Ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς μόνο ἁγίους, ποὺ ἡ Ἐκκλησία ὀνόμασε: «Θεολόγο», λόγω τῆς ἐμπειρίας Θεοῦ μὲ τὴν ὁποία τὸν στόλισε ὁ Θεός.
Στὴ Μικρασιάτικη Γαλάτεια τῆς Παφλαγονίας τὸ ἔτος 957 βλέπει τὸ φῶς τῆς ζωῆς ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος. Οἱ γονεῖς του, εὐγενεῖς καὶ διακεκριμένοι στὴν ἐπαρχία ποὺ ζοῦσαν, ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν παιδεία καὶ τὴν ἀγωγὴ τοῦ μικροῦ Συμεών.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ τὸν στέλνουν 6 μόλις ἐτῶν στὴν Κωνσταντινούπολη σὲ συγγενικά τους πρόσωπα, τὰ ὁποῖα κατεῖχαν θέσεις μέσα στὰ ἀνάκτορα. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἡλικία δέχεται τὰ πρῶτα μαθήματα καὶ σύντομα ἐπιδίδεται στὴν ταχυγραφία καὶ καλλιγραφία.
Ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἐποχὴ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ θείου του ἀποδέχεται τὸ ἀξίωμα τοῦ σπαθαροκουβιλάριου, καθὼς καὶ τὴ διάκριση νὰ γίνει μέλος τῆς Συγκλήτου. Βέβαια ποτὲ δὲν τὸν ἔθελξαν τέτοιες κοσμικὲς θέσεις. Καὶ ἂν ἐδέχθη κάτι τέτοιο, τὸ ἔκανε γιὰ νὰ μὴ δυσαρεστήσει τὸν θεῖο του. Ἡ ἐφηβικὴ καρδιὰ τοῦ Συμεὼν δὲν συγκινεῖται ἀπὸ τὴ θέση ποὺ κατέχει οὔτε ἀπὸ τὴν ἐξέλιξη ποὺ προδιαγράφεται γι’ αὐτόν.
Ἡ γνωριμία του μὲ τὸν πνευματικό του, ἅγιο Συμεὼν τὸν Εὐλαβή τὸν Στουδίτη, ἔχει ἀνοίξει ἄλλους ὁρίζοντες καὶ διαφορετικοὺς πόθους στὴν καρδιά του.
Γι’ αὐτὸ καὶ μόλις τοῦ δίνεται ἡ κατάλληλη εὐκαιρία, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ (969), ἐγκαταλείπει τὴ θέση του στὰ ἀνάκτορα καὶ σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν πηγαίνει στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Στουδίου καὶ ἀναζητεῖ νὰ μείνει πλησίον τοῦ πνευματικοῦ του πατρός.
Ὁ πνευματικός του ὅμως δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν παραμονή του στὸ μοναστήρι, γιατί κρίνει ὅτι ἡ ἡλικία του εἶναι ἀκατάλληλη γιὰ μία τόσο μεγάλη ἀπόφαση, καὶ τοῦ ὑπαγορεύει νὰ ἐπιστρέψει στὸ σπίτι τοῦ θείου του. Λύπη κατακλύζει τὴν καρδιὰ τοῦ Συμεὼν γιὰ τὸ ἀνεκπλήρωτο τῆς ἐπιθυμίας του. Ἐπιστρέφει παρόλα αὐτὰ στὸ σπίτι τοῦ θείου του, ὅπου ἐπιδίδεται στὴν προσευχὴ καὶ στὴ μελέτη θεολογικῶν καὶ πνευματικῶν κειμένων ποὺ τοῦ συνέστησε ὁ πνευματικός του.
Ὅπως σημειώνει ὁ μαθητὴς του Νικήτας Στηθάτος, ὁ ὁποῖος καὶ συνέταξε βιογραφία γιὰ τὸν ἅγιο Συμεών, ὅταν ὁ Συμεὼν βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν, δέχθηκε μία ἰδιαίτερη εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό. Μία νύχτα, καὶ κατὰ τὴν ὥρα ποὺ μὲ δάκρυα ἦταν δοσμένος στὸ ἱερὸ ἔργο τῆς προσευχῆς, γέμισε τὸ δωμάτιό του μὲ ἄπλετο φῶς.
Ὁ ἴδιος κατελήφθη ἀπὸ ἔκσταση καὶ ὁ νοῦς του ἀνυψώθηκε στὰ οὐράνια. Ἐκεῖ εἶδε νὰ στέκεται μέσα στὸ φῶς ὁ πνευματικός του πατέρας Συμεὼν ὁ Εὐλαβής. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἔκπληξη γιὰ τὴ θεία ὀπτασία πλημμυρίζουν τὴν καρδιὰ τοῦ νεαροῦ Συμεών. Ἔχουν περάσει ἔξι ὁλόκληρα χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ πνευματικός του τοῦ ἀρνήθηκε τὴν εἴσοδο στὸν μοναχικὸ βίο.
Τώρα ὅμως, μετὰ τὴν παρέλευση τόσων ἐτῶν, πολὺ δὲ περισσότερο μὲ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία, τρέφει πολλὲς ἐλπίδες ὅτι θὰ τὸν δεχθεῖ στὸ μοναστήρι. Γιὰ ἄλλη μία φορὰ ὅμως ἀποτρέπεται ἀπὸ κάτι τέτοιο.
Πέρασαν ἄλλα ἔξι χρόνια καὶ ὁ Συμεὼν εἶδε γιὰ δεύτερη φορὰ παρόμοια θεία ὀπτασία. Καὶ καθὼς τώρα βρίσκεται σὲ ἡλικία 26 χρόνων, τοῦ ἀνατίθεται μία ὑπηρεσιακὴ ἀποστολὴ στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τὴ Γαλάτη. Πρὶν τὴν ἀναχώρησή του ἐπισκέπτεται τὸν πνευματικό του πατέρα γιὰ νὰ ζητήσει τὴν εὐλογία του, καὶ δέχεται ἀπ’ αὐτὸν κάτι ἀσύγκριτα μεγαλύτερο καὶ ἀπρόσμενο. Τοῦ ἀνακοινώνεται ὅτι εἶναι σὲ ἡλικία ποὺ μπορεῖ νὰ εἰσέλθει στὸ μοναχικὸ βίο.
Ἡ χαρὰ τοῦ Συμεὼν εἶναι ἀνέκφραστη. Ὁ πόθος τόσων χρόνων μπορεῖ τώρα νὰ ἐκπληρωθεῖ. Ἀναχωρεῖ βεβαίως κατόπιν γιὰ τὴν πατρίδα του τὴ Γαλάτη, ὅπου καὶ ἀνακοινώνει τὰ σχέδιά του στοὺς γονεῖς του.
Ἡ ἀντίδραση τῶν γονέων του καὶ τῶν συγγενῶν του ὑπῆρξε ἔντονη. Ὁ πατέρας του φαίνεται ὅτι ἦταν ἰδιαίτερα πιεστικὸς καὶ φορτικὸς στὸ νὰ τὸν ἀποτρέψει, ὅμως δὲν κατορθώνει καθόλου νὰ τὸν ἐπηρεάσει. Ὁ Συμεὼν μάλιστα προβαίνει καὶ σὲ πράξεις ποὺ πιστοποιοῦν τὸ ἀμετάκλητο τῆς ἀπόφασής του. Ἀρνεῖται ἐγγράφως κάθε διεκδίκησή του ἀπὸ τὴν πατρικὴ περιουσία καὶ ἀναχωρεῖ γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη.
Φθάνοντας ἐκεῖ πηγαίνει ἀμέσως στὸν γέροντά του στὴν ἱερὰ Μονὴ Στουδίου καὶ γίνεται δεκτὸς ἐκεῖ σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν. Τότε παίρνει καὶ τὸ μοναχικὸ ὄνομα Συμεὼν (τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Γεώργιος). Ἡγούμενος τῆς μονῆς τότε ἦταν ὁ Πέτρος, καὶ ἡ μονὴ ἀκολουθοῦσε τὸ κοινοβιακὸ σύστημα ὀργάνωσης. Ἐξαιτίας αὐτοῦ γεννᾶται καὶ ἡ πρώτη ἀντιξοότητα στὸν Συμεών.
Ἡ ἀπόλυτη ὑπακοή του στὸν πνευματικό του πατέρα, καθὼς ἀντιτίθεται πρὸς τὸ κοινοβιακὸ πνεῦμα, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἀπόλυτη ὑπακοὴ ἀσκεῖται μόνο στὸν ἡγούμενο, μαζὶ μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχει ἐμφανή πνευματικὴ πρόοδο, ξεσήκωσε τὸν φθόνο τῶν ὑπόλοιπων μοναχῶν. Ἡ διαβολὴ ποὺ τοῦ ἔγινε ἀνάγκασε τὸν ἡγούμενο νὰ τὸν διώξει ἀπὸ τὴ μονή.
Κατ’ ἐκείνη τὴν περίοδο, λίγο δηλαδὴ πρὶν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου, ὁ Συμεὼν γεύεται τὴν Τρίτη κατὰ σειρὰν θεία ὀπτασία.
Ὁ γέροντάς του κατόπιν τῶν γεγονότων ποὺ ἔλαβαν χώρα στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου τὸν ὁδήγησε, δόκιμο ἀκόμη, στὴν πλησιόχωρη Μονὴ τοῦ ἁγίου Μάμαντος τοῦ Ξηροκέρκου, ὅπου ἡγούμενος ἦταν ὁ ἐνάρετος Ἀντώνιος.
Στὸ νέο του ἡσυχαστήριο ἄλλοι πειρασμοὶ ἐνοχλοῦν τὸν Συμεών. Κάποια στιγμὴ ἔρχεται ἀπὸ τὴ Γαλάτη ὁ κατὰ σάρκα πατέρας του, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ ἄλλους Συγκλητικοὺς προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει νὰ ἐπιστρέψει στὰ ἐγκόσμια. Μάταια ὅμως. Ὁ Συμεὼν συντάσσει ἐπιστολὴ πρὸς τὸν πατέρα του, στὴν ὁποία τοῦ ἐκθέτει τὸ ὕψος τῆς κλήσεώς του καὶ τὸν συμβουλεύει νὰ μὴν ἀντιτίθεται σ’ αὐτήν. Τὴ στιγμὴ τῆς συντάξεώς της περιπίπτει σὲ νέα ὀπτασία. Εἶναι ἡ τέταρτη κατὰ σειράν.
Κατόπιν καὶ αὐτοῦ τοῦ πειρασμοῦ, τὸν ὁποῖο διεξῆλθε ὁ Συμεὼν μέσα στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ γέροντάς του Συμεὼν ὁ Εὐλαβὴς τὸν ἔκειρε πλέον μοναχὸ σὲ ἡλικία 29 ἐτῶν. Δὲν πέρασαν παρὰ δύο χρόνια ἀπὸ τότε, καὶ τὸ ἔτος 988 ἀπεβίωσε ὁ ἐνάρετος ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ ἁγίου Μάμαντος Ἀντώνιος.
Ὅλοι οἱ μοναχοὶ τότε μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ Πατριάρχη Νικολάου Β΄ τοῦ Χρυσοβέργη ἐκλέγουν ἡγούμενο τὸν Συμεών. Κατόπιν αὐτῶν χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ τοποθετεῖται ἡγούμενος τῆς Μονῆς. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς χειροτονίας του καὶ μάλιστα τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἀρχιερέας ἀνέπεμπε τὴ χειροτονητήρια εὐχή, εἶδε νέο ὅραμα· τὸ πέμπτο κατὰ σειράν.
Ὡς ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ ἁγίου Μάμαντος ὁ Συμεὼν ὁ Νέος εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλὰ προβλήματα. Ἀρχικὰ τὰ οἰκοδομικά τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία βρισκόταν σὲ ἡμιερειπωμένη κατάσταση. Αὐτὸ τὸν ἀνάγκασε νὰ κατεδαφίσει τὰ παλαιὰ κτίρια καὶ νὰ οἰκοδομήσει νέα μαζὶ μὲ νεόκτιστο λαμπρὸ ναό. Τὸ δεύτερο μεγάλο πρόβλημα μὲ τὸ ὁποῖο κυριολεκτικὰ δεινοπάθησε ἦταν ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ συγκρότηση τῶν μοναχῶν.
Ὁ Συμεών, θεωρητικὸς καὶ νηπτικὸς καθὼς ἦταν, συχνὰ ἔκανε λόγο στοὺς μοναχοὺς περὶ «θείου ἔρωτος», περὶ «θεωρίας» καὶ περὶ «θείου φωτός». Οἱ μοναχοὶ ὅμως ἦταν ἀμύητοι σὲ τέτοιου εἴδους διδασκαλία. Ἔφθασαν μάλιστα στὸ σημεῖο τριάντα περίπου μοναχοὶ κατὰ τὴ διάρκεια κατηχήσεως – ὁμιλίας τοῦ Συμεὼν ἐντός τοῦ ἱεροῦ ναοῦ νὰ ὁρμήσουν κυριολεκτικὰ ἐναντίον του μὲ φωνὲς καὶ ἀπειλητικὲς διαθέσεις. Ὁ Συμεὼν τοὺς ἀντιμετώπισε μὲ γλυκύτητα, καὶ ἐκεῖνοι ἔξαλλοι βγῆκαν ἀπὸ τὸν ναὸ καὶ μὲ κραυγὲς προσέφυγαν στὸν Πατριάρχη Σισσίνιο ἀπαιτώντας τὸ δίκαιό τους.
Ὁ Πατριάρχης ἐκπλήσσεται κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν στάση αὐτὴ τῶν μοναχῶν καὶ καλεῖ τὸν Συμεὼν στὸ Πατριαρχεῖο, ὅπου διαπιστώνει ἀπὸ τὴν ἀντιπαράθεση τὸν φθόνο τῶν μοναχῶν. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἀποφασίζει νὰ τοὺς ἐξορίσει ὅλους. Τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἡ συγχωρητικότητα τοῦ Συμεὼν καὶ ἡ παντελὴς ἔλλειψη κάθε μορφῆς ἐκδικήσεως λάμπουν σὲ ὅλο τους τὸ μεγαλεῖο. Παρεμβαίνει στὸν Πατριάρχη καὶ μὲ ἔντονες παρακλήσεις τὸν κάμπτει, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν τοὺς ἐξορίσει.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιστατικὸ ὁ Συμεὼν παραμένει στὴ θέση τοῦ ἡγουμένου γιὰ 25 ὁλόκληρα χρόνια, καὶ τὸ 1013 παραδίδει τὴν ἡγουμενία στὸν μαθητὴ του Ἀρσένιο, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἀποσύρεται σὲ κοντινὸ ἡσυχαστήριο. Βρίσκεται ἤδη στὴν ἡλικία τῶν 57 ἐτῶν, καὶ μέσα στὴν ἡσυχία ἐπιδίδεται πλέον στὸ συγγραφικό του ἔργο.
Μέσα στὶς ἄλλες συγγραφὲς συντάσσει καὶ ἀκολουθία πρὸς τιμὴν τοῦ πνευματικοῦ του πατρὸς Συμεὼν τοῦ Εὐλαβοῦς, τοῦ ὁποίου τὴν ἁγιότητα ἀποδεχόταν καὶ ἤθελε νὰ ἑορτάζει τὴ μνήμη του. Ἡ πράξη του αὐτὴ βρίσκει ἀντίθετο τὸν Μητροπολίτη Νικομηδείας Στέφανο, ὁ ὁποῖος καὶ κινεῖ τὰ νήματα ἐναντίον του καὶ τελικὰ πείθει τὸν Πατριάρχη ἀφενὸς νὰ τοῦ ἀπαγορεύσει κάθε ἀπόδοση τιμῆς στὸν Συμεὼν τὸν Εὐλαβή καὶ ἀφετέρου νὰ τὸν ἐξορίσει στὴν περιοχὴ τῆς Χρυσουπόλεως.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν παίρνει τὸν δρόμο τῆς ἐξορίας καὶ ἐγκαθίσταται σὲ ἕνα ἐρημοκκλήσι τῆς Ἁγίας Μαρίνας. Ὁ Πατριάρχης ἀργότερα τὸν ἀθωώνει καὶ τὸν ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ἐξορία ἐπιτρέποντάς του νὰ ἐγκατασταθεῖ ὅπου θέλει, μὲ τὸν ὄρο νὰ ἑορτάζει ἰδιωτικὰ μόνο τὴ μνήμη τοῦ πνευματικοῦ του πατρὸς Συμεὼν τοῦ Εὐλαβοῦς. Ὁ Συμεὼν προτιμᾶ τὴν ἐρημία τῆς ἁγίας Μαρίνας, πρὸς τιμὴν τῆς ὁποίας ἀνήγειρε καὶ νέο ναό, καὶ σχηματίζει γύρω ἀπ’ αὐτὸν μίκρο ποίμνιο. Παραμένει ἐκεῖ ἕως τὸ 1037, ὅταν τὸν βρίσκει ὁ θάνατος σὲ ἡλικία 79–80 ἐτῶν.
Ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου του δὲν τοῦ ἦταν ἄγνωστη. Τὴν προέβλεψε. Γι’ αὐτὸ καὶ ἑτοιμάστηκε κατάλληλα. Ἔβαλε τοὺς μαθητές του, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων – ὅπως ἔκανε κάθε μέρα – νὰ ψάλλουν τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία, καὶ ἐκεῖνος, μόλις τελείωσε τὴν προσευχή του, σταύρωσε τὰ χέρια, τακτοποίησε τὸ σῶμα του μὲ ἠρεμία καὶ εἶπε: «Εἰς χεῖράς σου, Χριστὲ Βασιλεῦ, τὸ πνεῦμά μου παρατίθημι».
Τὴν προσωνυμία «Νέος Θεολόγος» τὴν ἀπέκτησε γιὰ τὴν ἔμφαση ποὺ ἔδωσε μὲ τὴ ζωὴ του πρωτίστως καὶ μὲ τὰ ἔργα του κατὰ δεύτερον στὴ μυστικὴ αἴσθηση τῆς θείας ἀγάπης καὶ τοῦ φωτός· ἔννοιες καὶ καταστάσεις πνευματικὲς γιὰ τὶς ὁποῖες κάνουν λόγο καὶ οἱ ἄλλοι δύο Θεολόγοι, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Ἀπὸ τοὺς μαθητὲς του ὁ πιὸ διακεκριμένος, Νικήτας ὁ Στηθάτος, ἔκανε γνωστὰ τὰ ἔργα του, τὰ σημαντικότερα τῶν ὁποίων εἶναι οἱ «Κατηχήσεις», οἱ «Ὕμνοι Θείων Ἐρώτων» καὶ τὰ «Πρακτικὰ καὶ Θεολογικὰ Κεφάλαια».
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 12 Μαρτίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, ἐπειδὴ ὅμως συμπίπτει μὲ τὴ νηστεία τὴ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μετατίθεται στὶς 12 Ὀκτωβρίου.