Μια κυρία, γνωστού εμπόρου των Αθηνών, αρρώστησε. Ή κυρία αύτη είχε μια εξαδέλφη πού είχε έλθει από την Αίγυπτο, πλούσια. Ελένη Βλάχου ώνομάζετο. Ηλθε νά ΐδή την ασθενή έξαδέλφην της.
Την αυτή νύκτα βλέπει στον ύπνο της τον παπα-Νικόλα, με όλόχρυσον άμφίεσιν, με φελόνια χρυσά και της λέγει: «Σου αρέσω, παιδί μου»;
"Ομιλίας γενομένης, της λέγει: «Να στείλης να φέρης τον παπα-Νικόλα, να σου διάβαση ευχή υπέρ υγείας».Ή κόρη της ασθενούς άρέσκετο πολύ εις την έξωτερικήν καλαισθησίαν.
Ο παππούς, όμως, λόγω του ότι λειτουργούσε καθημερινά, άνακατευόμενος με κεριά, με σκονισμένα ερημοκκλήσια, με τις λαδιές τους κ.λ.π., δεν μπορούσε να διατηρηθή ολοκάθαρος. Βέβαια, καθαρός ήτανε, αλλά όχι όπως θα τον ήθελε η δεσποινίδα εκείνη.
Λέγει λοιπόν στη θεία της:
-Καλή μου θεία, να φέρωμε από τις μεγάλες εκκλησίες έναν ευπρεπή ιερέα, και όχι αυτόν, πού θα είναι σκονισμένος από την εκκλησία κ.λ.π.
Την αυτή νύκτα βλέπει στον ύπνο της τον παπα-Νικόλα, με όλόχρυσον άμφίεσιν, με φελόνια χρυσά και της λέγει: «Σου αρέσω, παιδί μου»;
Έντρομος έξύπνησε η κοπέλλα, έστειλε αμέσως να φωνάξη τη θεία της, και την παρεκάλεσε να φροντίση να φέρη το συντομώτερο τον Παππού. Αυτή ανέθεσε σε μία βαπτιστήρα της, Κατίνα ονόματι, και της λέγει:
«Πήγαινε γρήγορα, να πής εκ μέρους μου εις τον Παππού, να έλθη αμέσως μετά την λειτουργίαν εις το σπίτι». Ηλθε η κοπέλλα συγκεκινημένη για όσα προηγήθησαν και μας τα είπε. Μετά πήρε τον παπα-Νικόλα και τον πήγε στην ασθενή.
Όταν ανέβαιναν τις σκάλες, κατέβηκε η κόρη τής ασθενούς να τον ύποδεχθή μετά μεγάλης ευλάβειας, οπού καθώς έσκυψε να του φιλήση το χέρι της λέγει:
«Σου άρεσα, παιδί μου, όπως με είδες»; Συγκίνησις και κατάπληξις διεπέρασε όλο της το σώμα. Ποτέ δεν περίμενε έναν τέτοιο έλεγχο στη ματαιοδοξία της.
Από το βιβλίο «Ό παπα-Νικόλας Πλανάς, ό απλοϊκός ποιμήν τών απλών προβάτων»,
έκδ. Άστήρ.