Κυριακή ΙΓ΄Λουκά
Ἡ μοιχεία
«Οὐ μοιχεύσεις» (Λουκ. 18,20 - Ἔξ. 20,13. - Δευτ. 5,18)
Ζοῦμε, ἀγαπητοί μου, σὲ ἡμέρες πονηρές. Τὸ ἔργο τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου εἶνε δύσκολο. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια λίγα ἔλεγε ὁ παπᾶς καὶ οἱ Χριστιανοὶ σὰν τὴ διψασμένη γῆ ῥουφοῦσαν τὰ λόγια του. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀπαιτήσεις, εἶνε μορφωμένοι. Θέλουν φιλοσοφίες καὶ κοινωνιολογίες μὲ γλῶσσα εὐγενῆ, ὄχι μὲ λέξεις ποὺ σοκάρουν.
Ἔλα ὅμως ποὺ οἱ λέξεις αὐτὲς ὑπάρχουν στὸ Εὐαγγέλιο; Πῶς νὰ κάνουμε; νὰ προδώσουμε τὴν ἀποστολή μας; Προτιμῶ νὰ μὲ πῆτε ἀγροῖκο καὶ ἀσυγχρόνιστο, παρὰ νὰ μεταχειριστῶ λέξεις ποὺ νὰ μὴ ἀποδίδουν τὴν πραγματικότητα. Ἡ ἐποχή μας διαπράττει μὲν ὅλα τὰ αἴσχη, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ λὲς «τὰ σῦκα σῦκα καὶ τὴ σκάφη σκάφη», τὸ σκοτάδι σκοτάδι καὶ τὴν ἡμέρα ἡμέρα. Μὲ κίνδυνο λοιπὸν νὰ παρεξηγηθῶ καὶ νὰ σοκάρω στ᾽ αὐτιὰ ὡρισμένων, θὰ μιλήσω ἐπάνω σ᾽ ἕνα θέμα κοινωνικό, μὲ τὴ γλῶσσα ὄχι τοῦ κόσμου ἀλλὰ τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ Ἐσταυρωμένου. Τὸ θέμα μᾶς τὸ δίδει μία ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου.
Ὅπως ἀκούσατε, ὁ Κύριος, ἀπαντώντας στὸ ἐρώτημα ἑνὸς πλουσίου νέου, τί πρέπει νὰ κάνῃ γιὰ νὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνιο ζωή, τοῦ εἶπε· «Τήρησον τὰς ἐντολάς». Καὶ σὲ νέα ἐρώτησι, Ποιές ἐντολές, τοῦ ἀρίθμησε ἀπὸ τὶς δέκα ἐντολὲς τοῦ Δεκαλόγου τὶς πέντε. Ἀπὸ τὶς πέντε λοιπὸν αὐτὲς ἐντολὲς θὰ μιλήσω ἐπάνω στὴν ἐντολὴ «Οὐ μοιχεύσεις» (Λουκ. 18,20).
―Μὰ αὐτὴ τὴν ἐντολὴ διάλεξες; θὰ μοῦ πῆτε. Γιατί δὲ μιλᾷς γιὰ τὴν κλοπή, τὸ φόνο, τὸ σεβασμὸ στοὺς γονεῖς, τὸ ψέμα;… Κι αὐτὰ εἶνε σοβαρά· ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἐντολὴ εἶνε ἐκείνη ποὺ σήμερα δὲν λαμβάνεται καθόλου ὑπ᾽ ὄψιν· γι᾽ αὐτὸ θὰ μιλήσω ἐπ᾽ αὐτῆς.
«Οὐ μοιχεύσεις». Τί εἶνε μοιχεία; Ὁ Ποινικὸς Κῶδιξ, πονηρὴ ἀλεποῦ, δὲν δίνει ὁρισμό, καὶ γι᾽ αὐτὸ πολὺς θόρυβος μεταξὺ τῶν νομικῶν γιὰ τὴν ἔννοια τῆς μοιχείας. Μοιχεία, ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, εἶνε νὰ πιάνῃ σχέσεις ὁ παντρεμένος ἄντρας μὲ ξένη γυναῖκα καὶ ἡ παντρεμένη γυναίκα μὲ ξένο ἄντρα. Κ᾽ εἶνε αὐτὸ ἁμάρτημα; Εἶνε. Γιατί;
Πρῶτον, διότι εἶνε φόνος. Ὑπάρχουν φόνοι σωματικοὶ καὶ φόνοι ἠθικοί. Ἡ μοιχεία φονεύει ἕνα εὐγενέστατο αἴσθημα ποὺ ὑπάρχει στὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων, αἴσθημα ποὺ τὸ φύτευσε ὁ οὐρανὸς – τὸ εὐλόγησε ὁ Θεός, αἴσθημα ἀρχαῖο ὅπως ὁ κόσμος· καὶ τὸ αἴσθημα αὐτὸ εἶνε ἡ ἀγάπη, ἡ ἁγνὴ ἀγάπη ποὺ συνδέει δύο ὑπάρξεις, ἄντρα καὶ γυναῖκα, καὶ τὶς ἑνώνει σὲ μία ἑνότητα ἀδιάρρηκτη, ὥστε ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν εἶνε πλέον δύο ἀλλὰ ἕνα.
Μὲ τὸ γάμο ἄντρας καὶ γυναίκα «ἔσονται εἰς σάρκα μίαν» (Γέν. 2,24 = Ματθ. 19,5). Ὄχι μόνο τὰ κορμιὰ ἀλλὰ καὶ οἱ ψυχὲς ἑνώνονται σὲ μία ἑνότητα. Ὅπως δύο χημικὰ στοιχεῖα ἑνώνονται κι ἀποτελοῦν μία νέα οὐσία, κατὰ παρόμοιο τρόπο γυναίκα καὶ ἄντρας στὸ μυστήριο τοῦ γάμου ἑνώνονται κι ἀποτελοῦν μία νέα ὕπαρξι. Καὶ ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ οὔτε τὸ κεφάλι χωρὶς τὸ σῶμα οὔτε τὸ σῶμα χωρὶς τὸ κεφάλι, ἔτσι καὶ στὸ γάμο, κεφαλὴ εἶνε ὁ ἄντρας καὶ σῶμα ἡ γυναίκα· ἡ μοιχεία εἶνε ἕνα μαχαίρι τοῦ διαβόλου ποὺ κόβει τὸ κεφάλι καὶ τὸ ἀποχωρίζει ἀπὸ τὸ σῶμα ποὺ σπαρταράει. Εἶνε διακοπὴ ἱεροῦ δεσμοῦ. Γι᾽ αὐτὸ λέω ὅτι ἡ μοιχεία εἶνε φόνος καὶ γι᾽ αὐτὸ στὸν Δεκάλογο προτάσσεται τοῦ «οὐ φονεύσεις».
Εἶνε ἀκόμη ἡ μοιχεία ἀπάτη, ἀθέτησις ὑποσχέσεως. Ὁ μοιχεύων ἀθετεῖ μία ὑπόσχεσι, ἕνα ὅρκο. Ἐδῶ ἔχουμε ἀπάτη πρώτου μεγέθους. Διότι ὁ νέος καὶ ἡ νέα ποὺ ἔρχονται σὲ γάμο δὲν ὁδηγοῦνται στὸ δημαρχεῖο ἢ κάπου ἀλλοῦ· ὁδηγοῦνται στὸ ναό, στὸν ἅγιο αὐτὸ τόπο, ἐνώπιον τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τοῦ Ἐσταυρωμένου, τοῦ Εὐαγγελίου, ἐνώπιον ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ἐνώπιον συγγενῶν καὶ φίλων. «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος!» (Γέν. 28,17).
Αὐτά, ἐὰν πιστεύουμε.Ὅποιος δὲν πιστεύει, ἂς κάνῃ πολιτικὸ «γάμο» στὸ δημαρχεῖο. Στὸ ναὸ δίνει ἱερὴ ὑπόσχεσι καὶ δακρύζουν οἱ εἰκόνες, ὅτι θὰ μείνῃ πιστὸς μέχρι θανάτου. Μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χωρίζει τὸ ἀντρόγυνο. Ὅταν λοιπὸν ἀθετῇς τὴν πίστι στὸ σύντροφο ἢ τὴ σύντροφό σου, δὲν κάνεις ἄλλο παρὰ ν᾽ ἀποδεικνύεσαι ἀπατεώνας πρώτου μεγέθους.
Ἡ μοιχεία εἶνε ἀκόμη μεγάλη ἀταξία στὶς σχέσεις τοῦ ἀνδρογύνου. Γιατί; Ὁ Θεὸς «τὰ πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησε» (Ψαλμ. 103,24). Ἕνας ἀπὸ τοὺς κυριωτέρους σκοποὺς τοῦ γάμου εἶνε ἡ διαιώνισις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἡ τεκνογονία, τὸ νὰ φέρῃς παιδιὰ στὴ ζωή. Ἀλλὰ τὰ παιδιά, τὰ γνήσια παιδιά, μοιάζουν στοὺς γονεῖς. Ὅπως τὰ προϊόντα ἑνὸς ἐργοστασίου φέρουν ἐπάνω τὴ σφραγῖδα του, ἔτσι καὶ τὰ γνήσια παιδιά, μόλις τὰ δῇς καταλαβαίνεις ποιοί εἶνε οἱ γονεῖς τους, φέρουν τὴ «σφραγῖδα» τους.
Ὅταν λοιπὸν ἐσὺ ἀπατᾷς τὸν ἄντρα ἢ τὴ γυναῖκα σου, δημιουργεῖς σύγχυσι στὸ γένος. Τὰ παιδιὰ δὲν θὰ μοιάζουν στὸν πατέρα· κι ἀλλοίμονο ἂν ὁ σύζυγος σχηματίσῃ τὴν ὑπόνοια ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ γεννήθηκε δὲν εἶνε δικό του· ἡ ζωή του εἶνε πλέον τυραννία, κόλασις. Ὁ μοιχὸς μοιάζει μὲ ἕνα πουλί, τὸν κοῦκκο. Ὁ κοῦκκος εἶνε μοιχὸς ὁ ἄθλιος. Παίρνει τὰ ἀβγά του καὶ τὰ βάζει σὲ ξένη φωλιά. Ἐκεῖ ἐπῳάζονται, ἐκκολάπτονται, καὶ μεγαλώνουν τὰ πουλιά. Κι ὅταν μεγαλώσουν οἱ κοῦκκοι, πετᾶνε ἔξω ἀπὸ τὴ φωλιὰ τὰ νόμιμα – γνήσια παιδιὰ τῶν πουλιῶν τῆς φωλιᾶς. Σὰν τὸν κοῦκκο λοιπὸν κ᾽ ἐσύ, ὁ μοιχὸς ἢ ἡ μοιχαλίδα, γεννᾷς ξένα παιδιὰ ποὺ δὲν ἔχουν καμμία ὁμοιότητα με τὸ νόμιμο σύντροφό σου.
Ἡ μοιχεία εἶνε ἀκόμη ἕνα κομπολόι ἀπὸ πλῆθος ἐγκλήματα· φιλονικίες, ἔριδες, δηλητηριάσεις, φόνοι…, ὅ,τι φανταστῇς. Καὶ μόνο ἀπὸ τ᾽ ἀποτελέσματα ἂν τὴ ζυγίσουμε, θὰ τὴν χαρακτηρίσουμε ὡς μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες κοινωνικὲς πληγές. Στὴν Πάτρα μιὰ νεαρὴ γυναίκα, ποὺ ὑπωψιαζόταν ὅτι ὁ ἐραστής της τὴν ἀπατᾷ, γιὰ νὰ τὸν ἐκδικηθῇ, μπῆκε σὰν τίγρις στὸ σχολεῖο, ἅρπαξε τὸ κοριτσάκι τοῦ ἐραστοῦ της ποὺ τὴν ἐγκατέλειψε καὶ τὸ ἔπνιξε. Θηρίο κάνει τὸν ἄνθρωπο ἡ μοιχεία.
Ἀλλὰ τὸ χειρότερο ―ἂν εἶσαι Χριστιανός― ποιό εἶνε· ἡ μοιχεία εἶνε παράβασις ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ· ὄχι τοῦ ἀνθρωπίνου ποινικοῦ κώδικος ἀλλὰ τῆς οὐρανίου νομοθεσίας. Καὶ ὅπως ἀπὸ τὰ δέκα δάχτυλά σου κανένα δὲν κόβεις, ἔτσι καμμιά ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ καταργῇς ἀλλὰ ὅλες νὰ τὶς τηρῇς. Τὸ «Οὐ μοιχεύσεις» εἶνε θεία ἐντολή. Τὴν παραβαίνεις; τότε φωτιὰ καὶ φλόγα καὶ κάμινος σὲ περιμένει. Οἱ παλαιότεροι θεωροῦσαν τὴ μοιχεία ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα.
Διαβάστε τὴν ἱστορία. Στὴν πατρίδα μας, ὄχι μετὰ Χριστὸν ἀλλὰ καὶ πρὸ Χριστοῦ, κοντὰ στὰ μέρη τῆς Ἀμφίσσης, οἱ Λοκροί, ὅποιον ἔπιαναν νὰ μοιχεύῃ, τοῦ ἔβγαζαν τὸ ἕνα μάτι μὲ δαυλὸ ἀναμμένο· ἂν ἔπεφτε πάλι στὸ παράπτωμα, τοῦ ἔβγαζαν καὶ τὸ ἄλλο μάτι. Στὴ Σπάρτη ἡ μοιχεία ἦταν ἄγνωστη. Λένε ὅτι ἕνας διεφθαρμένος Ἀθηναῖος ρώτησε ἕνα Σπαρτιάτη·
–Τί κάνετε ἐσεῖς τοὺς μοιχούς; Καὶ ὁ Σπαρτιάτης ἀπήντησε·
–Ἂν βρεθῇ μοιχός, τὸν πιάνουμε καὶ τὸν ὑποχρεώνουμε νὰ σηκώσῃ στὴν πλάτη του ἕνα ταῦρο, νὰ τὸν ἀνεβάσῃ στὴν κορυφὴ τοῦ Ταϋγέτου, κι ἀπὸ ᾽κεῖ ψηλὰ νὰ τοῦ τεντώσῃ τὸ λαιμὸ ὥστε ὁ ταῦρος νὰ σκύψῃ νὰ πιῇ νερὸ ἀπ᾽ τὸν Εὐρώτα.
–Μπᾶ, λέει ὁ Ἀθηναῖος, αὐτὸ εἶνε ἀδύνατον.
–Ὅσο εἶνε δυνατὸν νὰ γίνῃ αὐτό, ἄλλο τόσο εἶνε καὶ τὸ νὰ ὑπάρξῃ μοιχὸς στὴν πολιτεία μας. Στὴν Κίο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στὰ μέρη τοῦ Πανόρμου τῆς Προύσης, λέει ὁ ἱστορικὸς ὅτι ἐπὶ 700 χρόνια δὲν ἀκούστηκε πορνεία καὶ μοιχεία.
Τώρα τί γίνεται; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ἂν στὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας στεκόταν ἕνας ἄγγελος Κυρίου, ὄχι ἐγώ, καὶ ἔλεγε «Ὅσοι ἄντρες καὶ γυναῖκες εἶστε ἁγνοί, περάστε ἔξω», δὲν ξέρω πόσοι ἀπὸ τοὺς κυρίους καὶ τὶς κυρίες ποὺ εἶστε ἐδῶ θὰ τολμοῦσαν νὰ βγοῦν. Διότι ὁ ἄγγελος δὲ γελιέται, γνωρίζει τὶς καρδιὲς καὶ θὰ ἔκοβε κεφάλια. Ὦ κοινωνία, ὦ πατρίδα, πῶς κατήντησες!
Στὰ ἀστυνομικὰ τμήματα κάθε μέρα ἔχουν ἐπεισόδια μὲ ἀντρόγυνα. Στὰ δικαστήρια συνεχῶς ἐκδικάζουν ὑποθέσεις διαζυγίων. Καὶ στὶς μητροπόλεις ἐκδίδονται πλῆθος διαζύγια παρὰ τὸ νόμο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἑλλάδα Χόλλυγουντ καὶ χειρότερα.
Ποιός φταίει; ὅλοι φταῖμε. Ἂν ἀποκτήσουμε ἐκκλησία ζῶσα καὶ ἐλευθέρα, θὰ διδάξουμε καὶ δικαστὰς καὶ βουλευτάς, ποὺ ἐγκρίνουν τὸ αὐτόματο διαζύγιο, τὸ ὁποῖο θὰ σημάνῃ τὴ διάλυσι τῆς Ἑλληνικῆς πατρίδος.
Στὰ ὅπλα λοιπόν, ἀγαπητοί μου! Ἂν θέλουμε νὰ ζήσουμε, δὲν θὰ ζήσουμε μὲ Χόλλυγουντ καὶ ἐκτροπές, ἀλλὰ μὲ τὴν ἁγία παράδοσι ποὺ θεμελίωσε ὁ Ἐσταυρωμένος καὶ ἁγίασαν οἱ μάρτυρες καὶ ὁμολογηταί. Ἂν θέλουμε νὰ συνεχίσουμε τὴν πορεία μας, πρέπει νὰ σταθοῦμε φρουροὶ τῆς παραδόσεως, γιὰ τὴν ὁποία ἔχυσε ποταμοὺς αἱμάτων ὅλο τὸ γένος μας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Πευκακίων – Ἀθηνῶν 27-11-1966