξία, η αδικία, η ανελεημοσύνη, η ασπλαγχνία, το ασυμπαθές, η σκληροκαρδία και τα παρόμοια.

Ο φειδωλός φείδεται και προς εαυτόν και κακοδαιμονεί, παράδειγμα κακοδαιμονίας προς πάντας γενόμενος˙ κενός χαρίτων και εστερημένος ηθικού πλούτου παρέχει εικόνα οικτράν ανθρώπου κακοδαίμονος. Εν τη παροικία αυτού έστησε την βασιλείαν του πονηρού, απεχθής προς πάντας, πάντων επισύρει την περιφρόνησιν, αποδοκιμάζεται και κατακρίνεται.


10. ΠΕΡΙ ΑΚΡΑΣΙΑΣ

Η ακρασία εστί κακία επεγειρομένη κατά της σωφροσύνης, της αγνείας, και παρθενίας. Ακρασία δε εστι το υπέρ την χρείαν δαπανάν προς ηδυπάθειαν.

Ο ακρατής έδραμεν οπίσω των επιθυμιών αυτού και από των ορέξεών του ουκ εκωλύθη˙ έδωκε τη ψυχή αυτού χορτασμόν και επελάθετο του Θεού του ποιήσαντος αυτόν˙ τοιούτος ο τη ακρασία δουλεύων˙ πόσον αναρμόδιος και ακατάλληλος ο τοιούτος το τοιούτον παντί δήλον.

Τα παρομαρτούντα τη ακρασία κακά εισί σκοτασμός του νοός και πώρωσις της καρδίας˙ των δε ακολουθούντων αυτοίς κακών ουκ ην αριθμός. Θεός του ακρατούς εγένετο η κοιλία˙ διό ο Χρυσόστομος λέγει˙ «ουκ οίσθα όσα από τρυφής επέρχονται κακά˙ γέλωτες άκαιροι˙ ρήματα άτακτα, ευτραπελία ολέθρου γέμουσα, φλυαρία ανόητος και πολλά, α μηδέ ειπείν καλόν».

Και ο Θέογνις τοσούτον εθεώρει μέγα κακόν την ακρασίαν ώστε έλεγε˙ «τεθνάναι ουδέν κρείττον, ή δι’ ακρασίας την ψυχήν αμαυρώσαι».

Η Αγία Γραφή συμβουλεύει να φυλαττώμεθα από της κακίας ταύτης λέγουσα˙ «προσέχετε εαυτοίς μήποτε βαρυνθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη και μεριμναίς βιωτικαίς».

Ο ποιμήν ο τη κακία ταύτη δουλεύων διέφθειρε τελέως την εαυτού ποίμνην, ο δε Θεός θέλει φθείρει αυτόν.


ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗΝ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΝ
ΜΕΡΟΣ Β΄ ΚΕΦ. Β΄ 6-10
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΒΑΣ. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑΝΥΞΙΣ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ