Ὁ πνευματικὸς καὶ ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος: Παύλεια θεώρηση τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ σύγχρονου Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ
Ὁ «ψυχικὸς» ἄνθρωπος καὶ ὁ «πνευματικὸς» ἄνθρωπος
Ὑπάρχει ἕνας ἐμφανὴς κεντρικὸς ἄξονας, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖον οἰκοδομεῖται ἡ παύλεια ἀνθρωπολογία καὶ ὁ ὁποῖος ἀπαντᾶ σ’ ὅλες τὶς ἐπιστολές του, ἐπειδὴ εἶναι ὁ κεντρικὸς ἄξονας τῆς ὅλης παύλειας θεολογίας. Πρόκειται γιὰ τὸ σωτηριολογικὸ ἀνθρωπολογικὸ σχῆμα στὸ ὁποῖο ἀνήκουν καὶ τὸ ὁποῖο ἐκφράζουν οἱ παύλειες ἔννοιες, οἱ ὁποῖες καὶ ἀποτελοῦν τὸν τίτλο τῆς παρούσας εἰσηγήσεως: Ὁ «ψυχικὸς» ἄνθρωπος καὶ ὁ «πνευματικὸς» ἄνθρωπος (1 Κορ. 2,14-15).
Τὸ ἀνθρωπολογικὸ λεξιλόγιο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μπορεῖ ἄνετα νὰ κατατάσσεται σὲ δύο στῆλες, ἡ μία νὰ ἀνταποκρίνεται καὶ νὰ περιγράφει τὸν «ψυχικὸν» ἄνθρωπον καὶ ἡ ἄλλη τὸν «πνευματικὸν» ἄνθρωπον. Ἐπαναλαμβάνω ὅτι ἡ προσπάθειά μου ἐδῶ δὲν εἶναι ἀναλυτική, ὁπότε θὰ περίμενε κανεὶς μιὰ προσεκτικὴ καὶ εἰς βάθος ἔρευνα τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ συνθετικὴ ἢ συνοπτική, ἡ ὁποία σκοπὸ ἔχει νὰ συλλάβει τὶς γενικὲς γραμμὲς τῆς παύλειας ἀνθρωπολογίας.
Πρέπει νὰ δοῦμε ὅμως πρῶτα ἀπ’ ὅλα τί ἀκριβῶς ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν χαρακτηρίζει τὸν ἄνθρωπο «ψυχικὸν» καὶ τί ἐννοεῖ ὅταν τὸν ὀνομάζει «πνευματικόν». Ἡ συνάφεια ὅπου ἀπαντοῦν αὐτοὶ οἱ χαρακτηρισμοὶ εἶναι γνωστή. Στὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους, στὸ δεύτερο κεφάλαιο, ὁ Παῦλος γράφει ὅτι ὁ «ψυχικὸς» ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ μὲ κανένα τρόπο νὰ καταλάβει τὸ κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου, τὸ Εὐαγγέλιο, ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν ἔχει τίποτα νὰ κάνει μὲ τὴν ἀνθρώπινη σοφία («σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων» (1 Κορ. 2,6), ἀλλὰ ἀναφέρεται στὴν «Θεοῦ σοφίαν ἐν μυστηρίῳ τὴν ἀποκεκρυμμένην… ἥν οὐδεὶς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν» (2,7-8).
Ἡ ἀποκεκρυμμένη αὐτὴ σοφία τοῦ Θεοῦ γνωρίζεται μονάχα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ «τὸ γὰρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾶ, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ» (2. 10) «τὰ τοῦ Θεοῦ οὐδεὶς ἔγνωκεν εἰ μὴ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» (2, 11). Ὁ Ἀπόστολος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἔφτασαν νὰ τὴν γνωρίσουν ὄχι μέσα ἀπὸ κάποια ἀνθρώπινη προσπάθεια ἢ ἱκανότητα, ἀλλὰ χάρη στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ: «ἡμῖν δὲ ἀπεκάλυψεν ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Πνεύματος» (2,10). Ἀκόμα καὶ τὰ λόγια μὲ τὰ ὁποῖα κηρύττουν τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ δὲν ἀνήκουν στὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλὰ προέρχονται ἀπὸ τὸ ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα: «ἃ καὶ λαλοῦμεν οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις ἀλλ’ ἐν διδακτοῖς πνεύματος» (2,13).
Τὸ σημαντικότερο πράγμα, ποὺ ξεφεύγει τὶς περισσότερες φορὲς τὴν προσοχὴ τῶν ἑρμηνευτῶν, ἀλλὰ πάνω στὸ ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος ἐπιμένει φανερὰ στὴν ἐν λόγῳ συνάφεια, ἀφορᾶ τὸν δέκτη τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἀρκεῖ ποὺ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Πνεύματός Του ἀποκαλύπτει στὸν ἄνθρωπο τὴ σοφία του καὶ τὰ λόγια μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα αὐτὸς μπορεῖ νὰ τὴν ἐκφράσει. Χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος-δέκτης νὰ ἔχει μέσα του τὸ Πνεῦμα. Χωρὶς αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τίποτα ἀπὸ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἐξηγεῖ πῶς ὁ ἴδιος καὶ οἱ λοιποὶ χριστιανοὶ συμβαίνει νὰ καταλάβουν τὰ τοῦ Θεοῦ καὶ λέγει: «Ἡμεῖς δέ… ἐλάβομεν… τὸ Πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἴδωμεν τὰ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν» (2,12). Τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἀκούοντες τὰ περὶ θείας σοφίας λόγια τοῦ Ἀποστόλου. Αὐτοὶ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ τὰ καταλάβουν ἐὰν δὲν εἶναι «πνευματικοὶ» ὅπως ὁ ἴδιος, δηλαδὴ ἂν δὲν ἔχουν τὸ Πνεῦμα μέσα τους, ἐπειδὴ αὐτὰ κρίνονται πνευματικά: «ἃ καὶ λαλοῦμεν… ἐν διδακτοῖς πνεύματος λόγοις, πνευματικοῖς πνευματικὰ συγκρίνοντες» (2,13).
Ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα μέσα του, ὁ ὀνομαζόμενος ἀπὸ τὸν Παῦλο «ψυχικὸς» δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει καί, συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ δεχτεῖ τὰ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος ἀποφαίνεται κατηγορηματικὰ πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα: «ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ… καὶ οὐ δύναται γνῶναι», ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ σοφία «πνευματικῶς ἀνακρίνεται» (2,14). Ἀκόμη περισσότερο, ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος θεωρεῖ τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ «μωρία».
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «λαλεῖ» ὡς πνευματικὸς («ἡμεῖς ἐλάβομεν τὸ Πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ») πράγματα «πνευματικὰ» («ἃ ἡμῖν ἀπεκάλυψεν ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Πνεύματος») κατὰ τρόπο «πνευματικό», (δηλ. «ἐν διδακτοῖς Πνεύματος λόγοις») σὲ ἀνθρώπους πνευματικοὺς («πνευματικοῖς»). Κοντολογίς, θὰ λέγαμε ὡς ἑξῆς: «πνευματικοὶ πνευματικὰ πνευματικῶς πνευματικοῖς λαλοῦμεν». Εἶναι αὐτὸ ποὺ προσωπικὰ θὰ ὀνόμαζα «τὸ πρωτεῖο τοῦ Πνεύματος».
Ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτὸ συνάγεται καθαρὰ τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ «πνευματικὸς» ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔλαβε Πνεῦμα, ἐνῶ ὁ «ψυχικὸς» ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν ἔλαβε Πνεῦμα. Σὲ ὁλόκληρη τὴν περικοπὴ δεσπόζει τὸ Πνεῦμα (σὲ ἑπτὰ στίχους, κεφ. 2,10-16, ἡ λέξη πνεῦμα ἀπαντᾶ ὀκτὼ φορὲς) ὁπότε δὲν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία ὅτι, τουλάχιστον στὴν συνάφεια αὐτή, ἡ ἔννοια τοῦ «πνευματικοῦ» ἀνθρώπου καθορίζεται ἀπὸ τὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Πνεῦμα.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν «ψυχικὸν» ἄνθρωπον. Αὐτὸς εἶναι «ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸ ἀπὸ Θεοῦ Πνεῦμα, ὁ ἄνθρωπος τῆς λογικῆς καὶ τῆς φυσικῆς θρησκείας», ὅπως σημειώνει ὁ Καθηγητὴς Σ. Ἀγουρίδης στὸ γνωστό του ὑπόμνημα στὴν πρώτη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή. Σχηματικά, οἱ «πνευματικοὶ» ἄνθρωποι εἶναι οἱ πνεῦμα ἔχοντες, οἱ δὲ «ψυχικοὶ – ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Ἰούδας – πνεῦμα μὴ ἔχοντες» (στίχος 19).
Ἐὰν ἡ περικοπὴ αὐτὴ «παρουσιάζει ἀρκετὰ προβλήματα» ἕνα πράγμα εἶναι σίγουρο: ὁ Ἀπόστολος ἐννοεῖ ἀκριβῶς αὐτὰ ποὺ λέει. Ὁποιαδήποτε προσπάθεια διαφορετικῆς ἑρμηνείας στερεῖται ἐπιχειρημάτων. Ἐρωτήματα ὑπάρχουν σχετικὰ μὲ ὅσα λέει ὁ Ἀπόστολος. Θὰ σταθοῦμε σ’ αὐτὰ τὰ ὁποῖα σχετίζονται ἄμεσα μὲ τὸ δικό μας θέμα. Ποιὸ εἶναι τὸ Πνεῦμα γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει ὁ Παῦλος ἐδῶ;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὁμόφωνη: πρόκειται γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, «τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἤτοι τὸ ὁμοούσιον τῷ Θεῷ καὶ Πατρί, καὶ τὸ ἐκ τῆς οὐσίας καὶ ὑποστάσεως τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον» (Θεοφύλακτος), «ὁμοούσιον καὶ ἴσον τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ» (Ζιγαβηνός), «οἱ μὲν γὰρ τοὺς ἔξωθεν ρήτορας ἔχουσιν διδασκάλους, ἡμεῖς δὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον» (Χρυσόστομος) ἢ γιὰ «τὴν χάριν καὶ τὴν ἐπενέργειαν τοῦ Πνεύματος» (Τρεμπέλας).
Πότε ἔλαβαν ὁ Παῦλος καὶ οἱ ἄλλοι χριστιανοὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα; Εἶναι μᾶλλον βέβαιο ὅτι ὁ Ἀπόστολος ἔχει ὑπόψιν τὸ βάπτισμα ὡς χρόνο κατὰ τὸν ὁποῖο οἱ χριστιανοὶ ἔλαβαν τὸ Πνεῦμα. Ἕνα ἄλλο ἐρώτημα ἀφορᾶ τοὺς «ψυχικούς»: εἶναι αὐτοὶ ἄνθρωποι ποὺ δὲν βαπτίσθηκαν ἢ χριστιανοὶ ποὺ δὲν συμμορφώνονται στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ζωὴ καὶ ποὺ ἀπομακρύνουν τὸ Πνεῦμα; Οἱ μὴ βαπτιζόμενοι ἀνήκουν σίγουρα σ’ αὐτὴ τὴν κατηγορία.
Εἶναι δυνατὸν στὴ συγκεκριμένη αὐτὴ συνάφεια ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νὰ ἔχει ὑπόψιν γενικὰ τὸν μὴ βαπτιζόμενο ἄνθρωπο (τὸ «ἡμεῖς» τοῦ στίχου 12 δηλώνει τοὺς χριστιανοὺς σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τοὺς μὴ χριστιανοὺς τοὺς ὁποίους χαρακτηρίζει ὡς «ψυχικούς», δηλ. ὡς μὴ ἔχοντες πνεῦμα), παρόλο ποὺ στὴν ἐπιστολή του δὲν ἀποκλείει ἀκόμα καὶ οἱ χριστιανοὶ νὰ εἶναι ὄχι ἀκριβῶς «ψυχικοὶ» ἀλλὰ «σάρκινοι» ἢ «σαρκικοὶ» (1 Κορ. 3,1-3), ποὺ σημαίνει περίπου τὸ ἴδιο πράγμα ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς χρησιμοποιεῖται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ «πνευματικοὶ» («οὐκ ἠδυνήθην λαλῆσαι ὑμῖν ὡς πνευματικοῖς ἀλλ’ ὡς σαρκικοῖς»).
Οἱ ἑρμηνευτὲς μιλοῦν γιὰ διαφορετικὰ στάδια τελειώσεως, δίνοντας στὸ «σαρκικὸς» τὴν ἔννοια τοῦ ἀτελοῦς («ὀρθῶς δὲ εἶπεν ὅτι ἐγὼ δὲν ἐδυνήθηκα νὰ λαλήσω εἰς ἐσᾶς ὡσὰν εἰς πνευματικοὺς καὶ τελείους, ἀλλὰ ὡσὰν εἰς σαρκικοὺς καὶ ἀτελεῖς» – Θεοφύλακτος). Τὴν ἴδια ἑρμηνεία μᾶς δίνει καὶ ὁ καθηγητὴς Σ. Ἀγουρίδης, λέγοντας ὅτι «πέρα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα ποὺ πῆραν οἱ πιστοὶ κατὰ τὸ βάπτισμα στὴν Κόρινθο, χρειάζονταν ἄλλη ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος γιὰ νὰ γίνουν πνευματικοί, ὥστε νὰ καταλαβαίνουν ὁρισμένες ὄψεις τοῦ χριστιανικοῦ μυστηρίου βαθύτερα».
Πάντως, χριστιανὸς ἢ μή, ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος στερεῖται τῆς ἐνέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ὁ ἄνθρωπος «laisse aux seules ressources de sa nature» σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς Βίβλου τῆς Ἱερουσαλήμ. Μάλιστα, στὴν περικοπὴ αὐτὴ ὁ Παῦλος ἔχει ὑπόψιν κάποια κρούσματα ἀνθρώπινης αὐτάρκειας ἀνάμεσα στοὺς Κορινθίους, μὲ ἄμεσο ἀντικείμενο τὴν ἀνθρώπινη σοφία.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει «πνευματικὸν» καὶ τὸ ἀναστημένο σῶμα σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ «ψυχικὸν σῶμα», ποὺ εἶναι τὸ ἐπίγειο σῶμα τοῦ ἀνθρώπου: «…στερεῖται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν, εἰ ἔστι σῶμα ψυχικόν, ἔστιν καὶ πνευματικόν… ἀλλὰ οὐ πρῶτον τὸ πνευματικὸν ἀλλὰ τὸ ψυχικόν, ἔπειτα τὸ πνευματικὸν» (1 Κορ. 15, 44-46).
Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «πνευματικὸς» μόνο μετὰ τὴν ἀνάσταση, ἐφόσον ὁ Ἀπόστολος μιλάει γιὰ τὸν «πνευματικὸν» ἄνθρωπο ὡς μία παροῦσα πραγματικότητα. Πρόκειται μᾶλλον γιὰ τὴν ἴδια ἔκφραση, τὴν ὁποία συναντᾶμε στοὺς συνοπτικοὺς σχετικὰ μὲ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἢ γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ στὸ τέταρτο Εὐαγγέλιο ὡς παροῦσα καὶ μέλλουσα πραγματικότητα. Ἡ παύλεια ἔκφραση «ἡμεῖς ἀπὸ τοῦ νῦν οὐδένα οἴδαμεν κατὰ σάρκα» (2, Κορ, 5,16) ἐνισχύει τὴν παραπάνω ἑρμηνεία.
Κλείνοντας αὐτὴ τὴ σύντομη ἀνάλυση, ὑπογραμμίζουμε αὐτὸ ποὺ ἐνδιαφέρει τὴν παροῦσα εἰσήγηση, δηλαδὴ τὴν κατηγορηματικὴ διάκριση ποὺ κάνει ὁ Παῦλος ἀνάμεσα στὸν «πνευματικὸν» καὶ τὸν «ψυχικὸν» ἄνθρωπον, ἡ ὁποία διάκριση ὑποδεικνύει δύο τύπους ἀνθρώπων, δύο καταστάσεις ἀνθρωπίνου βίου ἢ μᾶλλον δύο πραγματικότητες ριζικὰ διαφοροποιημένες. Πρόκειται, ὅπως ἀνέφερα προηγουμένως, γιὰ θεμελιώδη παύλεια ἀνθρωπολογικὴ θέση, ἂν καὶ οἱ δύο ὅροι ποὺ τὴν ἐκφράζουν ἔχουν σπάνια χρήση στὶς παύλειες ἐπιστολὲς (βλ. «ψυχικὸς ἄνθρωπος: 1 Κορ. 2,14, «πνευματικὸς» ἄνθρωπος: 1 Κορ. 2,15. 3,1. 14,37. Γαλ. 6,1).
Ἡ ὅλη πσύλεια ἀνθρωπολογία ἀναπτύσσεται, κατὰ βάσιν, γύρω ἀπὸ αὐτὴ τὴ διάκριση. Τὸ σχετικὸ παύλειο λεξιλόγιο μπορεῖ, ὅπως εἴπαμε, χωρὶς δυσκολία νὰ κατατάσσεται σὲ δύο στῆλες, ἡ μία ὑποδεικνύοντας τὴν κατάσταση τοῦ μέχρι τώρα ὀνομαζόμενου «πνευματικοῦ» ἀνθρώπου καὶ ἡ ἄλλη τοῦ «ψυχικοῦ».
«Οἱ ἐν πνεύματι ὄντες» καὶ «οἱ ἐν σαρκὶ ὄντες»
Ἡ γνωστὴ παύλεια ἀντίθεση «σάρκα – πνεῦμα» καὶ οἱ παραλλαγές της, ἐκφράζουν στὴν οὐσία τὴν ἴδια πραγματικότητα. Στὶς περισσότερες ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπαντᾶ κάτω ἀπὸ μία ἢ ἄλλη μορφὴ αὐτὴ ἡ διάκριση. Στὸ ὄγδοο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναπτύσσει ἀκόμα ἐκτενέστερα τὸ θέμα, ἀκολουθώντας πάντοτε τὴν ἴδια ἀντιθετικὴ διατύπωση.
Ὑπάρχουν ἀπὸ τὴν μιὰ πλευρὰ «οἱ κατὰ σάρκα» ἢ «οἱ ἐν σαρκὶ ὄντες» (8,5,8), τῶν ὁποίων ὁ τρόπος τῆς βιωτῆς ἐκφράζεται ἀπὸ τὸ «κατὰ σάρκα ζῆν» (8,12), οἱ ὁποῖοι «κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν» (8,4) καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ «οἱ κατὰ πνεῦμα» ἢ «ἐν πνεύματι ὄντες» (8,5,8), τῶν ὁποίων ὁ τρόπος ζωῆς ἐκφράζεται ἀπὸ τὸ «πνεύματι ζῆν» (8,12), οἱ ὁποῖοι «μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα» (8,4). Οἱ μὲν «τὰ τῆς σαρκὸς φρονοῦσιν», οἱ δὲ «τὰ τοῦ Πνεύματος» (8,5).
Ὅπως συνέβαινε μὲ τοὺς «ψυχικοὺς» τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν «τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς» δὲν μποροῦν νὰ ὑποτάσσονται στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀκριβῶς διότι «τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεὸν» (8,7). Κατὰ συνέπεια, «οἱ ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύνανται» (8,8). Θὰ ἤθελα νὰ ἐπισημάνω ὅτι, καὶ στὴν περίπτωση τῶν ψυχικῶν, ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωση τῶν «κατὰ σάρκα ὄντων» ὁ Ἀπόστολος δὲν λέει ὅτι δὲν θέλουν νὰ καταλάβουν τὰ τοῦ Θεοῦ ἢ ὅτι δὲν θέλουν νὰ ὑποτάσσονται στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ ὅτι δὲν μποροῦν νὰ τὸ κάνουν («οὐ δύναται γνῶναι», «τῷ γὰρ νόμῳ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται, οὐδὲ γὰρ δύναται»).
Καὶ δὲν μποροῦν διότι δὲν ἔχουν τὸ Πνεῦμα. Οἱ «κατὰ πνεῦμα ὄντες» μποροῦν νὰ φρονοῦν «τὰ τοῦ Πνεύματος» ἐπειδὴ ἔχουν μέσα τους τὸ Πνεῦμα: «εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν» (8,9). Τὰ πράγματα εἶναι, ὄντως, πολὺ ξεκάθαρα: Ἡ ριζικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς δύο κατηγορίες ἀνθρώπων προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀναφορά τους στὸν Θεό.
Οἱ μὲν «σαρκικοὶ» δὲν μποροῦν νὰ συνάπτουν σχέσεις μὲ τὸν Θεό, ἁπλούστατα διότι δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν μὲ τίποτα τὰ πράγματά Του. Ἐπιπλέον, ἡ στάση τους ἀπέναντι στὸ Θεὸ εἶναι ἐχθρική, ἐφόσον βλέπουν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὸν ἐσωτερικό τους νόμο. Οἱ δὲ «πνευματικοὶ» ὄχι μόνο εἶναι σὲ θέση νὰ καταλάβουν τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ προχωροῦν σὲ μία υἱική, πολὺ στενὴ σχέση μὲ τὸ Θεό.
Ἐκεῖνο ποὺ συντελεῖ τὸ θετικὸ αὐτὸ ἔργο εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, «τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ», «τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ» (8,9). Τελικὰ ἡ διαφορὰ ἀνάμεσά τους προκύπτει ἀπὸ τὸ Πνεῦμα: οἱ μὲν πρῶτοι δὲν ἔχουν τὸ Πνεῦμα, οἱ δὲ τελευταῖοι ἔχουν τὸ Πνεῦμα.
Στὴ συνάφεια αὐτή, τοῦ ὀγδόου κεφαλαίου τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς, ὁ Ἀπόστολος προχωρεῖ στὶς σωτηριολογικὲς διαστάσεις τοῦ θέματος. Τὸ Πνεῦμα τὸ ὁποῖο «οἰκεῖ» μέσα στοὺς ἀνθρώπους, εἶναι Πνεῦμα «ζωῆς καὶ εἰρήνης», ἐνῶ «τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος» (8,6). «Εἰ δὲ Χριστὸς ἐν ὑμῖν, τὸ μὲν σῶμα νεκρὸν διὰ ἁμαρτίαν τὸ δὲ πνεῦμα ζωὴ διὰ δικαιοσύνην. Εἰ δὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ ἐγείραντος τὸν Ἰησοῦν ἐκ νεκρῶν οἰκεῖ ἐν ὑμῖν, ὁ ἐγείρας Χριστὸς ἐκ νεκρῶν ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τοῦ ἐνοικοῦντος αὐτοῦ Πνεύματος ἐν ὑμῖν», γράφει ὁ Παῦλος (8,10-11).
Ὁ Ἀπόστολος εἶναι πολὺ σαφὴς καὶ τὸ κείμενο δὲ χρειάζεται εἰδικὰ σχόλια τουλάχιστον ὡς πρὸς τὴν κεντρική του ἰδέα. Ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος παραμένει δοῦλος τῆς σαρκός, τοῦ ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ του. Εἶναι αὐτάρκης. Ἀδυνατεῖ ἀκόμα νὰ καταλάβει ὅτι βρίσκεται σὲ κατάσταση δουλείας «τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου» καὶ ἂν καταλάβει, προσπαθεῖ μάταια νὰ βρεῖ στὶς δυνάμεις του τὴν ἀπελευθέρωση. Ἡ μοναδικὴ λύση εἶναι τὸ Πνεῦμα: «Εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν, εἰ δὲ Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσετε» (8,13).
Ὁ ἔχων Πνεῦμα δέχεται τὴν ἀπελευθέρωση, διότι «ὁ νόμος τοῦ Πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἠλευθέρωσεν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θάνατου» (8,1) καὶ γίνεται «υἱὸς Θεοῦ» διότι τὸ Πνεῦμα ποὺ ἔλαβε εἶναι «πνεῦμα υἱοθεσίας»: «Ὅσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοι υἱοὶ Θεοῦ εἰσίν· οὐ γὰρ ἐλάβετε πνεῦμα δουλείας… ἀλλὰ ἐλάβετε πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν, Ἀββᾶ ὁ Πατὴρ» (8,15-16). Καί, τέλος, ἐὰν εἶναι τέκνα Θεοῦ εἶναι καὶ κληρονόμοι μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν καὶ θὰ δοξασθοῦν μαζί Του (8,17).
«Ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος» καὶ «ὁ καινὸς ἄνθρωπος»
Δύο ἄλλοι ἀνθρωπολογικοὶ τύποι (διατυπώσεις) πολὺ σημαντικοὶ γιὰ τὴν παύλεια θεολογία ἐπιβεβαιώνουν, ἀλλὰ καὶ διαφωτίζουν ἀκόμα περισσότερο, τὴν ὕπαρξη καὶ τὴ λειτουργία τῆς βασικῆς ἀνθρωπολογικῆς διάκρισης γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶμε. Αὐτοὶ εἶναι: «παλαιὸς ἄνθρωπος» καὶ «καινὸς ἄνθρωπος».
Τὸν πρῶτο ὁ Ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τρεῖς φορὲς στὶς ἐπιστολὲς του (Ρωμ. 6,6. Κολ. 3,9. Ἐφ. 4,22) καὶ τὸν δεύτερο δύο φορὲς (Ἐφ. 2,15. 4,24) ἢ πέντε φορὲς ἂν προσθέσουμε καὶ τοὺς συνώνυμους («νέος ἄνθρωπος» Κολ. 3,10. «καινὴ κτίσις» 2 Κορ. 5,17. Γαλ. 6,15). Οἱ ἀναφορὲς εἶναι λίγες, ἀλλὰ ἀφοροῦν θεμελιώδεις θέσεις τῆς ἐν γένει παύλειας θεολογίας.
Πρὶν ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα τί ἀκριβῶς ἐννοεῖ ὁ Παῦλος μὲ τοὺς χαρακτηρισμοὺς «παλαιὸς» καὶ «καινὸς» ἄνθρωπος, ἂς δοῦμε πῶς τοὺς περιγράφει. Ὁ «παλαιὸς» ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες τῆς ἀπάτης, μέσα στὸν ὁποῖο ζεῖ «τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας», ποὺ ἐκδηλώνεται μέσα ἀπὸ ἁμαρτωλὲς πράξεις, ψεύδεται, ἀσελγεῖ, εἶναι κατὰ πάντα δοῦλος τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ «καινὸς» ἢ ὁ «νέος» ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη καὶ ὁσιότητα, μέσα στὸν ὁποῖο ἡ ἁμαρτία δὲν καταδυναστεύει πιά, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τὴν ἀλήθεια, τὴν εἰρήνη, εἶναι «ὁ κατὰ τὴν εὐαγγελικὴν νομοθεσίαν πολιτευόμενος», ὅπως λέει ὁ Θεοδώρητος.
Ποιὸς εἶναι τελικὰ ὁ παλαιὸς καὶ ποιὸς ὁ καινὸς ἄνθρωπος κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο; Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ προστακτική τοῦ χωρίου Ἐφ. 4,22, τότε τὰ πράγματα θὰ ἦταν σαφῆ. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἔχει τὴ λύση της. Τὰ ἄλλα δύο χωρία κάνουν ἄμεση παραπομπὴ σὲ ἕνα γεγονὸς τοῦ παρελθόντος, τὸ ὁποῖο ξεχωρίζει τὸν παλαιὸ ἀπὸ τὸν καινὸ ἄνθρωπο.
Κάποια στιγμὴ σὲ μιὰ συγκεκριμένη συνάφεια ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος «συνεσταυρώθη» Ρωμ. 6,6. («ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον» Κολ. 3,9). Ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος εἶναι, μὲ τὴν γενικὴ ἔννοια, «ὁ πρὸ τῆς ἐν Χριστῷ ἀπολυτρώσεως ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς δυνάμεως τῆς σαρκός», ὅπως γράφει σὲ σχετικὸ ὑπόμνημά του ὁ καθηγητὴς Ἰω. Καραβιδόπουλος.
Μὲ τὴν εἰδικὴ ἔννοια, ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος εἶναι ὁ πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα ἄνθρωπος, κατὰ κοινὴ γνώμη τῶν ἑρμηνευτῶν. «Ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος ἀναφέρεται ἐδῶ στὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα. Ἀπαιτεῖ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς καινούργιου ἀνθρώπου ὡς ἀντίθετου, προϋποθέτει τὴν δημιουργία καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ καινοῦ ἄνθρωπου.
Μόνο σὲ σχέση μ’ αὐτὸ τὸν καινούργιο ἄνθρωπο μπορεῖ κανεὶς νὰ μιλήσει γιὰ τὸν παλαιὸ» παρατηρεῖ ὁ ρουμάνος ἑρμηνευτής, π. Γρηγόριος Μάρκου στὸ ἔργο του Αntropologia paulina. Ὁ «καινός», ὁ νέος ἄνθρωπος, ἀντίστοιχα, (Ἐφ. 2,15. 4,24. Κολ. 3,10) εἶναι «ἐκεῖνος ποὺ ὑπέστη διὰ τοῦ Χριστοῦ τέτοια ριζικὴ ὑπαρξιακὴ μεταλλαγή, ὥστε νὰ μὴ κυριαρχεῖται πιὰ ἀπὸ τὴ σάρκα ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα».
Ἡ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου ἢ μᾶλλον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, συντελέσθηκε ἀπὸ τὸ Χριστὸ διὰ τοῦ ὅλου ἀπολυτρωτικοῦ Του ἔργου, γιὰ τὸ ὁποῖο γράφει ἐκτενῶς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸ ἐν λόγῳ δεύτερο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολῆς. Μὲ τὸ «ἐνδύσασθαι» τοῦ Ἐφ. 4,24, ὁ Παῦλος «ἐννοεῖ ἀσφαλῶς τὴν προσωπικὴ συμμετοχὴ τοῦ χριστιανοῦ στὴν ὅλη διαδικασία τῆς ἀνακαινίσεως, ἡ ὁποία βασικὰ συντελεῖται κατὰ τὸ βάπτισμα», τὸ λουτρὸ «τῆς παλιγγενεσίας καὶ ἀνακαινώσεως» ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος γράφει (Τίτ. 3,5).
Ἡ προστακτικὴ καὶ αὐτὴ τὴ φορά, ὅπως καὶ στὸ προηγούμενο στίχο, ἐξηγεῖται μὲ τὸ νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὸ ποὺ «συντελέσθηκε στὸ βάπτισμα βρίσκεται σὲ δυναμικὴ πορεία συνεχοῦς ἀνανεώσεως (πρβλ. 2 Κορ. 4,16 – «ὁ ἔσω ἡμῶν ἄνθρωπος ἀνακαινοῦται ἡμέρα καὶ ἡμέρα»). «Ἐκτίσθη μὲν οὗτος ὁ ἄνθρωπος – γράφει ὁ Θεοφύλακτος – ἐν τῷ βαπτίσματι διὰ δικαιοσύνης καὶ ὁσιότητος. Ἐνδύσασθαι δὲ αὐτὸν δεῖ καὶ νῦν διὰ τοῦ βίου καὶ τῶν ἔργων». Ὁ νέος ἄνθρωπος, ποὺ ἀνακαινίζεται διαρκῶς, διαμορφώνεται «κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτὸν» (Κολ. 3,10). Εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐκφράζει ὅταν μιλάει γιὰ τὴν «ἀπαρχὴν τοῦ Πνεύματος» (Ρωμ. 8,23).
Γιὰ νὰ ὀνομάσει τὸν νέο ἄνθρωπο ὁ Παῦλος χρησιμοποιεῖ τὴν ἔκφραση «καινὴ κτίσις» (βλ. 2 Κορ. 5,17. Γαλ. 6,15) ἡ ὁποία συμβάλλει οὐσιαστικὰ στὸ νὰ καταλάβουμε ἂν ὄχι ἄλλο τουλάχιστον τὶς διαστάσεις τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ ἡ ὁποία χωρίζει τὸν καινὸ ἀπὸ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, ἡ ποιοτικὴ διαφορὰ μεταξύ τους, εἶναι τέτοια ποὺ ἀναγκάζει τὸν Ἀπόστολο Παῦλο νὰ μιλήσει γιὰ μία καινούργια δημιουργία, γιὰ μία καινούργια κτίση. «Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ» (2 Κορ. 5.17). Πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστὸ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπῆρχε.
Ἡ ὕπαρξή του ἀρχίζει μὲ τὸν Χριστό, «…ἐνδύσασθαι τὸν καινὸν ἄνθρωπον τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα…» (Ἐφ. 4,24). Σύμφωνα μὲ ἑρμηνεία ποὺ υἱοθετοῦν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (Μέγας Ἀθανάσιος, Γρηγόριος Νύσσης, Κύριλλος, Θεόδωρος Μοψουεστίας), ὁ Πρωτότοκος αὐτῆς τῆς καινῆς κτίσεως εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ἐνσαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ (βλ. Κολ. 1, 15: «πρωτότοκος πάσης κτίσεως») ἢ «πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς» (Ρωμ. 8, 29).
Ὁ Χριστὸς εἶναι, ἐξάλλου, τὸ πρότυπο καὶ τὸ μέτρο τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4,3). Ὁ σωτηριολογικὸς τύπος (σωτηριολογικὸ σχῆμα) Ἀδὰμ – Χριστός, πρῶτος καὶ δεύτερος Ἀδὰμ – ποὺ ἀναπτύσσει ὁ Παῦλος στὸ πέμπτο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους καὶ στὴν Α’ Κορινθίους κεφ. 15 ἐπιβεβαιώνει μὲ κάθε σαφήνεια τὴν παύλεια ἀνθρωπολογικὴ θέση, συνοψίζοντας τὰ κυριότερα σημεῖα της.
Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «…ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν, ὁ ἔσχατος Ἀδὰμ εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν. Ἀλλ’ οὐ πρῶτον τὸ πνευματικὸν ἀλλὰ τὸ ψυχικόν, ἔπειτα τὸ πνευματικόν. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ἐξ οὐρανοῦ· οἷος ὁ χοϊκός, τοιοῦτοι καὶ οἱ χοϊκοὶ καὶ οἷος ὁ ἐπουράνιος, τοιοῦτοι καὶ οἱ ἐπουράνιοι» (Α’ Κορ. 15, 45-48).
Συνοψίζοντας τὰ ὅσα προσπαθήσαμε νὰ ποῦμε μέχρι τώρα, θὰ κρατήσουμε τὰ ἑξῆς βασικά:
α. Πέρα ἀπὸ τὶς κατὰ μέρους ἐννοιολογικὲς ἀποχρώσεις, ὑπάρχει πλήρης συνωνυμία ἀνάμεσα στοὺς κύριους ἀνθρωπολογικοὺς ὅρους τοὺς ὁποίους χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, οἱ ὁποῖοι εὔκολα ταξινομοῦνται σὲ δύο ὁμάδες. Ἔχουμε, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὸν «παλαιὸ ἄνθρωπο», ποὺ εἶναι ὁ «σαρκικός», ὁ «ψυχικός», ὁ «κατὰ σάρκα ζῆν» καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὸν «καινὸ» ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι ὁ «πνευματικὸς» ἄνθρωπος, ὁ «κατὰ πνεῦμα ζῆν».
β. Ὁ Παῦλος διαχωρίζει σαφῶς ἀνάμεσα στὸν παλαιὸ καὶ καινὸ ἄνθρωπο, ἐννοώντας μὲ τὸν πρῶτο τὸν μέχρι Χριστὸν καὶ χωρὶς Χριστὸ ἄνθρωπο καὶ μὲ τὸ δεύτερο τὸν μετὰ Χριστὸ καὶ τὸν ἐν Χριστῷ ἄνθρωπο.
γ. Αὐτὴ ἡ διαφορὰ ἐκφράζεται μὲ ὅρους ποὺ μιλοῦν γιὰ μία νέα δημιουργία, γιὰ μία καινὴ κτίση σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὴν πρώτη δημιουργία καὶ μὲ τὴν παλαιὰ κτίση.
δ. Αὐτὸ ποὺ ἐνεργεῖ τὴν καινὴ κτίση, τὴν νέα ζωή, εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει κατὰ τὸ βάπτισμα καὶ μὲ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ συνεργάζεται ἀκριβῶς διὰ τὴν συνεχῆ ἀνανέωσή του.
ε. Κατὰ συνέπεια, ὁ καινὸς ἄνθρωπος διαφέρει ριζικὰ ἀπὸ τὸν παλαιὸ ἐπειδὴ ἔχει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ πρῶτος δὲν τὸ ἔχει. [...]
Ὁ σύγχρονος εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς
Ὁ σύγχρονος εὐρωπαϊκὸς πολιτισμός, στὸν ὁποῖο ἀνήκουμε καὶ ἐμεῖς, φαίνεται νὰ ἔχει ἐγκαταλείψει ἀπὸ πολλοῦ τὴν παύλεια ἀνθρωπολογία. Ὁ σύγχρονος εὐρωπαῖος ἔχει πέσει καὶ πάλι στὴν ἀνθρώπινη αὐταρχία καὶ αὐταρέσκεια. Δὲν ὑπολογίζει Θεό, τόσο περισσότερο Χριστὸν ἢ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐμπιστεύεται πλήρως καὶ ἀποκλειστικὰ τὶς δυνάμεις του. Ἡ κρίση τοῦ σύγχρονου εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ ἔχει ἀρχίσει. Μία θεώρησή του ἀπὸ τὴν προοπτική τῆς παύλειας ἀνθρωπολογίας θὰ μᾶς ἀποκαλύψει ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν ἀπομόνωση, τὸν ἐγκλωβισμὸ τοῦ ἀνθρώπου στὴ φυσικὴ ἀνθρώπινη σοφία καὶ στὶς φυσικὲς ἀνθρώπινες δυνάμεις.
Θὰ ἀναφέρω μερικὰ λόγια, καὶ πάλι τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος, στὸ ἔργο του «Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος» κάνει μία κρίση τοῦ σύγχρονου εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ μαζὶ μὲ τὶς θεολογικὲς καὶ τὶς ἰδεολογικές του βάσεις. Ἡ μεγάλη ἁμαρτία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι, κατὰ τὸν π. Ἰουστίνο, «τὸ νὰ θέλει νὰ μένει εἰς τὴν φύσιν του, τὸ νὰ μὴ θέλει ἐντός του τίποτε, ἐκτός τοῦ ἑαυτοῦ του… τὸ νὰ μὴ θέλει καθόλου τὸν Θεόν».
«Ἡ οὐσία τῆς πτώσεως εἰς τὴν ἁμαρτίαν – γράφει ὁ π. Ἰουστίνος – εἶναι πάντοτε ἡ ἴδια: τὸ νὰ θέλει κανεὶς νὰ γίνει καλὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, τὸ νὰ θέλει κανεὶς νὰ γίνει τέλειος διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, τὸ νὰ θέλει κανεὶς νὰ γίνει θεὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἀλλὰ τοιουτοτρόπως ὁ ἄνθρωπος ἀσυναισθήτως ἐξισοῦται μὲ τὸν διάβολον. Διότι καὶ αὐτὸς θέλει νὰ γίνει θεὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, νὰ ἀντικαταστήσει τὸν Θεὸν μὲ τὸν ἑαυτόν του.
Καὶ εἰς τὴν ὑψηλοφροσύνην του αὐτὴν διὰ μιᾶς ἔγινε διάβολος, τελείως κεχωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὅλως ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας, λοιπόν, πάσης ἁμαρτίας, συνίσταται εἰς αὐτὴν τὴν ἀλαζονικὴν αὐταπάτην. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ διαβόλου, τοῦ Σατανᾶ. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλο τι παρὰ τὸ νὰ θέλει κανεὶς νὰ μένει εἰς τὴν φύσιν του, τὸ νὰ μὴ θέλει ἐντός του τίποτε, ἐκτός τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ὁ διάβολος εὑρίσκεται ὅλος εἰς αὐτό: τὸ νὰ μὴ θέλει καθόλου τὸν Θεὸν μέσα του, εἰς τὸ νὰ θέλει νὰ εἶναι πάντοτε μόνος, πάντοτε νὰ ἀνήκει εἰς μόνον τὸν ἑαυτόν του, πάντοτε ὅλος εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὅλος διὰ τὸν ἑαυτόν του, πάντοτε ἐρμητικῶς κλειστὸς ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς ὅ,τι ἀνήκει στὸν Θεόν.
Καὶ τί εἶναι αὐτό; Ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ φιλαυτία ἐνηγκαλισμένα εἰς ὅλην τὴν αἰωνιότητα, δηλαδὴ ἡ κόλασις. Τοῦτος εἶναι κατ’ οὐσίαν καὶ ὁ οὑμανιστικὸς ἄνθρωπος: ὅλος μένει εἰς τὸν ἑαυτόν του, διὰ τὸν ἑαυτόν του, πάντοτε πεισμόνως κλειστὸς ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Εἰς αὐτὸ ἔγκειται ὁ κάθε οὑμανισμός… Ὁ ἄνθρωπος ἐδημιουργήθη ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸν ὡς δυνάμει θεάνθρωπος, διὰ νὰ οἰκοδομήσει ἑκουσίως διὰ τοῦ Θεοῦ τὸν ἑαυτὸν του εἰς θεάνθρωπον ἐπὶ τὴ βάσει τῆς θεοειδείας τῆς φύσεώς του».
Σύμφωνα μὲ τὴν παύλεια ἀνθρωπολογία, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀρνεῖται τὸ Πνεῦμα.
Ὑπεύθυνη γιὰ τὴν κατάσταση αὐτὴ εἶναι, κατὰ μαρτυρία πολλῶν μεγάλων συγχρόνων ὀρθοδόξων θεολόγων, μία ἐκκοσμικευμένη θεολογία, μία «ψυχικὴ» θεολογία, μία θεολογία ἡ ὁποία ἀπομακρύνει τὸ Θεὸ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὴν ἱστορία καὶ αὐτὸ ἐπειδή, καταρχήν, ἡ ἴδια δὲν βγαίνει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς παρουσίας καὶ τῆς ἐνέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὸν κόσμο καὶ μέσα στὸν ἄνθρωπο. Πρόκειται γιὰ μία θεολογία, ἡ ὁποία, «δὲν ριζώνεται -ὅπως ἔλεγε σὲ πρόσφατο θεολογικὸ συνέδριο γνωστὸς ὀρθόδοξος Μητροπολίτης – στὴν προσευχή, στὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Μία θεολογία ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται ἐπιφυλακτικὰ καὶ διστακτικὰ πρὸς κάθε ἐμπειρία τοῦ Πνεύματος καὶ διστάζει ἢ θεωρεῖ ὑποτιμητικὸ νὰ χαρακτηρίζεται «πνευματικὴ» καὶ προτιμᾶ πολὺ περισσότερο νὰ ὀνομάζεται «ἐπιστημονική».
Δὲν κατηγορῶ. Ἁπλῶς προβληματίζομαι ὡς κληρικὸς καὶ θεολόγος ταυτόχρονα.
Πρωτοπρ. Constantin Coman,
Καθηγητῆ τοῦ Παν/μίου Βουκουρεστίου,
«Ὁ πνευματικὸς καὶ ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος: Παύλεια θεώρηση τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ σύγχρονου Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ».
Γ΄ Παύλεια -Πρακτικὰ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου -ἀποσπάσματα, σ.129-146