Σέ μιὰ χρονική περίοδο, ὅπως αὐτή πού διερχόμεθα σήμερα, κατά τήν ὁποία οἱ ἀξίες γενικά τῆς ζωῆς συνεχῶς ὑποβαθμίζονται καί, γιατί ὄχι, ἐκμηδενίζονται, ἡ θεολογική αὐτοσυνειδησία δείχνει καί αὐτή, ὄχι σπάνια, τά δικά της γνωρίσματα μιᾶς βαθειᾶς κρίσεως, μέ κύριο προσανατολισμό τήν ἀποξένωσή της ἀπό τίς παραδοσιακές καί ἁγιοπνευματικές της ἀφετηρίες!
Ἀναμφιβόλως ἡ κρίση τῆς θεολογικῆς αὐτοσυνειδησίας, ὑπῆρξε πάντοτε, καί ἐξακολουθεῖ νά εἶναι καί σήμερα, ἡ σκιά τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θεολογίας της. Τό γεγονός ὅτι κυρίαρχο στοιχεῖο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πίστη, στό πρόσωπό του ἀλλά καί στήν ὑπαρξιακή λυτρωτική δυναμική τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, προβάλλει ἤδη ἐνωρίς, κατά τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στή ζωή τοῦ κόσμου, τήν προτεραιότητα τῆς πίστεως αὐτῆς ἔναντι τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς καί συγχρόνως προμηνύει τόν προκλητικό χαρακτήρα τῆς προτεραιότητος αὐτῆς γιά τίς κυριαρχικές ἀπαιτήσεις τῆς ἐγκόσμιας λογικῆς.
Σέ πολλές περιπτώσεις ὁ θεολογικός νοῦς γιά ποικίλους λόγους διολισθαίνει στήν ἐπιλογή τῆς δυναμικῆς τῆς ἐγκόσμιας αὐτῆς λογικῆς, ὡς τοῦ κυρίου ἐργαλείου τῆς κατανοήσεως καί ἑρμηνείας τοῦ εὐαγγελικοῦ καί πατερικοῦ λόγου!
Μιὰ τέτοια ἐπιλογή, συνειδητή ἤ μή συνειδητή, ἑκούσια ἤ ἀκούσια, ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς τήν οὐσία καί τήν κύρια αἰτία τῆς κρίσεως τῆς θεολογικῆς αὐτοσυνειδησίας πάντοτε, ἰδιαιτέρως ὅμως σήμερα!
Ἡ ἐποχή μας μαστιζομένη συνεχῶς ἀπό ξενόφερτα ρεύματα φιλοσοφικῶν καί γενικά θεωρητικῶν συστημάτων καί ἰδεολογημάτων, πού ἀποβλέπουν στήν ἀλλοτρίωση τοῦ κόσμου ἀπό τίς παραδοσιακές του ἀξίες, προσφέρει σήμερα νέες προκλήσεις καί νέες δυνατότητες στό θεολογικό νοῦ, γιά μιὰ ἀκραία μάλιστα ἀποξένωσή του, ἀπό τίς παραδοσιακές, δηλαδή ἁγιοπνευματικές ἀφετηρίες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Θεολογίας της.
Ἡ μεγάλη ἐν τούτοις πρόκληση γιά μιὰ τέτοια ἀλλοτρίωση προέρχεται σήμερα ἀπό ἕνα βασικό μήνυμα τῆς φιλοσοφικῆς συνισταμένης τῶν θεωρητικῶν αὐτῶν συστημάτων, τῆς Νέας Ἐποχῆς: τήν ἀπόρριψη καί καταπολέμηση τοῦ «παλαιοῦ» (παντός παλαιοῦ) γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ «νέου» (παντός νέου), σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί τούς τρόπους σκέψεως καί ζωῆς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ἐξ ἄλλου τήν οὐσία καί τό κύριο νόημα τοῦ μηνύματος αὐτοῦ τῆς Νέας Ἐποχῆς ἐκπροσωπεῖ σήμερα ἡ φιλοσοφία τῆς μετανεωτερικότητος, ἡ ὁποία ἐφαρμοζομένη στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Θεολογίας της, ἀξιώνει τόν διαρκῆ ἐπαναπροσδιορισμό ὅλων τῶν δομῶν τῆς παραδόσεώς της «ἀπό τῶν πλέον πρακτικῶν ἕως τῶν πλέον θεολογικῶν της ἀρχῶν»!
Ἔτσι ὁ ἀγώνας αὐτός τῆς Νέας Ἐποχῆς κατά τοῦ «παλαιοῦ», ἐντός τοῦ χώρου τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, συνεργεῖ στήν προσπάθεια τῆς ἀπορρίψεως, ἀπό θεολογικούς νόες τῆς παραδοσιακῆς ἁγιοπνευματικῆς της παρακαταθήκης, ὥστε νά διακηρύσσεται σήμερα ὅτι ἡ πατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἐξεπλήρωσε πλέον τόν προορισμό της στό «παρελθόν» καί δέν ἔχει ἑπομένως νά προσφέρει τίποτε τό νέο στόν ἀγώνα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν μεγάλων καί δυσεπιλύτων προβλημάτων τῆς ὑπάρξεως.
Ἡ προσπάθεια αὐτή τῆς ἀπορρίψεως ἀλλά καί τῆς στρεβλώσεως καί μεθοδικῆς παρερμηνείας τῆς πατερικῆς παραδόσεως καί διδασκαλίας ἀντικατοπτρίζεται σήμερα καί φιλοξενεῖται σέ πολλά κείμενα, ὄχι μόνο ἀκαδημαϊκῶν διδασκάλων ἀλλά καί ἄλλων θεολόγων μή ἀκαδημαϊκῶν, φρονούντων ὅμως καί αὐτῶν τά τοῦ ἀντιπαραδοσιακοῦ πνεύματος τῶν ἐν λόγω κειμένων. Αὐτό δέ πού πρέπει νά ἐπισημάνει κάποιος ἰδιαίτερα εἶναι τό παραπλανητικό χαρακτηριστικό, πού κυριαρχεῖ στά κείμενα αὐτά· ἡ διγλωσσία, ἡ ὁποία λειτουργεῖ ὡς ἐργαλεῖο ὑποκριτικῆς πίστεως καί δῆθεν ἐμμονῆς στήν παρακαταθήκη τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας.
Πρόκειται γιά γνωστή πλέον μέθοδο, πού ἐνεργεῖ τή διαστρέβλωση πατερικῶν θέσεων καί ἀποφάσεων ἀκόμη Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέ τή χρήση πατερικοῦ ὑλικοῦ, ὁπότε ὁ ἁπλός ἀναγνώστης δέν εἶναι σέ θέση νά ἀντιληφθεῖ τό ψευδές καί παραπλανητικό τῶν στρεβλώσεων καί παρερμηνειῶν τοῦ πατερικοῦ αὐτοῦ θησαυροῦ καί παρασύρεται, μέ τόν τρόπο αὐτό στήν ἀποδοχή ἰδεῶν καί ἐννοιῶν, πού τόν ἀποπροσανατολίζουν ἀπό τήν ἁγιοπνευματική γνησιότητα τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας!
Στή συνέχεια τοῦ παρόντος κειμένου παρατίθενται κάποια ἐλάχιστα δείγματα στρεβλώσεως καί σκοπίμου παρερμηνείας βασικῶν θέσεων τῆς πατερικῆς ἀλλά καί τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, πού φιλοξενοῦν θεολογικά κείμενα, ἀποδεικτικά μιᾶς βαθειᾶς πράγματι κρίσεως θεολογικῆς αὐτοσυνειδησίας, προπομποῦ διαμορφώσεως μιᾶς «νέας» ὀρθοδοξίας νεοεποχίτικης λογικῆς, ἀφυδατωμένης ἀπό τόν χαρισματικό πλοῦτο τῆς γνήσιας καί θεοφιλοῦς Ὀρθοδοξίας.
Ἔτσι λοιπόν, σήμερα, σύμφωνα μέ θεμελιώδη καθοριστική ἀρχή τῆς διαμορφώσεως τῆς διδασκαλίας τῆς νεοποχίτικης ὀρθοδοξίας. «ἡ αὐστηρή (!) λογική δίνει σιγά σιγά τή θέση της σέ μιὰ περισσότερο καρδιακή πίστη, μιὰ πίστη πού ἀνέχεται τόν πλησίον καί δέν ἐγκλωβίζεται σέ ἰδεολογικά στεγανά...». Γιά τό λόγο αὐτό. «ἡ ἐπιστημονική θεολογική ἔρευνα», ἐπεκτείνεται σέ ὅλες τίς περιοχές τῆς βιβλικῆς ἐπιστήμης καί τά συμπεράσματά της θεωροῦνται ἐπιστημονικῶς ἔγκυρα γιά ὅλα τά δόγματα, δεδομένου ὅτι στό χῶρο τῆς ἐπιστήμης αὐτῆς, «σήμερα τά ἰδεολογικά ὅρια τείνουν νά ἐκλείψουν». Ἐξ ἄλλου σήμερα. «μιὰ ὁμολογιακή ὀρθοδοξία εἶναι μιὰ νεκρή ὀρθοδοξία»!
Στή θέση αὐτή συνεπικουρεῖ καί τό γεγονός ὅτι τά δόγματα, γιά τό σύγχρονο ἄνθρωπο εἶναι «γρίφοι» πού δέν ἔχουν τίποτε νά τοῦ εἰποῦν. «Τό κριτήριο πού θά διακρίνει τόν χριστιανό ἀπό τόν μή χριστιανό θά εἶναι πλέον ἡ ἀγάπη καί ὄχι τά δόγματα»!
Σήμερα ἡ δυνατότητα πού ἔχουμε. «γιά τόν προσδιορισμό τῆς ταυτότητος τῆς Ἐκκλησίας», «δέν εἶναι ἀποτέλεσμα μόνο τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης ... ὑπῆρξε καρπός τῆς εὐτυχοῦς (!) ἐξέλιξης στόν εὐρύτερο χῶρο τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν, καί ἰδιαίτερα τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν, καί πιό συγκεκριμένα τῆς πολιτιστικῆς ἀνθρωπολογίας». Ἑπομένως, ὡς πρός τόν προσδιορισμό τῆς ταυτότητος τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἐπιστημονική γενικῶς ἐξέλιξη ἀποβαίνει οὐσιαστικός παράγοντας αὐτοῦ του προσδριορισμοῦ, δεδομένου ὅτι. «Ἡ ταυτότητα καί ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας ... δέν βρίσκονται στό παρελθόν, στήν ἱστορία, στήν παράδοση εἴτε τῶν ἀποστόλων εἴτε τῶν πατέρων, ἀλλά στό μέλλον...»!
Τό «παρελθόν» τῆς Ἐκκλησίας ὡς καταλυτικός στόχος τῆς νεοεποχίτικης θεολογίας, πλήττεται μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση στή χριστολογική ὑπόσταση τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον «Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀντλεῖ τή ὕπαρξη καί τήν ὑπόστασή της ἀπό αὐτό πού εἶναι, ἀλλά ἀπό αὐτό πού θά γίνει- ὄχι δηλαδή ἀπό τό παρόν ἤ ἀπό τό παρελθόν, ἀπό κάποια αὐθεντία τοῦ παρελθόντος (ἀκόμη καί ἀπό τό γεγονός Χριστός — !!! ), ἤ ἀπό αὐτό πού τῆς δόθηκε ὡς θεσμός, ἀλλά ἀπό τό μέλλον, ἀπό τά ἔσχατα»!
Ἀπό τή στιγμή πού «τό γεγονός Χριστός», ὡς αὐθεντία τοῦ παρελθόντος, μένει ἔξω ἀπό τήν ὑπόσταση καί τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, κάθε ἄλλη δογματική ἀρχή ἤ εὐαγγελική ἀλήθεια εἶναι ἐπίσης ἐκτεθειμένη στή βασική ἐκθεμελιωτική τῶν πάντων νεοεποχίτικη ἀρχή τοῦ «διαρκοῦς ἐπαναπροσδιορισμοῦ» τῶν πάντων, στό χῶρο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Δέν γνωρίζαμε μέχρι σήμερα ὅτι ὅλα μποροῦν νά ἐπαναπροσδιορίζονται, ἀκόμη καί τά μυστήρια! Πάντως- «Ἡ Θεία Εὐχαριστία ἡ ὁποία βέβαια αὐτή καί μόνον αὐτή καθορίζει ... τό εἶναι καί τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας ... ἀπαιτεῖ διαρκῆ ἐπαναπροσδιορισμό... γιατί ἀλλιῶς κινδυνεύει νά καταστεῖ ψευδές εἴδωλο τῆς πραγματικότητος πού εἰκονίζει»!!
Ἀλλά τό χριστολογικό δόγμα πλήττεται καί ἀκυρώνεται στήν καρδιά τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, στόν σταυρικό του θάνατο. «Ὁ Χριστός εἶναι "σωτήρ τοῦ κόσμου" ὄχι γιατί θυσιάστηκε στό Σταυρό ἐξαλείφοντας μ’ αὐτόν τόν τρόπο τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, ἀλλά γιατί "ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν"». Ἐπίσης. «Ἡ Ἐκκλησία ὑφίσταται ὄχι γιατί ὁ Χριστός πέθανε πάνω στό Σταυρό, ἐξαλείφοντας τίς ἁμαρτίες μας, ἀλλά γιατί ἀναστήθηκε ἐκ τῶν νεκρῶν»!
Ἐξ ἄλλου στό πανόραμα τῶν κακοδοξιῶν, πού ἐντοπίζονται σέ θεολογικά κείμενα τῆς ἐποχῆς μας καί προσφέρονται μέ τή μέθοδο τῆς διγλωσσίας καί δῆθεν μέ τή σφραγίδα τῆς πατερικῆς θεολογίας, κακοποιοῦνται δύο θεολογικοί ὅροι θεμελιακῆς σημασίας γιά τή σωτηρία τοῦ χριστιανοῦ ἀνθρώπου. ὁ ὅρος ἁμαρτία καί ὁ ὅρος ἐνοχή!
Ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς ἀπό τούς πρωτοπλάστους δέν ἦταν ἁμαρτία ἀλλά ἁπλῶς ἀστοχία. «Τό κακό νοεῖται πάντοτε ὡς ἀστοχία, μιὰ τέτοια ἀστοχία ἦταν καί τό προπατορικό ἁμάρτημα». Ἔπειτα. «Ἡ πατερική θεολογία εἶδε τό προπατορικό ἁμάρτημα ὡς ἀρρώστια καί δέν ἔκανε λόγο γιά καμμιά κληρονομική ἐνοχή παρά μονάχα γιά τήν κληρονόμηση τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου». Ὅμως.«Ἐπηρεασμένος ὁ ἄνθρωπος κυρίως ἀπό τό νομικό πνεῦμα καί τή δικαιική τάξη, στό ἐκδηλούμενο κακό, θέλει πάντοτε ν’ ἀναζητεῖ εὐθύνη καί τιμωρία»!
Ἔτσι οἱ ὅροι ἁμαρτία καί ἐνοχή ἀκυρώνονται μέ μιὰ γενική ἀναφορά στήν πατερική θεολογία. Καί ἡ μέν ἁμαρτία ἔχει βαπτισθεῖ στήν κολυμβήθρα τῆς κρίσεως τῆς θεολογικῆς αὐτοσυνειδησίας ὡς ἀστοχία καί ἀποφεύγεται στεγανῶς ἡ χρήση της μέ τήν εὐαγγελική της ταυτότητα, ἐνῶ ἡ ἐνοχή στιγματίζεται πάντοτε μονομερῶς ὡς ἀποκλειστικό γέννημα νομικισμοῦ!
Ἡ νοηματική στρέβλωση τῶν δύο βασικῶν αὐτῶν ὅρων, τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καί σωτηριολογίας, ἀφήνει μετέωρη, γιά τή θεολογική σκέψη, τήν εὐθύνη τῆς τραγωδίας τῆς καθημερινότητος, ἐφ’ ὅσον ἡ νεοεποχίτικη αὐτή λογική προσκρούει ἀπό μόνη της στό ἀδιέξοδο αὐτῆς τῆς εὐθύνης, ὑψώνουσα κορῶνα (!) ὑπαρξιακῆς ἀπελπισίας- «... πάρα πολύ ὀδύνη καί κακό ὑποφέρουμε χωρίς νά φταῖμε»!
Μία εὐρύτατα διαδεδομένη κακοδοξία, πού ἀφορᾶ τή σχέση κτιστοῦ καί ἀκτίστου, φαίνεται νά πρυτανεύει σέ πολλά θεολογικά πνεύματα. Σύμφωνα μέ αὐτή τή «θεωρία» «Ὅλα τά δημιουργήματα προῆλθαν ἐκ τοῦ μή ὄντος, δηλαδή ἐκ τοῦ μηδενός, ὁπότε τείνουν ἤ πρός τήν τελείωση ἤ πρός τό μηδέν». Ἔτσι ὅταν τό κτιστό δέν ἑνωθεῖ μέ τό ἄκτιστο, μηδενίζεται, ἐπανέρχεται στό μηδέν, στήν ἀνυπαρξία. Αὐτή «ἡ καλή ἀλλοίωση ἤ ἡ κακή - μηδενιστική ἀλλοίωση ὀφείλεται κατά βάση στήν τρεπτότητα τῶν ὄντων. Αὐτή καθεαυτή τούτη ἡ τρεπτότητα δέν εἶναι κακό, ἐπειδή εἶναι αἰτία ὄχι μόνο τῆς μηδενωτικῆς ἀλλοίωσης ἀλλά καί τῆς τελειωτικῆς».
Προέκταση αὐτῆς τῆς θεωρίας εἶναι ἐκείνη ἡ θέση πού προβάλλει ὡς «πατερικό λόγο» τό θάνατο τῆς ψυχῆς! «Ἡ ψυχή κατά τούς πατέρες τῆς ἐκκλησίας μας δέν εἶναι ἀθάνατη. Εἶναι κτιστή... ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα εἶναι μιὰ μορφή θανάτου της... δίχως τό σῶμα εἶναι ἐλαττωματική, ἄστεγη, ἀνάπηρη, σχεδόν παράλογη. Τό σῶμα εἶναι ἡ ψυχή τῆς ψυχῆς καί δίχως αὐτό εἶναι ἕνα εἶδος πνεύματος, α ghost...»! Ἡ θέση αὐτή ἔχει ἤδη ἀναπτυχθεῖ σέ εὐρύτερα διαδεδομένη θεωρία, τόν «θνητοψυχισμό», ὁ ὁποῖος διδάσκεται σέ γειτονική ὀρθόδοξη χώρα καί προβάλλεται ὡς ἐπίτευγμα σύγχρονης ἑλληνικῆς θεολογικῆς σκέψεως!
Στή σύγχρονη νεοεποχίτικη θεολογία, ἡ ἀναφορά στήν Ἁγία Γραφή καί στήν παράδοση, γιά τήν ἀναζήτηση ἐρεισμάτων ἤ μή, στό θέμα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν ὁδηγεῖ «σέ ἑρμηνεῖες φονταμενταλιστικές»! «Ἡ χειροτονία τῶν γυναικῶν ... ἀντιμετωπίζεται ἀπό τούς ὀρθοδόξους θετικά (ἐφ’ ὅσον) μέχρι σήμερα δέν ἔχουν διατυπωθεῖ θεολογικά ἐπιχειρήματα πού νά ἀποκλείουν τήν ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν». Ὅμως. «Τά πράγματα χειροτερεύουν, ὅταν τήν ἀδράνεια καί τήν ἀμηχανία μας προσπαθοῦμε νά τίς καλύψουμε καταφεύγοντας στήν Γραφή καί στήν Παράδοση. Τότε εὔκολα κατρακυλᾶμε σέ ἑρμηνεῖες φονταμενταλιστικές»!
Τέλος τό πλέον κραυγαλέο γεγονός, πού βεβαιώνει μέ ἀναμφισβήτητη πειστικότητα τήν κρίση τῆς θεολογικῆς αὐτοσυνειδησίας εἶναι ἀσφαλῶς ἡ δῆθεν «ἐπιστημονική» ἀπόδειξη, μέ δύο διδακτορικές διατριβές, τῆς ὀρθοδοξίας (!) δύο ἀντιχαλκηδονίων αἱρετικῶν, τοῦ Διοσκόρου καί τοῦ Σεβήρου. Μέ ἱστορικά καί πατερικά δῆθεν κριτήρια, οἱ δύο αὐτοί αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταδικασθεῖ ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος, ἀναβαπτίζονται «ἐπιστημονικῶς» ὀρθόδοξοι! Τό βάθος ἐξ ἄλλου ἀλλά καί τό πλάτος τῆς κρίσεως τῆς θεολογικῆς αὐτοσυνειδησίας ἐντοπίζεται, στήν περίπτωση τούτη, στό γεγονός, ὅτι ἡ ἐκπόνηση τῶν δύο αὐτῶν διατριβῶν, δέν προκάλεσε καμμία, μέχρι σήμερα, ἀντίδραση ἀπό κάποιο ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο (Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τῶν αἱρέσεων) οὔτε σχολιάσθηκε ἀπό κάποιους ἄλλους εἰδικούς, στά δογματικά καί ἱστορικά θέματα, στόν ἐκκλησιαστικό κυρίως τύπο!
Ἀλλά ἡ κρίση τῆς θεολογικῆς αὐτοσυνειδησίας δέν μαρτυρεῖται καί δέν ἀποκαλύπτεται μόνο σέ γραπτά θεολογικά κείμενα. Βεβαιώνεται καί ἐκφράζεται πρός τά ἔξω μέ συμπεριφορές καί τρόπους ζωῆς ἀπορριπτικούς τῆς αὐθεντικῆς ποιότητος τοῦ ὀρθοδόξου βιώματος. Βασικά στοιχεῖα ἤ χαρακτηριστικά τοῦ βιώματος τούτου, ὅπως προσευχή, ἐκκλησιασμός, νηστεία ἀκόμη καί μελέτη πατερικῶν κειμένων καί ἄλλα, θεωροῦνται ὡς «εὐσεβισμός» καί κάθε ἀναφορά στά στοιχεῖα αὐτά γίνεται μέ ἔκδηλη περιφρόνηση!
Ἡ βιωματική αὐτή προέκταση τῆς κρίσεως τῆς θεολογικῆς αὐτοσυνειδησίας, σέ συμπεριφορές καί τρόπους ζωῆς πού ἀκυρώνουν τό στοιχειῶδες ὀρθόδοξο ἦθος, ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς φυσιολογική ἔκφραση τῆς κρίσεως αὐτῆς, δεδομένου ὅτι στρεβλές «ὀρθόδοξες» ἰδέες δέν μποροῦν νά παράγουν ὑγιές ὀρθόδοξο ἦθος. Τό γεγονός αὐτό ἐπικυρώνουν οἱ καταλυτικές ἐρωτήσεις Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου.«Μήτι ἡ πηγή ἐκ τῆς αὐτῆς ὀπῆς βρύει τό γλυκύ καί τό πικρόν; Μή δύναται, ἀδελφοί μου συκῆ ἐλαίας ποιῆσαι ἤ ἄμπελος σῦκα; Οὕτως οὐδεμία πηγή ἀλυκόν καί γλυκύ ποιῆσαι ὕδωρ» (Ἰακ. 3,11-12). Μέ τό κύρος τῆς κοινῆς καί ἀδιάψευστης λογικῆς βεβαιώνεται ὁ ὁμόλογος βιωματικός χαρακτήρας φρονήματος καί τρόπου ζωῆς καί ἀνθρωπίνης συμπεριφορᾶς!
Ἄλλωστε, ἐν προκειμένῳ, ἰσχύει καί τό ἀντίθετο, κατά τόν κυριακό λόγο «ἐκ γάρ τοῦ καρποῦ τό δένδρον γινώσκεται» (Ματθ. 12, 33). Ναί. «Ὄψις (δέ) ψυχῆς τά πάθη συγκρύπτειν οὐκ ἀνέχεται, κατήγορος δέ τοῦ ἀδήλου ἀδέκαστος γίνεται, τῷ φανερῶ συμπτώματι λανθάνουσαν διάθεσιν ἐλέγχουσα» (Ὁσ. Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, P.G. 79,67).
Καί κατά τόν Ἄγ. Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ὁ Θεός ἐμφανίζεται σέ κάθε ἄνθρωπο «κατά τήν ὑποκειμένην αὐτῷ περί Θεοῦ δόξαν». Ἔτσι σ’ αὐτούς πού βιώνουν θεοφιλῶς τόν εὐαγγελικό λόγο «ὡς μονάς ἐμφαίνεται καί Τριάς, ἵνα τήν οἰκείαν ὕπαρξιν παραδείξειεν, καί τόν αὐτῆς τρόπον μυστικῶς ἐπιδιδάξειεν». Σ’ ἐκείνους ὅμως πού δέν πληροῦν τόν ὅρο τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς, ὁ Θεός ἐμφανίζεται ὄχι ὅπως εἶναι («οὐχ ὡς ἐστί») ἀλλά ὅπως αὐτοί εἶναι («ὡς εἰσί»). Θεολογοῦντες ἑπομένως οἱ τελευταῖοι αὐτοί παράγουν θεολογία ὑποκειμενική, διδάσκοντες ἁπλῶς τόν ἑαυτό τους! (P.G. 90, 364).
Κορναράκης 'Ιωάννης (Ὅμότιμος Καθηγητής Ποιμαντικῆς
Ψυχολογίας καὶ Ἐξομολογητικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν)