ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ
Λκ. ι΄, 25-37
Ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα νὰ μᾶς διηγεῖται τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχει βαθύ ἐκκλησιολογικό περιεχόμενο, δείχνει τὴν πραγματικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸν κόσμο. Εἰπώθηκε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ ἀπαντηθεῖ τὸ ἑρώτημα: «καὶ τὶς ἐστί μου πλησίον;», ποὺ διατύπωσε κάποιος νομικὸς, θέλοντας νὰ πειράξει τὸν Ἰησοῦ.
Αὐτὴ ἡ παραβολὴ ὅπως κατανοήθηκε καὶ ἑρμηνεύθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, δείχνει τὴν ὑπέρβαση, ἀπὸ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, τῶν στενῶν ἐθνοφυλετικῶν ἀντιλήψεων, ἐπισημαίνει τὶς αἰτίες τῆς διαιρέσεως τῶν ἀνθρώπων καὶ προτείνει τὴ μέθοδο τῆς θεραπείας τοῦ «ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς», δηλ. τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν τόπο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ποὺ στὴν παραβολή μας εἶναι ἡ Ἰερουσαλήμ, καὶ κατευθύνεται πρὸς τὸν κόσμο τῆς ἀποστασίας, τὴν Ἰεριχώ.
Τὸ ἀρχικὸ ἑρώτημα τοῦ νομικοῦ ἦταν: «τὶ ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;». Ἡ ἀπάντηση σ᾿ αὐτὸ δόθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο, ὅταν τὸν προκάλεσε ὁ Χριστὸς λέγοντάς του: «ἐν τῷ νόμῳ τὶ γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις;». Ὁ νομικὸς ἀναγκάσθηκε νὰ ὁμολογήσει, ὅτι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, σὰν νὰ εἶναι ὁ ἑαυτός μας, φέρνει μέσα μας τὴν αἰώνια ζωή· «τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ», τοῦ εἶπε ὁ Χριστός.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ποὺ ζοῦσε μὲ τὸ γράμμα τοῦ νόμου εἶχε δύο βασικὰ προβλήματα. Πρῶτο, δὲν μποροῦσε νὰ κατανοήσει τὴν παγκοσμιότητα τῆς ἀγάπης. Χώριζε τοὺς ἀνθρώπους σὲ Ἰουδαίους καὶ Σαμαρεῖτες, σὲ ἀνθρώπους ποὺ πίστευαν στὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ σὲ ἐθνικοὺς εἰδωλολάτρες, δὲν μποροῦσε νὰ ἐννοήσει ὡς «πλησίον» του τὸν ἀλλόθρησκο ἤ τὸν παραβάτη τοῦ νόμου.
Δεύτερο, αἰσθανόταν ἄμεσα τὴν ἀνάγκη νὰ εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, δίκαιος. Διαισθανόταν ὅμως, ὅτι δὲν ἀνταποκρινόταν πλήρως στὴν ἐντολή «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν», καὶ οὔτε μποροῦσε νὰ τὴν ἀπορρίψει, γιατὶ ἦταν ἐντολὴ τοῦ Λευϊτικοῦ. Ἐπιχείρησε ὅμως νὰ στενέψει τὰ ὅριά της. Θέλοντας λοιπὸν νὰ δικαιώσει τὸν ἑαυτό του, ρώτησε: «καὶ τὶς ἐστί μου πλησίον;».
Ἡ ἀπάντηση ποὺ δόθηκε μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ ἀντέστρεψε τὰ πράγματα καὶ διόρθωσε ἔμμεσα τὴν λανθασμένη διατύπωση τοῦ ἐρωτήματος. Ἡ ἐρώτηση ἔπρεπε νὰ τεθεῖ ἀλλιῶς. Ὄχι ποιὸς εἶναι ὁ «πλησίον» μου, ἀλλὰ «πῶς μπορῶ νὰ γίνω πλησίον τῶν ἄλλων;».
Κατόπιν ἔκανε σαφὲς, ὅτι κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει πλησίον μας, γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ κλείνουμε τὴν ἀγάπη μας μέσα σὲ φυλετικὰ ἤ ἀκόμη καὶ θρησκευτικὰ πλαίσια. Ὁ ἱερέας καὶ ὁ λευΐτης, ποὺ ἦταν ἄνθρωποι τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, φοβήθηκαν καὶ δὲν πλησίασαν στὸν τραυματισμένο ἀπὸ τοὺς ληστὲς. Ὁ ἀλλογενὴς Σαμαρείτης ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀνῆκε στὸ λαό ποὺ καυχιόταν γιὰ τὴν πιστὴ τήρηση τοῦ νόμου, ἐφάρμοσε μὲ ἀκρίβεια τὸ νόμο, ἔδειξε ἔμπρακτα τὴν ἀγάπη μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του. Ἔτσι «ποιῶν ἔλεος» ἔγινε πλησίον «τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς».
Γινόμαστε, λοιπὸν, πλησίον τῶν ἄλλων ἀγαπώντας ἀδιάκριτα. Ὅποιος ἀγαπᾶ μόνο τοὺς φίλους του, τοὺς ὁμοθρήσκους του, τοὺς δικούς του, φέρεται ἀνθρώπινα· ὅποιος ὅμως δὲν γνωρίζει αὐτοὺς τοὺς φραγμούς, φέρεται θεϊκά κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτό, ὁ Χριστός, θὰ φτάσει νὰ ζητήσει νὰ βροῦμε τὴ δύναμη νὰ ἀγαπήσουμε ἀκόμα καὶ τοὺς ἐχθρούς μας. Ἂν δὲν δοῦμε τὸν κάθε ἄνθρωπο ὡς «πλησίον» μας, θὰ ἀπομονωθοῦμε στὸν ἑαυτό μας καὶ θὰ πεθάνουμε ἄγευστοι τοῦ κοινωνικοῦ γεγονότος τῆς Πίστεώς μας.
Νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Θεός μας δὲν εἶναι ἕνας, εἶναι Τριάδα, κοινωνία Τριῶν Προσώπων. Ἂν δὲν «ἀνοιχτοῦμε» σὲ κάθε «πλησίον» μας, ἂν δὲν τὸν κατανοήσουμε, ἂν δὲν τὸν συμπαθήσουμε (συμπαθῶ, σημαίνει κατανοῶ τὰ πάθη του), ἂν δὲν τὸν συγχωρήσουμε, δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ συμφιλιωθοῦμε μὲ τὴν ἴδια μας τὴ φύση καὶ ὁπωσδήποτε μὲ τὸ Θεὸ ποὺ τὴν κοινώνησε καὶ ἔτσι τὴν θέωσε. Αὐτὸς ποὺ δὲν ἀναγνωρίζει τοὺς «πλησίον» του, δὲν ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτό του, δὲν θὰ ἀναγνωρίσει καὶ τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος θὰ μᾶς ἐμφανιστεῖ στὰ πρόσωπα τῶν «πλησίων» μας.
Ἡ ἐπίγεια δικαιοσύνη, ἀγαπητοί ἀδελφοί, κυνηγᾶ μιὰ ἰσότητα στὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Ὁ πανάρχαιος ὅμως νόμος, ποὺ ἐπικαλεῖται ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀποκαλύπτει αὐτὴ τὴν ἰσότητα στὸ χρέος καὶ στὴ δυνατότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου νὰ μοιάσει στὸ Θεό. Κι ἕνα εἶναι τὸ θεϊκὸ χαρακτηριστικὸ, ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει δικό του ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀγάπη. Μονάχα ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ μπορεῖ νὰ μιλᾶ γιὰ ἰσότητα καὶ ἐλευθερία. Γιατὶ μονάχα ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ φανερώνεται κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ.
Καὶ μοιάζει στὸν πλάστη του, γιατὶ ξεπερνᾶ τὰ στενὰ ὅρια τῆς γήινης σφαίρας, μὲ τὰ χωρίσματά της σὲ λαούς, σὲ ἔθνη καὶ φυλές, σὲ πλούσιους και φτωχούς, σὲ δυνατοὺς καὶ ἀδύνατους. Μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἀγάπης ζυγώνει τὸν οὐρανό, ποὺ δὲν πλησιάζεται οὔτε μὲ τὸ νοῦ, οὔτε μὲ τὴ δύναμη, οὔτε μὲ τὴν περηφάνεια καὶ τὴν ἀλαζονεία τοῦ ἀνθρώπου.
Τὶ σημαίνει στὴν πράξη ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους, ὅπως γιὰ τὸν ἑαυτό του, μᾶς δίνει μιὰ ἰδέα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει: «τὶς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τὶς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;». Ἀμήν.
π. Χ.Π.Ζ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως