Έρχεται ο άλλος λαβωμένος από την ζωή, τις δοκιμασίες, τις αρρώστιες, τα πάθη, τα λάθη, και όλα τα ζόρια του βίου, και αντί να τον αναπαύσεις και ξεκουράσεις, τον γεμίζεις ενοχές.
Του λες ότι ο Θεός είναι θυμωμένος, ότι δεν τον αγαπάει όπως πριν, και για ότι κακό και δύσκολο του συμβαίνει φταίει ότι είναι «αμαρτωλός».
Δηλαδή πάνω στον ήδη βαρύ σταυρό του πας και του καρφώνεις ακόμη ένα καρφί. Κι αυτός αιμορραγεί περισσότερο.
Μοιάζει με ένα παιδί που κάνει λάθος ή χτυπάει και κλαίει, πονάει και υποφέρει, και από πάνω πας εσύ και το δέρνεις. Τι καταφέρνεις; Απλά προσθέτεις πόνο στον πόνο του.
Ποιος Θεός το θέλει αυτό; Ποιανού Θεού θέλημα λες να είναι; Σαφέστατα όχι εκείνου που μας αποκάλυψε ο Χριστός, ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, ο άγιος Πορφύριος και τόσοι άλλοι.
Αυτός ο Θεός αγαπά, συγχωρεί, κατανοεί, δεν σε εγκαταλείπει, δεν στέκεται απέναντι σου, δεν φεύγει στα δύσκολα και πολύ περισσότερο δεν χαίρεται με τις δυσκολίες και δοκιμασίες της ζωής σου.
Είναι εκεί σιωπηλός και ενεργών πάντα με το δικό του τρόπο, μα ποτέ απέναντι με σηκωμένο το δάκτυλο. Τα «χέρια» του Θεού ποτέ δεν στιγματίζουν, ούτε χαστουκίζουν, μόνο αγκαλιάζουν και ζεσταίνουν στο ψύχος της ζωής.